Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 12


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εκελευσεν εισαγαγειν αυτην ου ετιθετο τα αργυρωματα αυτου και συνεταξεν καταστρωσαι αυτη απο των οψοποιηματων αυτου και του οινου αυτου πινειν1 Azután megparancsolta, hogy vezessék be oda, ahol ezüst tárgyai vannak. Megparancsolta, hogy az ő ételeiből szolgáljanak fel neki és az ő borából adjanak neki inni.
2 και ειπεν ιουδιθ ου φαγομαι εξ αυτων ινα μη γενηται σκανδαλον αλλ' εκ των ηκολουθηκοτων μοι χορηγηθησεται2 Judit azonban így szólt: »Nem eszem ezekből, hogy bukásomra ne legyenek, hanem azokból, amelyeket magammal hoztam táplálékul.«
3 και ειπεν προς αυτην ολοφερνης εαν δε εκλιπη τα οντα μετα σου ποθεν εξοισομεν σοι δουναι ομοια αυτοις ου γαρ εστιν μεθ' ημων εκ του γενους σου3 Holofernész így szólt hozzá: »S ha elfogy, amit hoztál, honnan szerzünk neked olyant?«
4 και ειπεν ιουδιθ προς αυτον ζη η ψυχη σου κυριε μου οτι ου δαπανησει η δουλη σου τα οντα μετ' εμου εως αν ποιηση κυριος εν χειρι μου α εβουλευσατο4 Judit így szólt hozzá: »Amint igaz, hogy élsz uram, nem költi el szolgálód, amit magával hozott, az Úr máris végbeviszi kezem által, amit akart.«
5 και ηγαγοσαν αυτην οι θεραποντες ολοφερνου εις την σκηνην και υπνωσεν μεχρι μεσουσης της νυκτος και ανεστη προς την εωθινην φυλακην5 Holofernész szolgái akkor sátrába vezették és éjfélig aludt. A reggeli őrváltás előtt felkelt,
6 και απεστειλεν προς ολοφερνην λεγουσα επιταξατω δη ο κυριος μου εασαι την δουλην σου επι προσευχην εξελθειν6 Holofernészhez küldött ezzel az üzenettel: »Parancsolja meg az én uram, hogy szolgálóját engedjék ki imádkozni!«
7 και προσεταξεν ολοφερνης τοις σωματοφυλαξιν μη διακωλυειν αυτην και παρεμεινεν εν τη παρεμβολη ημερας τρεις και εξεπορευετο κατα νυκτα εις την φαραγγα βαιτυλουα και εβαπτιζετο εν τη παρεμβολη επι της πηγης του υδατος7 Holofernész megparancsolta őreinek, hogy ne akadályozzák ebben. Három napig maradt a táborban. Minden éjjel kiment Betúlia völgyébe, és megfürdött a forrás vizében.
8 και ως ανεβη εδεετο του κυριου θεου ισραηλ κατευθυναι την οδον αυτης εις αναστημα των υιων του λαου αυτου8 Amikor kijött, imádkozott az Úrhoz, Izrael Istenéhez, hogy vezesse útját népe fiainak felemelésére.
9 και εισπορευομενη καθαρα παρεμενεν εν τη σκηνη μεχρι ου προσηνεγκατο την τροφην αυτης προς εσπεραν9 Visszatérve, tiszta maradt sátrában, amíg estefelé az eledelét nem hozták.
10 και εγενετο εν τη ημερα τη τεταρτη εποιησεν ολοφερνης ποτον τοις δουλοις αυτου μονοις και ουκ εκαλεσεν εις την κλησιν ουδενα των προς ταις χρειαις10 Történt, hogy a negyedik napon Holofernész lakomát rendezett, s csak szolgáit hívta meg a lakomára, de tisztviselőit nem.
11 και ειπεν βαγωα τω ευνουχω ος ην εφεστηκως επι παντων των αυτου πεισον δη πορευθεις την γυναικα την εβραιαν η εστιν παρα σοι του ελθειν προς ημας και φαγειν και πιειν μεθ' ημων11 Így szólt Bagoász eunuchhoz, aki minden vagyonára felügyelt: »Menj és beszéld rá azt a héber asszonyt, aki nálad van, hogy jöjjön el hozzánk, egyék és igyék velünk.
