Scrutatio

Lunedi, 27 maggio 2024 - Sant´Agostino di Canterbury ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 37


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο εν τω ακουσαι τον βασιλεα εζεκιαν εσχισεν τα ιματια και σακκον περιεβαλετο και ανεβη εις τον οικον κυριου1 Történt pedig, hogy Hiszkija király, amikor ezt meghallotta, megszaggatta ruháit, zsákruhába öltözött, és bement az Úr házába.
2 και απεστειλεν ελιακιμ τον οικονομον και σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων περιβεβλημενους σακκους προς ησαιαν υιον αμως τον προφητην2 Majd elküldte Eljakim udvarnagyot, Sebna írnokot és a papok véneit zsákruhába öltözve Izajás prófétához, Ámosz fiához.
3 και ειπαν αυτω ταδε λεγει εζεκιας ημερα θλιψεως και ονειδισμου και ελεγμου και οργης η σημερον ημερα οτι ηκει η ωδιν τη τικτουση ισχυν δε ουκ εχει του τεκειν3 Ezt mondták neki: »Így szól Hiszkija: Szorongatás, fenyítés és gyalázat napja ez a nap; mert a fiak a méhszájig jutottak, de nincs erő a szüléshez.
4 εισακουσαι κυριος ο θεος σου τους λογους ραψακου ους απεστειλεν βασιλευς ασσυριων ονειδιζειν θεον ζωντα και ονειδιζειν λογους ους ηκουσεν κυριος ο θεος σου και δεηθηση προς κυριον τον θεον σου περι των καταλελειμμενων τουτων4 Talán meghallja az Úr, a te Istened a főpohárnok szavait, akit elküldött ura, Asszíria királya, hogy gyalázza az élő Istent; és talán megfenyíti őt az Úr, a te Istened azokért a szavakért, melyeket hallott. Mondj imát a maradékért, amely még megvan!«
5 και ηλθον οι παιδες του βασιλεως προς ησαιαν5 Amikor eljöttek Hiszkija király szolgái Izajáshoz,
6 και ειπεν αυτοις ησαιας ουτως ερειτε προς τον κυριον υμων ταδε λεγει κυριος μη φοβηθης απο των λογων ων ηκουσας ους ωνειδισαν με οι πρεσβεις βασιλεως ασσυριων6 így szólt hozzájuk Izajás: »Mondjátok meg uratoknak, így szól az Úr: Ne félj azoktól a szavaktól, amelyeket hallottál, amelyekkel Asszíria királyának szolgái káromoltak engem.
7 ιδου εγω εμβαλω εις αυτον πνευμα και ακουσας αγγελιαν αποστραφησεται εις την χωραν αυτου και πεσειται μαχαιρα εν τη γη αυτου7 Íme, én egy lelket adok belé, üzenetet fog hallani, és visszatér földjére; majd leterítem őt karddal a saját földjén.«
8 και απεστρεψεν ραψακης και κατελαβεν πολιορκουντα τον βασιλεα λομναν και ηκουσεν βασιλευς ασσυριων οτι8 Amikor a főpohárnok visszatért, Asszíria királyát Libna ostrománál találta; hallotta ugyanis, hogy eltávozott Lákisból,
9 εξηλθεν θαρακα βασιλευς αιθιοπων πολιορκησαι αυτον και ακουσας απεστρεψεν και απεστειλεν αγγελους προς εζεκιαν λεγων9 mivel meghallotta, hogy Tirhakáról, Etiópia királyáról azt beszélik: »Kivonult, hogy harcba szálljon veled.« Amikor ezt meghallotta, követeket küldött Hiszkijához, ezzel az üzenettel:
10 ουτως ερειτε εζεκια βασιλει της ιουδαιας μη σε απατατω ο θεος σου εφ' ω πεποιθως ει επ' αυτω λεγων ου μη παραδοθη ιερουσαλημ εις χειρας βασιλεως ασσυριων10 »Mondjátok meg Hiszkijának, Júda királyának: Rá ne szedjen téged Istened, akiben bízol, mondván: ‘Nem kerül Jeruzsálem Asszíria királyának kezébe.’
11 η ουκ ηκουσας α εποιησαν βασιλεις ασσυριων πασαν την γην ως απωλεσαν11 Íme, te is hallottad, mit tettek Asszíria királyai minden országgal, kiirtásra szánva őket. Te hogyan menekülnél meg?
12 μη ερρυσαντο αυτους οι θεοι των εθνων ους οι πατερες μου απωλεσαν την τε γωζαν και χαρραν και ραφες αι εισιν εν χωρα θεμαδ12 Vajon megmentették a nemzetek istenei azokat, akiket atyáim elpusztítottak: Gózánt, Háránt, Reszefet és Éden fiait, akik Telasszárban voltak?
