1 αποστελω ως ερπετα επι την γην μη πετρα ερημος εστιν το ορος σιων | 1 Küldjetek bárányt az ország uralkodójának Szelából a sivatag felé, Sion leányának hegyére! |
2 εση γαρ ως πετεινου ανιπταμενου νεοσσος αφηρημενος θυγατερ μωαβ επειτα δε αρνων | 2 Akkor majd, mint menekülő madár és mint fészkükből elkergetett madárfiókák, olyanok lesznek Moáb leányai az Arnon gázlóinál. |
3 πλειονα βουλευου ποιειτε σκεπην πενθους αυτη δια παντος εν μεσημβρινη σκοτια φευγουσιν εξεστησαν μη απαχθης | 3 Adj tanácsot, szolgáltass igazságot, tedd árnyékodat délben olyanná, mint az éj! Rejtsd el az elűzötteket, a menekülőt ne áruld el! |
4 παροικησουσιν σοι οι φυγαδες μωαβ εσονται σκεπη υμιν απο προσωπου διωκοντος οτι ηρθη η συμμαχια σου και ο αρχων απωλετο ο καταπατων επι της γης | 4 Hadd lakjanak nálad a Moábból elűzöttek, légy rejtekhelyük a pusztító elől! Mert vége lesz az elnyomásnak, megszűnik a pusztítás, eltűnik az eltipró az országból. |
5 και διορθωθησεται μετ' ελεους θρονος και καθιεται επ' αυτου μετα αληθειας εν σκηνη δαυιδ κρινων και εκζητων κριμα και σπευδων δικαιοσυνην | 5 Akkor majd trón készül a kegyelem által, és azon hűségben ül Dávid sátrában a bíró, aki keresi a jogot, és gyors az igazságtevésben. |
6 ηκουσαμεν την υβριν μωαβ υβριστης σφοδρα την υπερηφανιαν εξηρας ουχ ουτως η μαντεια σου | 6 Hallottunk Moáb gőgjéről: büszke nagyon; kevélységéről, gőgjéről és haragjáról, üres kérkedéséről. |
7 ουχ ουτως ολολυξει μωαβ εν γαρ τη μωαβιτιδι παντες ολολυξουσιν τοις κατοικουσιν δεσεθ μελετησεις και ουκ εντραπηση | 7 Ezért jajgatnak a moabiták Moáb miatt, valamennyien jajgatnak; Kír-Heresz kalácsai után sóhajtoznak bizony leverten. |
8 τα πεδια εσεβων πενθησει αμπελος σεβαμα καταπινοντες τα εθνη καταπατησατε τας αμπελους αυτης εως ιαζηρ ου μη συναψητε πλανηθητε την ερημον οι απεσταλμενοι εγκατελειφθησαν διεβησαν γαρ την ερημον | 8 Mert Hesbon szőlőültetvényei elhervadnak, és Sibma szőlőtője is; a nemzetek urai levágják vesszőit, pedig Jázerig értek, szerteszét kúsztak a pusztában; indái kiterjeszkedtek, túlnyúltak a tengeren. |
9 δια τουτο κλαυσομαι ως τον κλαυθμον ιαζηρ αμπελον σεβαμα τα δενδρα σου κατεβαλεν εσεβων και ελεαλη οτι επι τω θερισμω και επι τω τρυγητω σου καταπατησω και παντα πεσουνται | 9 Ezért siratom Jázer sírásával Sibma szőlőtőjét; elárasztlak könnyeimmel, Hesbon és Elále, mert szüretedkor s aratásodra csatakiáltás hangzott. |
10 και αρθησεται ευφροσυνη και αγαλλιαμα εκ των αμπελωνων σου και εν τοις αμπελωσιν σου ου μη ευφρανθησονται και ου μη πατησουσιν οινον εις τα υποληνια πεπαυται γαρ | 10 Eltűnt az öröm és ujjongás a gyümölcsöskertből, és a szőlőkben nem vigadnak, nem kiáltoznak. Bort a sajtóban nem tapos a taposó, az örömkiáltás megszűnt. |
11 δια τουτο η κοιλια μου επι μωαβ ως κιθαρα ηχησει και τα εντος μου ωσει τειχος ο ενεκαινισας | 11 Ezért zokog bensőm Moábért, miként a citera, és szívem Kír-Hereszért. |
12 και εσται εις το εντραπηναι σε οτι εκοπιασεν μωαβ επι τοις βωμοις και εισελευσεται εις τα χειροποιητα αυτης ωστε προσευξασθαι και ου μη δυνηται εξελεσθαι αυτον | 12 Ezek után, ha Moáb megjelenik, ha fáradozik a magaslaton, és bemegy szentélyébe, hogy imádkozzék, nem ér el semmit. |
13 τουτο το ρημα ο ελαλησεν κυριος επι μωαβ οποτε και ελαλησεν | 13 Ez az az ige, amelyet az Úr egykor Moábról mondott. |
14 και νυν λεγω εν τρισιν ετεσιν ετων μισθωτου ατιμασθησεται η δοξα μωαβ εν παντι τω πλουτω τω πολλω και καταλειφθησεται ολιγοστος και ουκ εντιμος | 14 Most pedig így szól az Úr: »Még három olyan év, mint a béres évei, és csúffá lesz Moáb nemessége, az egész nagy tömeggel együtt; s maradéka kevés lesz, kicsi és nem sok.« |