Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 58


font
LXXVULGATA
1 αναβοησον εν ισχυι και μη φειση ως σαλπιγγα υψωσον την φωνην σου και αναγγειλον τω λαω μου τα αμαρτηματα αυτων και τω οικω ιακωβ τας ανομιας αυτων1 Clama, ne cesses,
quasi tuba exalta vocem tuam,
et annuntia populo meo scelera eorum,
et domui Jacob peccata eorum.
2 εμε ημεραν εξ ημερας ζητουσιν και γνωναι μου τας οδους επιθυμουσιν ως λαος δικαιοσυνην πεποιηκως και κρισιν θεου αυτου μη εγκαταλελοιπως αιτουσιν με νυν κρισιν δικαιαν και εγγιζειν θεω επιθυμουσιν2 Me etenim de die in diem quærunt,
et scire vias meas volunt,
quasi gens quæ justitiam fecerit,
et judicium Dei sui non dereliquerit.
Rogant me judicia justitiæ ;
appropinquare Deo volunt.
3 λεγοντες τι οτι ενηστευσαμεν και ουκ ειδες εταπεινωσαμεν τας ψυχας ημων και ουκ εγνως εν γαρ ταις ημεραις των νηστειων υμων ευρισκετε τα θεληματα υμων και παντας τους υποχειριους υμων υπονυσσετε3 Quare jejunavimus, et non aspexisti ;
humiliavimus animas nostras, et nescisti ?
Ecce in die jejunii vestri invenitur voluntas vestra,
et omnes debitores vestros repetitis.
4 ει εις κρισεις και μαχας νηστευετε και τυπτετε πυγμαις ταπεινον ινα τι μοι νηστευετε ως σημερον ακουσθηναι εν κραυγη την φωνην υμων4 Ecce ad lites et contentiones jejunatis,
et percutitis pugno impie.
Nolite jejunare sicut usque ad hanc diem,
ut audiatur in excelso clamor vester.
5 ου ταυτην την νηστειαν εξελεξαμην και ημεραν ταπεινουν ανθρωπον την ψυχην αυτου ουδ' αν καμψης ως κρικον τον τραχηλον σου και σακκον και σποδον υποστρωση ουδ' ουτως καλεσετε νηστειαν δεκτην5 Numquid tale est jejunium quod elegi,
per diem affligere hominem animam suam ?
numquid contorquere quasi circulum caput suum,
et saccum et cinerem sternere ?
numquid istud vocabis jejunium,
et diem acceptabilem Domino ?
6 ουχι τοιαυτην νηστειαν εγω εξελεξαμην λεγει κυριος αλλα λυε παντα συνδεσμον αδικιας διαλυε στραγγαλιας βιαιων συναλλαγματων αποστελλε τεθραυσμενους εν αφεσει και πασαν συγγραφην αδικον διασπα6 Nonne hoc est magis jejunium quod elegi ?
Dissolve colligationes impietatis,
solve fasciculos deprimentes,
dimitte eos qui confracti sunt liberos,
et omne onus dirumpe ;
7 διαθρυπτε πεινωντι τον αρτον σου και πτωχους αστεγους εισαγε εις τον οικον σου εαν ιδης γυμνον περιβαλε και απο των οικειων του σπερματος σου ουχ υπεροψη7 frange esurienti panem tuum,
et egenos vagosque induc in domum tuam ;
cum videris nudum, operi eum,
et carnem tuam ne despexeris.
8 τοτε ραγησεται προιμον το φως σου και τα ιαματα σου ταχυ ανατελει και προπορευσεται εμπροσθεν σου η δικαιοσυνη σου και η δοξα του θεου περιστελει σε8 Tunc erumpet quasi mane lumen tuum ;
et sanitas tua citius orietur,
et anteibit faciem tuam justitia tua,
et gloria Domini colliget te.
9 τοτε βοηση και ο θεος εισακουσεται σου ετι λαλουντος σου ερει ιδου παρειμι εαν αφελης απο σου συνδεσμον και χειροτονιαν και ρημα γογγυσμου9 Tunc invocabis, et Dominus exaudiet ;
clamabis, et dicet : Ecce adsum.
Si abstuleris de medio tui catenam,
et desieris extendere digitum et loqui quod non prodest ;
10 και δως πεινωντι τον αρτον εκ ψυχης σου και ψυχην τεταπεινωμενην εμπλησης τοτε ανατελει εν τω σκοτει το φως σου και το σκοτος σου ως μεσημβρια10 cum effuderis esurienti animam tuam,
et animam afflictam repleveris,
orietur in tenebris lux tua,
et tenebræ tuæ erunt sicut meridies.
11 και εσται ο θεος σου μετα σου δια παντος και εμπλησθηση καθαπερ επιθυμει η ψυχη σου και τα οστα σου πιανθησεται και εση ως κηπος μεθυων και ως πηγη ην μη εξελιπεν υδωρ και τα οστα σου ως βοτανη ανατελει και πιανθησεται και κληρονομησουσι γενεας γενεων11 Et requiem tibi dabit Dominus semper,
et implebit splendoribus animam tuam,
et ossa tua liberabit ;
et eris quasi hortus irriguus,
et sicut fons aquarum
cujus non deficient aquæ.
12 και οικοδομηθησονται σου αι ερημοι αιωνιοι και εσται σου τα θεμελια αιωνια γενεων γενεαις και κληθηση οικοδομος φραγμων και τους τριβους τους ανα μεσον παυσεις12 Et ædificabuntur in te deserta sæculorum,
fundamenta generationis et generationis suscitabis ;
et vocaberis ædificator sepium,
avertens semitas in quietem.
13 εαν αποστρεψης τον ποδα σου απο των σαββατων του μη ποιειν τα θεληματα σου εν τη ημερα τη αγια και καλεσεις τα σαββατα τρυφερα αγια τω θεω σου ουκ αρεις τον ποδα σου επ' εργω ουδε λαλησεις λογον εν οργη εκ του στοματος σου13 Si averteris a sabbato pedem tuum
facere voluntatem tuam in die sancto meo,
et vocaveris sabbatum delicatum,
et sanctum Domini gloriosum,
et glorificaveris eum dum non facis vias tuas,
et non invenitur voluntas tua, ut loquaris sermonem :
14 και εση πεποιθως επι κυριον και αναβιβασει σε επι τα αγαθα της γης και ψωμιει σε την κληρονομιαν ιακωβ του πατρος σου το γαρ στομα κυριου ελαλησεν ταυτα14 tunc delectaberis super Domino,
et sustollam te super altitudines terræ,
et cibabo te hæreditate Jacob patris tui :
os enim Domini locutum est.