ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 34
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 τω δαυιδ δικασον κυριε τους αδικουντας με πολεμησον τους πολεμουντας με | 1 Ipsi David. Judica, Domine, nocentes me ; expugna impugnantes me. |
2 επιλαβου οπλου και θυρεου και αναστηθι εις βοηθειαν μου | 2 Apprehende arma et scutum, et exsurge in adjutorium mihi. |
3 εκχεον ρομφαιαν και συγκλεισον εξ εναντιας των καταδιωκοντων με ειπον τη ψυχη μου σωτηρια σου εγω ειμι | 3 Effunde frameam, et conclude adversus eos qui persequuntur me ; dic animæ meæ : Salus tua ego sum. |
4 αισχυνθητωσαν και εντραπητωσαν οι ζητουντες την ψυχην μου αποστραφητωσαν εις τα οπισω και καταισχυνθητωσαν οι λογιζομενοι μοι κακα | 4 Confundantur et revereantur quærentes animam meam ; avertantur retrorsum et confundantur cogitantes mihi mala. |
5 γενηθητωσαν ωσει χνους κατα προσωπον ανεμου και αγγελος κυριου εκθλιβων αυτους | 5 Fiant tamquam pulvis ante faciem venti, et angelus Domini coarctans eos. |
6 γενηθητω η οδος αυτων σκοτος και ολισθημα και αγγελος κυριου καταδιωκων αυτους | 6 Fiat via illorum tenebræ et lubricum, et angelus Domini persequens eos. |
7 οτι δωρεαν εκρυψαν μοι διαφθοραν παγιδος αυτων ματην ωνειδισαν την ψυχην μου | 7 Quoniam gratis absconderunt mihi interitum laquei sui ; supervacue exprobraverunt animam meam. |
8 ελθετω αυτοις παγις ην ου γινωσκουσιν και η θηρα ην εκρυψαν συλλαβετω αυτους και εν τη παγιδι πεσουνται εν αυτη | 8 Veniat illi laqueus quem ignorat, et captio quam abscondit apprehendat eum, et in laqueum cadat in ipsum. |
9 η δε ψυχη μου αγαλλιασεται επι τω κυριω τερφθησεται επι τω σωτηριω αυτου | 9 Anima autem mea exsultabit in Domino, et delectabitur super salutari suo. |
10 παντα τα οστα μου ερουσιν κυριε τις ομοιος σοι ρυομενος πτωχον εκ χειρος στερεωτερων αυτου και πτωχον και πενητα απο των διαρπαζοντων αυτον | 10 Omnia ossa mea dicent : Domine, quis similis tibi ? eripiens inopem de manu fortiorum ejus ; egenum et pauperem a diripientibus eum. |
11 ανασταντες μαρτυρες αδικοι α ουκ εγινωσκον ηρωτων με | 11 Surgentes testes iniqui, quæ ignorabam interrogabant me. |
12 ανταπεδιδοσαν μοι πονηρα αντι καλων και ατεκνιαν τη ψυχη μου | 12 Retribuebant mihi mala pro bonis, sterilitatem animæ meæ. |
13 εγω δε εν τω αυτους παρενοχλειν μοι ενεδυομην σακκον και εταπεινουν εν νηστεια την ψυχην μου και η προσευχη μου εις κολπον μου αποστραφησεται | 13 Ego autem, cum mihi molesti essent, induebar cilicio ; humiliabam in jejunio animam meam, et oratio mea in sinu meo convertetur. |
14 ως πλησιον ως αδελφον ημετερον ουτως ευηρεστουν ως πενθων και σκυθρωπαζων ουτως εταπεινουμην | 14 Quasi proximum et quasi fratrem nostrum sic complacebam ; quasi lugens et contristatus sic humiliabar. |
15 και κατ' εμου ηυφρανθησαν και συνηχθησαν συνηχθησαν επ' εμε μαστιγες και ουκ εγνων διεσχισθησαν και ου κατενυγησαν | 15 Et adversum me lætati sunt, et convenerunt ; congregata sunt super me flagella, et ignoravi. |
16 επειρασαν με εξεμυκτηρισαν με μυκτηρισμον εβρυξαν επ' εμε τους οδοντας αυτων | 16 Dissipati sunt, nec compuncti ; tentaverunt me, subsannaverunt me subsannatione ; frenduerunt super me dentibus suis. |
17 κυριε ποτε εποψη αποκαταστησον την ψυχην μου απο της κακουργιας αυτων απο λεοντων την μονογενη μου | 17 Domine, quando respicies ? Restitue animam meam a malignitate eorum ; a leonibus unicam meam. |
18 εξομολογησομαι σοι κυριε εν εκκλησια πολλη εν λαω βαρει αινεσω σε | 18 Confitebor tibi in ecclesia magna ; in populo gravi laudabo te. |
19 μη επιχαρειησαν μοι οι εχθραινοντες μοι αδικως οι μισουντες με δωρεαν και διανευοντες οφθαλμοις | 19 Non supergaudeant mihi qui adversantur mihi inique, qui oderunt me gratis, et annuunt oculis. |
20 οτι εμοι μεν ειρηνικα ελαλουν και επ' οργην δολους διελογιζοντο | 20 Quoniam mihi quidem pacifice loquebantur ; et in iracundia terræ loquentes, dolos cogitabant. |
21 και επλατυναν επ' εμε το στομα αυτων ειπαν ευγε ευγε ειδαν οι οφθαλμοι ημων | 21 Et dilataverunt super me os suum ; dixerunt : Euge, euge ! viderunt oculi nostri. |
22 ειδες κυριε μη παρασιωπησης κυριε μη αποστης απ' εμου | 22 Vidisti, Domine : ne sileas ; Domine, ne discedas a me. |
23 εξεγερθητι κυριε και προσχες τη κρισει μου ο θεος μου και ο κυριος μου εις την δικην μου | 23 Exsurge et intende judicio meo, Deus meus ; et Dominus meus, in causam meam. |
24 κρινον με κατα την δικαιοσυνην σου κυριε ο θεος μου και μη επιχαρειησαν μοι | 24 Judica me secundum justitiam tuam, Domine Deus meus, et non supergaudeant mihi. |
25 μη ειπαισαν εν καρδιαις αυτων ευγε ευγε τη ψυχη ημων μηδε ειπαισαν κατεπιομεν αυτον | 25 Non dicant in cordibus suis : Euge, euge, animæ nostræ ; nec dicant : Devoravimus eum. |
26 αισχυνθειησαν και εντραπειησαν αμα οι επιχαιροντες τοις κακοις μου ενδυσασθωσαν αισχυνην και εντροπην οι μεγαλορρημονουντες επ' εμε | 26 Erubescant et revereantur simul qui gratulantur malis meis ; induantur confusione et reverentia qui magna loquuntur super me. |
27 αγαλλιασαιντο και ευφρανθειησαν οι θελοντες την δικαιοσυνην μου και ειπατωσαν δια παντος μεγαλυνθητω ο κυριος οι θελοντες την ειρηνην του δουλου αυτου | 27 Exsultent et lætentur qui volunt justitiam meam ; et dicant semper : Magnificetur Dominus, qui volunt pacem servi ejus. |
28 και η γλωσσα μου μελετησει την δικαιοσυνην σου ολην την ημεραν τον επαινον σου | 28 Et lingua mea meditabitur justitiam tuam ; tota die laudem tuam. |