Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 57


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ιδετε ως ο δικαιος απωλετο και ουδεις εκδεχεται τη καρδια και ανδρες δικαιοι αιρονται και ουδεις κατανοει απο γαρ προσωπου αδικιας ηρται ο δικαιος1 Az igaz elvész, és nincs senki, aki ezt szívére venné; a jámbor emberek elpusztulnak, miközben nincs, aki figyelne erre; mert a gonoszság miatt pusztul el az igaz.
2 εσται εν ειρηνη η ταφη αυτου ηρται εκ του μεσου2 Eljut a békességre, megpihen nyugvóhelyén, aki az egyenes úton jár.
3 υμεις δε προσαγαγετε ωδε υιοι ανομοι σπερμα μοιχων και πορνης3 Ti pedig lépjetek ide, boszorkányfiak, házasságtörő és parázna fajzat!
4 εν τινι ενετρυφησατε και επι τινα ηνοιξατε το στομα υμων και επι τινα εχαλασατε την γλωσσαν υμων ουχ υμεις εστε τεκνα απωλειας σπερμα ανομον4 Kin mulattok? Kire tátjátok szátokat, öltitek ki nyelveteket? Vajon nem ti vagytok a bűn gyermekei, a hazugság fajzata?
5 οι παρακαλουντες επι τα ειδωλα υπο δενδρα δασεα σφαζοντες τα τεκνα αυτων εν ταις φαραγξιν ανα μεσον των πετρων5 Akik vágytól égtek a tölgyfáknál, minden zöldellő fa alatt; akik feláldozzátok a gyermekeket a patakvölgyekben, a sziklahasadékok alatt.
6 εκεινη σου η μερις ουτος σου ο κληρος κακεινοις εξεχεας σπονδας κακεινοις ανηνεγκας θυσιας επι τουτοις ουν ουκ οργισθησομαι6 A patakvölgy sima köveiben van részed, ezek, ezek a te osztályrészed! Nekik öntöttél italáldozatot, és mutattál be ételáldozatot is. Vajon ezekbe én belenyugodjam?
7 επ' ορος υψηλον και μετεωρον εκει σου η κοιτη κακει ανεβιβασας θυσιας7 Magasba emelkedő hegyen helyezted el fekvőhelyedet, oda is felmentél áldozatot bemutatni.
8 και οπισω των σταθμων της θυρας σου εθηκας μνημοσυνα σου ωου οτι εαν απ' εμου αποστης πλειον τι εξεις ηγαπησας τους κοιμωμενους μετα σου8 Az ajtó és az ajtófélfa mögött helyezted el emlékjeledet. Bizony, tőlem távol fölemelted a takarót, felmentél, kiszélesítetted fekvőhelyedet, és szövetkeztél velük; szeretted fekvőhelyüket, meztelenségüket láttad.
9 και επληθυνας την πορνειαν σου μετ' αυτων και πολλους εποιησας τους μακραν απο σου και απεστειλας πρεσβεις υπερ τα ορια σου και απεστρεψας και εταπεινωθης εως αδου9 Olajjal mentél a királyhoz, és bőven használtad kenőcseidet. Messzire küldted követeidet, és leszálltál egészen az alvilágig.
10 ταις πολυοδιαις σου εκοπιασας και ουκ ειπας παυσομαι ενισχυουσα οτι επραξας ταυτα δια τουτο ου κατεδεηθης μου10 Sok utadon elfáradtál, de nem mondtad: »Hiábavaló!« Erődet újra visszanyerted, ezért nem gyengültél el.
11 συ τινα ευλαβηθεισα εφοβηθης και εψευσω με και ουκ εμνησθης μου ουδε ελαβες με εις την διανοιαν ουδε εις την καρδιαν σου καγω σε ιδων παρορω και εμε ουκ εφοβηθης11 Kitől rettegtél és féltél, hogy hűtlen lettél, nem emlékeztél meg rólam, és nem gondoltál rám szívedben? Talán mivel hallgatok már régóta, azért nem félsz engem?
12 καγω απαγγελω την δικαιοσυνην μου και τα κακα σου α ουκ ωφελησουσιν σε12 Én adom tudtul igazságodat, és azt, hogy tetteid nem használnak neked.
13 οταν αναβοησης εξελεσθωσαν σε εν τη θλιψει σου τουτους γαρ παντας ανεμος λημψεται και αποισει καταιγις οι δε αντεχομενοι μου κτησονται γην και κληρονομησουσιν το ορος το αγιον μου13 Amikor kiáltasz, mentsenek meg téged bálványgyűjteményeid! De mindnyájukat elviszi a szél, elragadja a fuvallat. Aki azonban bennem keres menedéket, örökli a földet, és birtokba veszi szent hegyemet.
14 και ερουσιν καθαρισατε απο προσωπου αυτου οδους και αρατε σκωλα απο της οδου του λαου μου14 Ezt mondják: »Töltsétek fel, töltsétek fel, egyengessétek az utat, vegyétek el a buktatót népem útjából!«
15 ταδε λεγει κυριος ο υψιστος ο εν υψηλοις κατοικων τον αιωνα αγιος εν αγιοις ονομα αυτω κυριος υψιστος εν αγιοις αναπαυομενος και ολιγοψυχοις διδους μακροθυμιαν και διδους ζωην τοις συντετριμμενοις την καρδιαν15 Mert így szól a Fölséges és Magasztos, aki az örökkévalóságban lakik, és akinek Szent a neve: »Magasságban és szentségben lakom, de a megtört és alázatos lelkűvel is ott vagyok, hogy életet adjak az alázatosak lelkének, és éltessem a megtörtek szívét.
16 ουκ εις τον αιωνα εκδικησω υμας ουδε δια παντος οργισθησομαι υμιν πνευμα γαρ παρ' εμου εξελευσεται και πνοην πασαν εγω εποιησα16 Mert nem perlekedem örökké, és nem haragszom mindvégig; mert elalélna színem előtt a lélek, a lehelet, melyet én alkottam.
17 δι' αμαρτιαν βραχυ τι ελυπησα αυτον και επαταξα αυτον και απεστρεψα το προσωπον μου απ' αυτου και ελυπηθη και επορευθη στυγνος εν ταις οδοις αυτου17 Kapzsiságának bűne miatt haragudtam meg, megvertem őt, és elrejtőztem haragomban, ő pedig hűtlen szívvel ment a maga útján.
18 τας οδους αυτου εωρακα και ιασαμην αυτον και παρεκαλεσα αυτον και εδωκα αυτω παρακλησιν αληθινην18 Útjait láttam, de meggyógyítom őt; vezetem őt, és vigasztalással fizetek neki és gyászolóinak.
19 ειρηνην επ' ειρηνην τοις μακραν και τοις εγγυς ουσιν και ειπεν κυριος ιασομαι αυτους19 Megteremtem a hála gyümölcsét az ajkakon; békességet, békességet a távol és közel levőnek – mondja az Úr –, és meggyógyítom őt.«
20 οι δε αδικοι ουτως κλυδωνισθησονται και αναπαυσασθαι ου δυνησονται20 De az istentelenek olyanok, mint a háborgó tenger, mely nem tud megnyugodni, vize sarat és iszapot vet fel.
21 ουκ εστιν χαιρειν τοις ασεβεσιν ειπεν κυριος ο θεος21 Nincs békességük az istenteleneknek – mondja az én Istenem.