Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 25


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ων πεντε και εικοσι ετων εβασιλευσεν αμασιας και εικοσι εννεα ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου ιωαδεν απο ιερουσαλημ1 Huszonöt esztendős volt Amaszja, amikor uralkodni kezdett, és huszonkilenc évig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki Jeruzsálemből való volt, Joadénnak hívták.
2 και εποιησεν το ευθες ενωπιον κυριου αλλ' ουκ εν καρδια πληρει2 Azt cselekedte, ami jó volt az Úr előtt, de nem teljes szívvel.
3 και εγενετο ως κατεστη η βασιλεια εν χειρι αυτου και εθανατωσεν τους παιδας αυτου τους φονευσαντας τον βασιλεα πατερα αυτου3 Amikor szilárdnak látta királyságát, megölette azokat a szolgáit, akik megölték atyját, a királyt,
4 και τους υιους αυτων ουκ απεκτεινεν κατα την διαθηκην του νομου κυριου καθως γεγραπται ως ενετειλατο κυριος λεγων ουκ αποθανουνται πατερες υπερ τεκνων και υιοι ουκ αποθανουνται υπερ πατερων αλλ' η εκαστος τη εαυτου αμαρτια αποθανουνται4 de fiaikat nem ölette meg, mert úgy cselekedett, ahogy meg van írva Mózes törvénykönyvében, ahol az Úr a következő parancsot adja: »Nem szabad megöletni az atyákat a fiaikért, sem a fiúkat az atyjukért: mindenki csak a saját bűnéért lakoljon halállal.«
5 και συνηγαγεν αμασιας τον οικον ιουδα και ανεστησεν αυτους κατ' οικους πατριων αυτων εις χιλιαρχους και εκατονταρχους εν παντι ιουδα και ιερουσαλημ και ηριθμησεν αυτους απο εικοσαετους και επανω και ευρεν αυτους τριακοσιας χιλιαδας δυνατους εξελθειν εις πολεμον κρατουντας δορυ και θυρεον5 Majd Amaszja egybegyűjtötte Júdát, és felosztotta őket nemzetségek, ezredesek és századosok szerint egész Júdában és Benjaminban, és megszámlálta őket a húszesztendősöktől felfelé. Háromszázezer olyan ifjút talált, aki hadba vonulhatott és dárdát meg pajzsot hordhatott.
6 και εμισθωσατο απο ισραηλ εκατον χιλιαδας δυνατους ισχυι εκατον ταλαντων αργυριου6 Ezenkívül százezer vitézt fogadott Izraelből száz talentum ezüstön.
7 και ανθρωπος του θεου ηλθεν προς αυτον λεγων βασιλευ ου πορευσεται μετα σου δυναμις ισραηλ οτι ουκ εστιν κυριος μετα ισραηλ παντων των υιων εφραιμ7 Ekkor elment hozzá Isten egyik embere és azt mondta: »Ó király, ne vonuljon ki veled Izrael serege, mert az Úr nincs Izraellel és nincs Efraimnak semelyik fiával.
8 οτι εαν υπολαβης κατισχυσαι εν τουτοις και τροπωσεται σε κυριος εναντιον των εχθρων οτι εστιν παρα κυριου και ισχυσαι και τροπωσασθαι8 Ha azt hiszed, hogy a haderőn fordul meg a háború, akkor Isten legyőzet téged ellenségeiddel: Istentől függ ugyanis a segítség s a megfutamítás.«
9 και ειπεν αμασιας τω ανθρωπω του θεου και τι ποιησω τα εκατον ταλαντα α εδωκα τη δυναμει ισραηλ και ειπεν ο ανθρωπος του θεου εστιν τω κυριω δουναι σοι πλειστα τουτων9 Erre Amaszja azt mondta Isten emberének: »Mi történik akkor azzal a száz talentum ezüsttel, amelyet Izrael vitézeinek adtam?« Ezt felelte neki az Isten embere: »Van az Úrnak, amiből sokkal többet adhat neked annál.«
10 και διεχωρισεν αμασιας τη δυναμει τη ελθουση προς αυτον απο εφραιμ απελθειν εις τον τοπον αυτων και εθυμωθησαν σφοδρα επι ιουδαν και επεστρεψαν εις τον τοπον αυτων εν οργη θυμου10 Erre Amaszja elkülönítette azt a sereget, amely Efraimból jött hozzá, hogy térjen vissza lakóhelyére: erre azok nagyon megharagudtak Júdára és visszatértek országukba.
11 και αμασιας κατισχυσεν και παρελαβεν τον λαον αυτου και επορευθη εις την κοιλαδα των αλων και επαταξεν εκει τους υιους σηιρ δεκα χιλιαδας11 Amaszja aztán bátran kivezette seregét, és elment a Sóaknás-völgybe s megvert tízezret Szeír fiai közül.
12 και δεκα χιλιαδας εζωγρησαν οι υιοι ιουδα και εφερον αυτους επι το ακρον του κρημνου και κατεκρημνιζον αυτους απο του ακρου του κρημνου και παντες διερρηγνυντο12 Másik tízezer embert pedig elfogtak Júda fiai, elvitték őket egy meredek sziklára és letaszították őket a tetejéről a mélységbe, úgy, hogy valamennyien elpusztultak.
