Scrutatio

Domenica, 2 giugno 2024 - Santi Marcellino e Pietro ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 77


font
LXXBIBBIA VOLGARE
1 συνεσεως τω ασαφ προσεχετε λαος μου τον νομον μου κλινατε το ους υμων εις τα ρηματα του στοματος μου1 Attendete, popolo mio, la mia legge; inclinate le vostre orecchie nelle parole della bocca mia.
2 ανοιξω εν παραβολαις το στομα μου φθεγξομαι προβληματα απ' αρχης2 Aprirò la mia bocca ne' proverbii; parlerò le proposizioni dal principio.
3 οσα ηκουσαμεν και εγνωμεν αυτα και οι πατερες ημων διηγησαντο ημιν3 Quante cose noi avemo udite e conosciute; e li padri nostri a noi raccontorono.
4 ουκ εκρυβη απο των τεκνων αυτων εις γενεαν ετεραν απαγγελλοντες τας αινεσεις του κυριου και τας δυναστειας αυτου και τα θαυμασια αυτου α εποιησεν4 Non sono occultate da' loro figliuoli nell' altra generazione, narranti le laude del Signore, e sue virtù, e le sue maraviglie che ha fatto.
5 και ανεστησεν μαρτυριον εν ιακωβ και νομον εθετο εν ισραηλ οσα ενετειλατο τοις πατρασιν ημων του γνωρισαι αυτα τοις υιοις αυτων5 Egli suscitò il testimonio in Iacob, e in Israel puose la legge.
6 οπως αν γνω γενεα ετερα υιοι οι τεχθησομενοι και αναστησονται και απαγγελουσιν αυτα τοις υιοις αυτων6 Quante cose comandò a' padri nostri, che manifestassero a' loro figliuoli, acciò che l' altra generazione conosca. Li figliuoli che nasceranno, e che si leveranno, racconteranno a' suoi figliuoli;
7 ινα θωνται επι τον θεον την ελπιδα αυτων και μη επιλαθωνται των εργων του θεου και τας εντολας αυτου εκζητησουσιν7 acciò che pongano in Dio loro speranza, e non dismèntichino l'opere di Dio, e cerchino li comandamenti suoi.
8 ινα μη γενωνται ως οι πατερες αυτων γενεα σκολια και παραπικραινουσα γενεα ητις ου κατηυθυνεν την καρδιαν αυτης και ουκ επιστωθη μετα του θεου το πνευμα αυτης8 E non siano fatti come loro padri, e generazione rea e perversa; generazione che non ha drizzato il suo cuore, e non è creduto esser con Iddio il spirito suo.
9 υιοι εφραιμ εντεινοντες και βαλλοντες τοξοις εστραφησαν εν ημερα πολεμου9 Li figliuoli di Efrem, estendendo e mandando l'arco, nel dì della battaglia si convertirono.
10 ουκ εφυλαξαν την διαθηκην του θεου και εν τω νομω αυτου ουκ ηθελον πορευεσθαι10 Non osservorone il testamento di Dio; e nella sua legge non volsero andare.
11 και επελαθοντο των ευεργεσιων αυτου και των θαυμασιων αυτου ων εδειξεν αυτοις11 E si dismenticorono delli suoi beneficii, e delle sue maraviglie mostrate a loro.
12 εναντιον των πατερων αυτων α εποιησεν θαυμασια εν γη αιγυπτω εν πεδιω τανεως12 Fece maraviglie dinanzi loro padri nella terra di Egitto, nel campo di Tani.
13 διερρηξεν θαλασσαν και διηγαγεν αυτους εστησεν υδατα ωσει ασκον13 (Ma) aperse il mare, e condusse quelli; e raunò le acque come nell' otre.
14 και ωδηγησεν αυτους εν νεφελη ημερας και ολην την νυκτα εν φωτισμω πυρος14 E menolli colla nube per il dì, e per tutta la notte con la illuminazione del fuoco.
15 διερρηξεν πετραν εν ερημω και εποτισεν αυτους ως εν αβυσσω πολλη15 Ruppe la pietra nel deserto; e detteli l'acqua, come nel grande abisso.
16 και εξηγαγεν υδωρ εκ πετρας και κατηγαγεν ως ποταμους υδατα16 E trasse l'acqua dalla pietra; e menò le acque come fiume.
