Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 6


font
LXXBIBBIA VOLGARE
1 και ως κατεπαυσεν ο θορυβος των ανδρων των κυκλω της συνεδριας και ειπεν ολοφερνης αρχιστρατηγος δυναμεως ασσουρ προς αχιωρ εναντιον παντος του δημου αλλοφυλων και προς παντας υιους μωαβ1 E dopo che cessarono di parlare, rimase Oloferne molto indignato, e disse ad Achior:
2 και τις ει συ αχιωρ και οι μισθωτοι του εφραιμ οτι επροφητευσας εν ημιν καθως σημερον και ειπας το γενος ισραηλ μη πολεμησαι οτι ο θεος αυτων υπερασπιει αυτων και τις θεος ει μη ναβουχοδονοσορ ουτος αποστελει το κρατος αυτου και εξολεθρευσει αυτους απο προσωπου της γης και ου ρυσεται αυτους ο θεος αυτων2 Però che tu ci hai profetato, dicendo che la gente d' Israel sarà difesa dal suo Iddio, acciò ch' io ti dimostri che non è Iddio in terra, se non Nabucodonosor,
3 αλλ' ημεις οι δουλοι αυτου παταξομεν αυτους ως ανθρωπον ενα και ουχ υποστησονται το κρατος των ιππων ημων3 quando noi avremo percossi tutti loro, come se percuotessimo uno uomo, allora e tu con loro perirai di coltello degli Assirii, e tutto Israel insieme con te sarà posto in perdizione;
4 κατακαυσομεν γαρ αυτους εν αυτοις και τα ορη αυτων μεθυσθησεται εν τω αιματι αυτων και τα πεδια αυτων πληρωθησεται των νεκρων αυτων και ουκ αντιστησεται το ιχνος των ποδων αυτων κατα προσωπον ημων αλλα απωλεια απολουνται λεγει ο βασιλευς ναβουχοδονοσορ ο κυριος πασης της γης ειπεν γαρ ου ματαιωθησεται τα ρηματα των λογων αυτου4 e proverai che Nabucodonosor sia signore di tutta la terra; e allora il coltello del mio esercito passerà per li lati del corpo tuo, e perforato cadrai fra li feriti (e uccisi) d' Israel, e non respirerai più, persino che tu sii esterminato con loro.
5 συ δε αχιωρ μισθωτε του αμμων ος ελαλησας τους λογους τουτους εν ημερα αδικιας σου ουκ οψει ετι το προσωπον μου απο της ημερας ταυτης εως ου εκδικησω το γενος των εξ αιγυπτου5 Ma se tu pensi che la tua profezia sia vera, non s'attristi il tuo viso; e non rimanga più la faccia tua pallida, se tu pensi che il mio parlare non abbi effetto.
6 και τοτε διελευσεται ο σιδηρος της στρατιας μου και ο λαος των θεραποντων μου τας πλευρας σου και πεση εν τοις τραυματιαις αυτων οταν επιστρεψω6 E acciò che tu conoschi che tu insieme con loro abbi a provare per esperienza questo ch' io ho detto, ecco ch' io in quest' ora ti voglio mandare a quello popolo, e accompagnarti con loro, acciò che quando loro riceveranno le pene degne del mio coltello, tu rimanghi sottoposto a questa vendetta.
7 και αποκαταστησουσιν σε οι δουλοι μου εις την ορεινην και θησουσιν σε εν μια των πολεων των αναβασεων7 Allora Oloferne comandò alli servi suoi, che pigliassero Achior, e che lo menassero in Betulia e desserlo nelle mani de' figliuoli d' Israel.
8 και ουκ απολη εως ου εξολεθρευθης μετ' αυτων8 E pigliato che l'ebbono i servi di Oloferne, andarono per i campi (verso Betulia); e quando furono prossimi alli monti, uscirono fuori contro a loro gli uomini che gettavano le pietre con le fionde.
9 και ειπερ ελπιζεις τη καρδια σου οτι ου συλλημφθησονται μη συμπεσετω σου το προσωπον ελαλησα και ουδεν διαπεσειται των ρηματων μου9 Loro, vedendo questo, declinarono a lato ai monti, e legorono Achior ad uno arbore con le mani e con i piedi; e così legato con le funi lo lasciorono, e ritornarono al suo signore.
10 και προσεταξεν ολοφερνης τοις δουλοις αυτου οι ησαν παρεστηκοτες εν τη σκηνη αυτου συλλαβειν τον αχιωρ και αποκαταστησαι αυτον εις βαιτυλουα και παραδουναι εις χειρας υιων ισραηλ10 E (veduto questo) i figliuoli d'Israel scesero di Betulia, e vennero a lui. Lo qual isciolto, lo menarono in Betulia; e posto nel mezzo del popolo, addimandarono quale fosse la cagione di questo, che gli Assirii l'avessono lasciato a questo modo legato.