13 που εισιν οι βασιλεις αιμαθ και αρφαθ και πολεως σεπφαριμ αναγ ουγαυα13 Hol van Emát királya, Arfád királya, és Szefárvaim, Héna meg Áva városának királya?«
14 και ελαβεν εζεκιας το βιβλιον παρα των αγγελων και ηνοιξεν αυτο εναντιον κυριου14 Amikor Hiszkija átvette a levelet a követek kezéből, és elolvasta, felment az Úr házába, majd kiterítette az írást Hiszkija az Úr színe előtt.
15 και προσευξατο εζεκιας προς κυριον λεγων15 Akkor így imádkozott Hiszkija az Úrhoz:
16 κυριε σαβαωθ ο θεος ισραηλ ο καθημενος επι των χερουβιν συ θεος μονος ει πασης βασιλειας της οικουμενης συ εποιησας τον ουρανον και την γην16 »Seregek Ura, Izrael Istene, aki a kerubok felett ülsz, te vagy az Istene egyedül a föld minden országának, te alkottad az eget és a földet!
17 εισακουσον κυριε εισβλεψον κυριε και ιδε τους λογους ους απεστειλεν σενναχηριμ ονειδιζειν θεον ζωντα17 Hajtsd ide, Uram, füledet, és halld! Nyisd meg, Uram, szemedet és lásd! Halld meg Szanherib minden szavát, melyet üzent, hogy gyalázza az élő Istent!
18 επ' αληθειας γαρ ηρημωσαν βασιλεις ασσυριων την οικουμενην ολην και την χωραν αυτων18 Igaz, Uram, hogy Asszíria királyai elpusztították a nemzeteket és országaikat,
19 και ενεβαλον τα ειδωλα αυτων εις το πυρ ου γαρ θεοι ησαν αλλα εργα χειρων ανθρωπων ξυλα και λιθοι και απωλεσαν αυτους19 isteneiket pedig tűzre vetették, hiszen azok nem voltak istenek, hanem emberi kéz művei, fa és kő; ezért elpusztíthatták őket.
20 συ δε κυριε ο θεος ημων σωσον ημας εκ χειρος αυτων ινα γνω πασα βασιλεια της γης οτι συ ει ο θεος μονος20 De most, Urunk, Istenünk, szabadíts meg minket az ő kezéből, hadd tudja meg a föld minden országa, hogy csak te vagy, Uram, egyedül Isten!«
21 και απεσταλη ησαιας υιος αμως προς εζεκιαν και ειπεν αυτω ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ ηκουσα α προσηυξω προς με περι σενναχηριμ βασιλεως ασσυριων21 Akkor Izajás, Ámosz fia ezt az üzenetet küldte Hiszkijának: »Így szól az Úr, Izrael Istene: Mivel imádkoztál hozzám Szanherib, Asszíria királya miatt,
22 ουτος ο λογος ον ελαλησεν περι αυτου ο θεος εφαυλισεν σε και εμυκτηρισεν σε παρθενος θυγατηρ σιων επι σοι κεφαλην εκινησεν θυγατηρ ιερουσαλημ22 ez az az ige, amelyet az Úr róla mondott: Megvet téged, gúnyol téged Sion szűz leánya; mögötted fejét rázza Jeruzsálem leánya.
23 τινα ωνειδισας και παρωξυνας η προς τινα υψωσας την φωνην σου και ουκ ηρας εις υψος τους οφθαλμους σου εις τον αγιον του ισραηλ23 Kit gyaláztál és káromoltál? Ki ellen emelted fel hangodat, és emelted magasba a szemed? Izrael Szentje ellen!
24 οτι δι' αγγελων ωνειδισας κυριον συ γαρ ειπας τω πληθει των αρματων εγω ανεβην εις υψος ορεων και εις τα εσχατα του λιβανου και εκοψα το υψος της κεδρου αυτου και το καλλος της κυπαρισσου και εισηλθον εις υψος μερους του δρυμου24 Szolgáid által gyaláztad az Urat, és azt mondtad: ‘Sok harci szekeremmel felvonultam a magas hegyekre, a Libanon messzi lejtőire; kivágtam sudár cédrusait, válogatott ciprusfáit, és eljutottam legtávolabbi magaslatára, kerthez hasonló erdejébe.
25 και εθηκα γεφυραν και ηρημωσα υδατα και πασαν συναγωγην υδατος25 Kutat ástam, és megittam másnak a vizét, és kiszárítottam léptem nyomán Egyiptom minden Nílus-ágát.’