17 και προσεθεντο ετι του αμαρτανειν αυτω παρεπικραναν τον υψιστον εν ανυδρω17 E ancora si misero a peccare contra luì; e commossero l' Altissimo nell' ira nella via delle acque.
18 και εξεπειρασαν τον θεον εν ταις καρδιαις αυτων του αιτησαι βρωματα ταις ψυχαις αυτων18 E tentorono Iddio nel suo cuore, domandando cibi a loro anime.
19 και κατελαλησαν του θεου και ειπαν μη δυνησεται ο θεος ετοιμασαι τραπεζαν εν ερημω19 E hanno sparlato contra Iddio; dissero : adunque potrà Iddio preparare la mensa nel deserto?
20 επει επαταξεν πετραν και ερρυησαν υδατα και χειμαρροι κατεκλυσθησαν μη και αρτον δυναται δουναι η ετοιμασαι τραπεζαν τω λαω αυτου20 Però che percosse la pietra, e uscirono l'acque, e gli fiumi si sparsero, adunque potrà dare etiam il pane, ovver apparecchiare la mensa al suo popolo?
21 δια τουτο ηκουσεν κυριος και ανεβαλετο και πυρ ανηφθη εν ιακωβ και οργη ανεβη επι τον ισραηλ21 E però udì il Signore, e prolungò; è il fuoco acceso in Iacob, e l'ira entrò in Israel.
22 οτι ουκ επιστευσαν εν τω θεω ουδε ηλπισαν επι το σωτηριον αυτου22 Per che non credettero in Dio, e non sperorono in la salute sua.
23 και ενετειλατο νεφελαις υπερανωθεν και θυρας ουρανου ανεωξεν23 E comandò alle nubi di sopra, e aperse le porte del cielo.
24 και εβρεξεν αυτοις μαννα φαγειν και αρτον ουρανου εδωκεν αυτοις24 E (allora) piovette la manna da mangiare, e detteli il pane del cielo.
25 αρτον αγγελων εφαγεν ανθρωπος επισιτισμον απεστειλεν αυτοις εις πλησμονην25 Mangiò l' uomo il pane di angeli; e dètte loro cibi in abbondanza.
26 απηρεν νοτον εξ ουρανου και επηγαγεν εν τη δυναστεια αυτου λιβα26 Mandò dal cielo il vento austro, e nella sua virtù mostrò l'africo.
27 και εβρεξεν επ' αυτους ωσει χουν σαρκας και ωσει αμμον θαλασσων πετεινα πτερωτα27 E piovette sopra loro le carni come polvere, e li uccelli con penne a modo di arena di mare.
28 και επεπεσον εις μεσον της παρεμβολης αυτων κυκλω των σκηνωματων αυτων28 E cascorono in mezzo de' loro alloggiamenti, e appresso loro tabernacoli.
29 και εφαγοσαν και ενεπλησθησαν σφοδρα και την επιθυμιαν αυτων ηνεγκεν αυτοις29 E mangiorono, e satolloronsi molto; e compierono loro desiderio, e non furono ingannati da quello.
30 ουκ εστερηθησαν απο της επιθυμιας αυτων ετι της βρωσεως αυτων ουσης εν τω στοματι αυτων30 Ancora nella loro bocca erano loro cibi; e l'ira di Dio venne sopra quelli.
31 και οργη του θεου ανεβη επ' αυτους και απεκτεινεν εν τοις πιοσιν αυτων και τους εκλεκτους του ισραηλ συνεποδισεν31 E uccise loro ingrassati, e impacciò li eletti d' Israel.
32 εν πασιν τουτοις ημαρτον ετι και ουκ επιστευσαν εν τοις θαυμασιοις αυτου32 In tutte queste cose ancora peccorono; e non credettero alle sue maraviglie.
33 και εξελιπον εν ματαιοτητι αι ημεραι αυτων και τα ετη αυτων μετα σπουδης33 E nella vanità vennero meno loro giorni, e' loro anni mancorono presto.
34 οταν απεκτεννεν αυτους εξεζητουν αυτον και επεστρεφον και ωρθριζον προς τον θεον34 Quando li uccideva, cercavano lui; e ritornavano, e per tempo a lui venivano.