11 και συνελαβον αυτον οι δουλοι αυτου και ηγαγον αυτον εξω της παρεμβολης εις το πεδιον και απηραν εκ μεσου της πεδινης εις την ορεινην και παρεγενοντο επι τας πηγας αι ησαν υποκατω βαιτυλουα11 In quel tempo erano in quello luogo prìncipi Ozia figliuolo di Mica della tribù di Simeon e Carmi il qual anco si chiamava Gotoniel.
12 και ως ειδαν αυτους οι ανδρες της πολεως επι την κορυφην του ορους ανελαβον τα οπλα αυτων και απηλθον εξω της πολεως επι την κορυφην του ορους και πας ανηρ σφενδονητης διεκρατησαν την αναβασιν αυτων και εβαλλον εν λιθοις επ' αυτους12 E Achior, istando nel mezzo degli antichi e nel cospetto di tutti, disse tutte quelle cose che lui avea detto essendo dimandato da Oloferne, e come il popolo di Oloferne lo avea voluto uccidere per cagione di questa risposta;
13 και υποδυσαντες υποκατω του ορους εδησαν τον αχιωρ και αφηκαν ερριμμενον υπο την ριζαν του ορους και απωχοντο προς τον κυριον αυτων13 e a che modo Oloferne si era turbato, e che per questo comandò che lui vi fosse dato nelle mani, acciò che quando lui vincerà i figliuoli d' Israel, che anco Achior sia per suo comandamento con diversi supplizii ucciso, per questo che lui disse che il Dio del cielo sarà difensore d' Israel.
14 καταβαντες δε οι υιοι ισραηλ εκ της πολεως αυτων επεστησαν αυτω και λυσαντες αυτον απηγαγον εις την βαιτυλουα και κατεστησαν αυτον επι τους αρχοντας της πολεως αυτων14 E avendo Achior esposto tutte queste cose, tutto il popolo si chinò con la faccia sua, adorando il Signore; e tutti, di una volontà, con una universal lamentazione e pianto pregavano,
15 οι ησαν εν ταις ημεραις εκειναις οζιας ο του μιχα εκ της φυλης συμεων και χαβρις ο του γοθονιηλ και χαρμις υιος μελχιηλ15 dicendo: Signore Iddio del cielo e della terra, riguarda alla superbia di questa gente e alla nostra umiltà, e considera alla faccia de' tuoi servi, e dimostra che tu non abbandoni quelli che si confidano di te; e quelli che presumono di sè, e confidansi di gloriarsi nella sua virtù, tu gli umillii.
16 και συνεκαλεσαν παντας τους πρεσβυτερους της πολεως και συνεδραμον πας νεανισκος αυτων και αι γυναικες εις την εκκλησιαν και εστησαν τον αχιωρ εν μεσω παντος του λαου αυτων και επηρωτησεν αυτον οζιας το συμβεβηκος16 E compiuto il pianto, e compiuta la orazione del popolo per tutto il dì, consolorono Achior,
17 και αποκριθεις απηγγειλεν αυτοις τα ρηματα της συνεδριας ολοφερνου και παντα τα ρηματα οσα ελαλησεν εν μεσω των αρχοντων υιων ασσουρ και οσα εμεγαλορρημονησεν ολοφερνης εις τον οικον ισραηλ17 dicendo: lo Dio de' padri nostri, la virtù del quale tu hai predicato, lui ti darà questa retribuzione, che tu piuttosto vederai la sua distruzione.
18 και πεσοντες ο λαος προσεκυνησαν τω θεω και εβοησαν λεγοντες18 E conciosia cosa che Iddio abbi dato questa libertà ai servi suoi, sia anco Dio teco nel mezzo di noi; chè sì come a te piacerà, così tu conversi [nosco] con tutti i tuoi.
19 κυριε ο θεος του ουρανου κατιδε επι τας υπερηφανιας αυτων και ελεησον την ταπεινωσιν του γενους ημων και επιβλεψον επι το προσωπον των ηγιασμενων σοι εν τη ημερα ταυτη19 Allora Ozia, finito lo consiglio, lo ricevè in casa sua, e fece una grande cena.
20 και παρεκαλεσαν τον αχιωρ και επηνεσαν αυτον σφοδρα20 E chiamati tutti li principali e onorati insieme, compiuto lo digiuno, cenorono.
21 και παρελαβεν αυτον οζιας εκ της εκκλησιας εις οικον αυτου και εποιησεν ποτον τοις πρεσβυτεροις και επεκαλεσαντο τον θεον ισραηλ εις βοηθειαν ολην την νυκτα εκεινην21 E dopo questo, chiamato tutto il popolo, per tutta la notte stettero nella chiesa in orazione, dimandando adiutorio da Dio d' Israel.