26 ου ταυτα ηκουσας παλαι α εγω εποιησα εξ αρχαιων ημερων συνεταξα νυν δε επεδειξα εξερημωσαι εθνη εν οχυροις και ενοικουντας εν πολεσιν οχυραις26 Talán nem hallottad? Régóta elvégeztem ezt, ősidőktől fogva kigondoltam, és most viszem végbe, hogy elpusztuljanak és romhalmazzá legyenek a megerősített városok.
27 ανηκα τας χειρας και εξηρανθησαν και εγενοντο ως χορτος ξηρος επι δωματων και ως αγρωστις27 Lakóik erőtlen kézzel megrettentek és megszégyenültek; olyanok lettek, mint a mező növénye, mint a zöld hajtás vagy a háztetők füve, mely megperzselődik a keleti szélben.
28 νυν δε την αναπαυσιν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου εγω επισταμαι28 Tudom, ha felkelsz, és ha leülsz, ha kimégy és ha bejössz, s ha tombolsz ellenem.
29 ο δε θυμος σου ον εθυμωθης και η πικρια σου ανεβη προς με και εμβαλω φιμον εις την ρινα σου και χαλινον εις τα χειλη σου και αποστρεψω σε τη οδω η ηλθες εν αυτη29 Mivel tombolsz ellenem, és kevélységed felhatolt fülembe, kampómat az orrodba teszem, és zablámat a szádba, s visszaviszlek azon az úton, amelyen jöttél.
30 τουτο δε σοι το σημειον φαγε τουτον τον ενιαυτον α εσπαρκας τω δε ενιαυτω τω δευτερω το καταλειμμα τω δε τριτω σπειραντες αμησατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγεσθε τον καρπον αυτων30 Neked pedig ez lesz a jel: Ebben az évben az utótermést eszitek, a második évben is azt, ami még magától terem; de a harmadik évben vessetek és arassatok, ültessetek szőlőt, és egyétek gyümölcsét!
31 και εσονται οι καταλελειμμενοι εν τη ιουδαια φυησουσιν ριζαν κατω και ποιησουσιν σπερμα ανω31 Júda házának megmenekült maradéka ismét gyökeret hajt alul, és gyümölcsöt terem felül.
32 οτι εξ ιερουσαλημ εξελευσονται οι καταλελειμμενοι και οι σωζομενοι εξ ορους σιων ο ζηλος κυριου σαβαωθ ποιησει ταυτα32 Mert Jeruzsálemből jön ki a maradék, és a megmenekültek Sion hegyéről. A Seregek Urának féltő szeretete műveli ezt.
33 δια τουτο ουτως λεγει κυριος επι βασιλεα ασσυριων ου μη εισελθη εις την πολιν ταυτην ουδε μη βαλη επ' αυτην βελος ουδε μη επιβαλη επ' αυτην θυρεον ουδε μη κυκλωση επ' αυτην χαρακα33 Ezért így szól az Úr Asszíria királyáról: Nem jön be ebbe a városba, és nem lő oda nyilat, nem száll szembe vele pajzzsal, és nem emel ellene sáncot.
34 αλλα τη οδω η ηλθεν εν αυτη αποστραφησεται ταδε λεγει κυριος34 Az úton, amelyen jött, visszatér, és ebbe a városba nem jön be, – mondja az Úr. –
35 υπερασπιω υπερ της πολεως ταυτης του σωσαι αυτην δι' εμε και δια δαυιδ τον παιδα μου35 Megoltalmazom ezt a várost, hogy megszabadítsam, önmagamért és szolgámért, Dávidért.«
36 και εξηλθεν αγγελος κυριου και ανειλεν εκ της παρεμβολης των ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας και εξανασταντες το πρωι ευρον παντα τα σωματα νεκρα36 Akkor kivonult az Úr angyala, és lesújtott az asszírok táborában száznyolcvanötezer emberre. Amikor kora reggel fölkeltek, íme, azok mind holttestek, halottak voltak.
37 και αποστραφεις απηλθεν βασιλευς ασσυριων και ωκησεν εν νινευη37 Erre felkerekedett Szanherib, Asszíria királya, elment és visszatért, s ezután Ninivében lakott.
38 και εν τω αυτον προσκυνειν εν τω οικω νασαραχ τον παταχρον αυτου αδραμελεχ και σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον μαχαιραις αυτοι δε διεσωθησαν εις αρμενιαν και εβασιλευσεν ασορδαν ο υιος αυτου αντ' αυτου38 Történt pedig, hogy amikor leborult istenének, Neszroknak templomában, fiai, Adramelek és Száraszár lesújtottak rá karddal, majd elmenekültek Ararát földjére. Utána fia, Asszarhaddon lett a király.