35 και εμνησθησαν οτι ο θεος βοηθος αυτων εστιν και ο θεος ο υψιστος λυτρωτης αυτων εστιν35 E arricordaronsi che Iddio è loro aiuto, e l'eccelso Iddio è loro redentore.
36 και ηπατησαν αυτον εν τω στοματι αυτων και τη γλωσση αυτων εψευσαντο αυτω36 E mostronno d' amarlo con loro bocca, e colla sua lingua a lui mentirono.
37 η δε καρδια αυτων ουκ ευθεια μετ' αυτου ουδε επιστωθησαν εν τη διαθηκη αυτου37 Ma loro cuore non era con lui dritto; e non sono trovati fedeli nel suo testamento.
38 αυτος δε εστιν οικτιρμων και ιλασεται ταις αμαρτιαις αυτων και ου διαφθερει και πληθυνει του αποστρεψαι τον θυμον αυτου και ουχι εκκαυσει πασαν την οργην αυτου38 Ma egli è misericordioso; e farassi propizio a' loro peccati, e non li distruggerà. E accrescette, acciò levasse l'ira sua; e non accese ogni ira sua.
39 και εμνησθη οτι σαρξ εισιν πνευμα πορευομενον και ουκ επιστρεφον39 E ricordossi che sono carne; spirito andante e non ritornante.
40 ποσακις παρεπικραναν αυτον εν τη ερημω παρωργισαν αυτον εν γη ανυδρω40 Quante volte adirorono quello nel deserto? commossero lui in ira nel luogo arido?
41 και επεστρεψαν και επειρασαν τον θεον και τον αγιον του ισραηλ παρωξυναν41 E convertiti tentorono Iddio; e adirorono il santo d'Israel.
42 ουκ εμνησθησαν της χειρος αυτου ημερας ης ελυτρωσατο αυτους εκ χειρος θλιβοντος42 Non si sono ricordati della sua mano, nel dì nel quale ricomperolli della mano de' tribulanti'
43 ως εθετο εν αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα τερατα αυτου εν πεδιω τανεως43 come puose li segni suoi in Egitto, e sue maraviglie nel campo [di] Tani.
44 και μετεστρεψεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τα ομβρηματα αυτων οπως μη πιωσιν44 E convertitte loro fiumi in sangue e loro pioggie, per che non bevessero.
45 εξαπεστειλεν εις αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους και βατραχον και διεφθειρεν αυτους45 Mandò in quelli le mosche canine, e mangiolli; le rane, e gli dissipò.
46 και εδωκεν τη ερυσιβη τον καρπον αυτων και τους πονους αυτων τη ακριδι46 E alla brina dètte loro frutti, e loro fatiche alla locusta.
47 απεκτεινεν εν χαλαζη την αμπελον αυτων και τας συκαμινους αυτων εν τη παχνη47 E colla tempesta uccise loro vigne, è colla brina loro mori.
48 και παρεδωκεν εις χαλαζαν τα κτηνη αυτων και την υπαρξιν αυτων τω πυρι48 E dètte loro bestiame alla tempesta, e loro possessione al fuoco.
49 εξαπεστειλεν εις αυτους οργην θυμου αυτου θυμον και οργην και θλιψιν αποστολην δι' αγγελων πονηρων49 In loro mandò l'ira del suo isdegno; lo isdegno, l'ira e tribulazione mandò per gli mali angeli.
50 ωδοποιησεν τριβον τη οργη αυτου ουκ εφεισατο απο θανατου των ψυχων αυτων και τα κτηνη αυτων εις θανατον συνεκλεισεν50 Fece le vie all' andamento della sua ira, non perdonò alla morte di loro anime; e concluse nella morte loro bestiame.
51 και επαταξεν παν πρωτοτοκον εν αιγυπτω απαρχην των πονων αυτων εν τοις σκηνωμασι χαμ51 E uccise ogni primogenito nella terra di Egitto; le primizie di ogni loro fatica ne' tabernacoli di Cam.
52 και απηρεν ως προβατα τον λαον αυτου και ανηγαγεν αυτους ως ποιμνιον εν ερημω52 E menò fuori il suo popolo come pecore; e come capre per il deserto.
53 και ωδηγησεν αυτους εν ελπιδι και ουκ εδειλιασαν και τους εχθρους αυτων εκαλυψεν θαλασσα53 E menolli in speranza, e non temettero; e il mare coperse loro nemici.