12 ιδου γαρ αισχρον τω προσωπω ημων ει γυναικα τοιαυτην παρησομεν ουχ ομιλησαντες αυτη οτι εαν ταυτην μη επισπασωμεθα καταγελασεται ημων12 Szégyen lenne számunkra, ha egy ilyen asszonyt elengednénk anélkül, hogy együtt lettünk volna vele, mert ha nem tudjuk rávenni, kigúnyol minket.«
13 και εξηλθεν βαγωας απο προσωπου ολοφερνου και εισηλθεν προς αυτην και ειπεν μη οκνησατω δη η παιδισκη η καλη αυτη ελθουσα προς τον κυριον μου δοξασθηναι κατα προσωπον αυτου και πιεσαι μεθ' ημων εις ευφροσυνην οινον και γενηθηναι εν τη ημερα ταυτη ως θυγατηρ μια των υιων ασσουρ αι παρεστηκασιν εν οικω ναβουχοδονοσορ13 Bagoász eltávozott Holofernésztől, bement Judithoz és így szólt hozzá: »Ne vonakodjék a szép leány eljönni az én uramhoz, hogy tiszteletben legyen előtte, igyék velünk bort örömmel és legyen ma olyan, mint Asszíria fiainak leányai közül egy, akik Nebukadnezár házában vannak.«
14 και ειπεν προς αυτον ιουδιθ και τις ειμι εγω αντερουσα τω κυριω μου οτι παν ο εσται εν τοις οφθαλμοις αυτου αρεστον σπευσασα ποιησω και εσται τουτο μοι αγαλλιαμα εως ημερας θανατου μου14 Judit így szólt hozzá: »Ki vagyok én, hogy ellentmondjak uramnak? Mindaz, ami kellemes lesz szemében, sietve megteszem, és ez öröm lesz számomra halálom napjáig.«
15 και διαναστασα εκοσμηθη τω ιματισμω και παντι τω κοσμω τω γυναικειω και προσηλθεν η δουλη αυτης και εστρωσεν αυτη κατεναντι ολοφερνου χαμαι τα κωδια α ελαβεν παρα βαγωου εις την καθημερινην διαιταν αυτης εις το εσθιειν κατακλινομενην επ' αυτων15 Fölkelt, felékesítette magát ruháival és minden asszonyi ékességgel, szolgálóleánya előtte ment, Holofernésszel szemben szőnyeget terített eléje a földre, amelyet Bagoásztól kapott mindennapi használatra, hogy azon fekve költhesse el ételét.
16 και εισελθουσα ανεπεσεν ιουδιθ και εξεστη η καρδια ολοφερνου επ' αυτην και εσαλευθη η ψυχη αυτου και ην κατεπιθυμος σφοδρα του συγγενεσθαι μετ' αυτης και ετηρει καιρον του απατησαι αυτην αφ' ης ημερας ειδεν αυτην16 Judit belépett és letelepedett. Holofernész szíve megdobbant és lelke egészen megzavarodott és heves vágy fogta el, hogy egyesüljön vele. Már attól a naptól kezdve, amikor meglátta, kereste az alkalmat, hogy elcsábítsa.
17 και ειπεν προς αυτην ολοφερνης πιε δη και γενηθητι μεθ' ημων εις ευφροσυνην17 Így szólt hozzá Holofernész: »Igyál és örvendj velünk.«
18 και ειπεν ιουδιθ πιομαι δη κυριε οτι εμεγαλυνθη το ζην μου εν εμοι σημερον παρα πασας τας ημερας της γενεσεως μου18 Judit így válaszolt: »Iszom uram, mert születésemtől kezdve egyetlen nap sem volt olyan boldog életem, mint ma.«
19 και λαβουσα εφαγεν και επιεν κατεναντι αυτου α ητοιμασεν η δουλη αυτης19 Majd vett, evett meg ivott abból, amit szolgálóleánya odakészített számára.
20 και ηυφρανθη ολοφερνης απ' αυτης και επιεν οινον πολυν σφοδρα οσον ουκ επιεν πωποτε εν ημερα μια αφ' ου εγεννηθη20 Holofernész pedig felvidult mellette és oly sok bort ivott, mint amennyit sohasem ivott még egy nap sem születésétől kezdve.