54 και εισηγαγεν αυτους εις οριον αγιασματος αυτου ορος τουτο ο εκτησατο η δεξια αυτου54 E condusseli nel monte della sua santificazione, monte acquistato colla sua destra. E da loro faccia scacciò le genti; e per sorte divise loro [la] terra in parte di distribuzione.
55 και εξεβαλεν απο προσωπου αυτων εθνη και εκληροδοτησεν αυτους εν σχοινιω κληροδοσιας και κατεσκηνωσεν εν τοις σκηνωμασιν αυτων τας φυλας του ισραηλ55 E fece abitare in li loro tabernacoli le tribù d' Israel.
56 και επειρασαν και παρεπικραναν τον θεον τον υψιστον και τα μαρτυρια αυτου ουκ εφυλαξαντο56 E tentorono e adirorono l' Altissimo Iddio; e non osservorono li suoi testimoni.
57 και απεστρεψαν και ησυνθετησαν καθως και οι πατερες αυτων και μετεστραφησαν εις τοξον στρεβλον57 E partironsi, e non servorono il patto; come loro padri, convertironsi nell' iniquo arco.
58 και παρωργισαν αυτον εν τοις βουνοις αυτων και εν τοις γλυπτοις αυτων παρεζηλωσαν αυτον58 Nelli suoi colli il commossero in ira; nelli suoi idoli il provocorono a isdegno.
59 ηκουσεν ο θεος και υπερειδεν και εξουδενωσεν σφοδρα τον ισραηλ59 Intese Iddio, e sprezzolli, e a niente recò Israel.
60 και απωσατο την σκηνην σηλωμ σκηνωμα αυτου ου κατεσκηνωσεν εν ανθρωποις60 E scacciò il tabernacolo di Silo, il suo tabernacolo, dove abitò nelli uomini.
61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την ισχυν αυτων και την καλλονην αυτων εις χειρας εχθρου61 E dette loro virtù in prigionia, e loro bellezza nelle mani dell' inimico.
62 και συνεκλεισεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και την κληρονομιαν αυτου υπερειδεν62 Concluse il suo popolo nel coltello; e sprezzò la sua eredità.
63 τους νεανισκους αυτων κατεφαγεν πυρ και αι παρθενοι αυτων ουκ επενθηθησαν63 Loro giovani, mangiolli il fuoco; e loro vergini non sono lamentate.
64 οι ιερεις αυτων εν ρομφαια επεσαν και αι χηραι αυτων ου κλαυσθησονται64 Loro sacerdoti cascorono nel coltello; e loro vedove non [si] piangevano.
65 και εξηγερθη ως ο υπνων κυριος ως δυνατος κεκραιπαληκως εξ οινου65 E risvegliossi il Signore come quello che dorme, come potente inebriato di vino.
66 και επαταξεν τους εχθρους αυτου εις τα οπισω ονειδος αιωνιον εδωκεν αυτοις66 E percosse li suoi nemici da drieto; dètte quelli in obbrobrio sempiterno.
67 και απωσατο το σκηνωμα ιωσηφ και την φυλην εφραιμ ουκ εξελεξατο67 E scacciò il tabernacolo di Iosef; e non elesse la tribù di Efraim.
68 και εξελεξατο την φυλην ιουδα το ορος το σιων ο ηγαπησεν68 Ma elesse la tribù di Giuda, monte di Sion da lui amato.
69 και ωκοδομησεν ως μονοκερωτων το αγιασμα αυτου εν τη γη εθεμελιωσεν αυτην εις τον αιωνα69 Ed edificò il suo luogo santo, come unicorno, nella terra ch' egli ha fondato IN SECULA.
70 και εξελεξατο δαυιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων70 Ed elesse David servo suo, e tolselo dopo le mandrie delle pecore; dopo le pregnanti tolse lui.
71 εξοπισθεν των λοχευομενων ελαβεν αυτον ποιμαινειν ιακωβ τον λαον αυτου και ισραηλ την κληρονομιαν αυτου71 Nutrica Iacob suo servo, e Israel sua eredità.
72 και εποιμανεν αυτους εν τη ακακια της καρδιας αυτου και εν ταις συνεσεσι των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους72 E pascette quelli nella innocenza del suo cuore; e nelli intendimenti delle loro mani guidò loro.