13 και οι υιοι της δυναμεως ους απεστρεψεν αμασιας του μη πορευθηναι μετ' αυτου εις πολεμον και επεθεντο επι τας πολεις ιουδα απο σαμαρειας εως βαιθωρων και επαταξαν εν αυτοις τρεις χιλιαδας και εσκυλευσαν σκυλα πολλα13 Ám az a sereg, amelyet Amaszja visszaküldött, hogy ne tartson vele a hadba, ellepte Júda városait Szamariától egészen Béthoronig s háromezer embert megölt és nagy zsákmányt hurcolt el.
14 και εγενετο μετα το ελθειν αμασιαν παταξαντα την ιδουμαιαν και ηνεγκεν προς αυτους τους θεους υιων σηιρ και εστησεν αυτους εαυτω εις θεους και εναντιον αυτων προσεκυνει και αυτοις αυτος εθυεν14 Amaszja azonban elvitte magával az edomiták leverése után Szeír fiainak istenségeit. Isteneivé választotta, imádta őket és jó illatot gyújtott nekik.
15 και εγενετο οργη κυριου επι αμασιαν και απεστειλεν αυτω προφητας και ειπαν αυτω τι εζητησας τους θεους του λαου οι ουκ εξειλαντο τον λαον αυτων εκ χειρος σου15 Ezért az Úr megharagudott Amaszjára, és elküldött hozzá egy prófétát ezzel az üzenettel: »Miért imádtál olyan isteneket, amelyek nem tudták megszabadítani népüket kezedből?«
16 και εγενετο εν τω λαλησαι αυτω και ειπεν αυτω μη συμβουλον του βασιλεως δεδωκα σε προσεχε μη μαστιγωθης και εσιωπησεν ο προφητης και ειπεν οτι γινωσκω οτι εβουλετο επι σοι του καταφθειραι σε οτι εποιησας τουτο και ουκ επηκουσας της συμβουλιας μου16 Amikor azonban ezt elmondta, ő azt felelte neki: »Talán bizony tanácsadója vagy a királynak? Vigyázz, meg ne ölesselek!« Erre a próféta eltávozott, miután ezt mondta: »Tudom, hogy Isten elhatározta, hogy megölet téged, mert ezt a gonoszságot cselekedted és azonfelül tanácsomra sem hallgattál!«
17 και εβουλευσατο αμασιας και απεστειλεν προς ιωας υιον ιωαχαζ υιου ιου βασιλεα ισραηλ λεγων δευρο οφθωμεν προσωποις17 Csakugyan, Amaszja, Júda királya, egybehívatta gonosz tanácsát, és elküldött Joáshoz, Jéhu fiának, Joacháznak fiához, Izrael királyához s üzente: »Gyere, szálljunk szembe egymással!«
18 και απεστειλεν ιωας βασιλευς ισραηλ προς αμασιαν βασιλεα ιουδα λεγων ο αχουχ ο εν τω λιβανω απεστειλεν προς την κεδρον την εν τω λιβανω λεγων δος την θυγατερα σου τω υιω μου εις γυναικα και ιδου ελευσεται τα θηρια του αγρου τα εν τω λιβανω και ηλθαν τα θηρια και κατεπατησαν τον αχουχ18 Ám az visszaküldte a követeket és ezt üzente: »A libanoni bogáncs elküldött a libanoni cédrushoz, ezzel az üzenettel: ‘Add oda leányodat a fiamnak feleségül,’ – de íme, a libanoni erdő vadjai arra mentükben eltiporták a bogáncsot.
19 ειπας ιδου επαταξας την ιδουμαιαν και επαιρει σε η καρδια η βαρεια νυν καθησο εν οικω σου και ινα τι συμβαλλεις εν κακια και πεση συ και ιουδας μετα σου19 Te azt véled: ‘Megvertem az edomitákat’ – s azért felfuvalkodik szíved! Maradj nyugton odahaza, miért hívod ki magad ellen a bajt, hogy elessél te s veled Júda?«
20 και ουκ ηκουσεν αμασιας οτι παρα κυριου εγενετο του παραδουναι αυτον εις χειρας οτι εξεζητησεν τους θεους των ιδουμαιων20 Amaszja nem akart hallgatni rá, mert az Úr akarata az volt, hogy az ellenség kezébe kerüljön az edomiták istenei miatt.
21 και ανεβη ιωας βασιλευς ισραηλ και ωφθησαν αλληλοις αυτος και αμασιας βασιλευς ιουδα εν βαιθσαμυς η εστιν του ιουδα21 Erre Joás, Izrael királya felvonult és szembeszálltak egymással. Amaszja, Júda királya a júdai Bétsemesnél volt.
22 και ετροπωθη ιουδας κατα προσωπον ισραηλ και εφυγεν εκαστος εις το σκηνωμα22 Júda vereséget szenvedett Izrael előtt és sátraiba menekült,
23 και τον αμασιαν βασιλεα ιουδα τον του ιωας κατελαβεν ιωας βασιλευς ισραηλ εν βαιθσαμυς και εισηγαγεν αυτον εις ιερουσαλημ και κατεσπασεν απο του τειχους ιερουσαλημ απο πυλης εφραιμ εως πυλης γωνιας τετρακοσιους πηχεις23 Amaszját, Júda királyát, Joacház fiának, Joásnak fiát pedig elfogta Joás, Izrael királya Bétsemesnél és elvitte Jeruzsálembe. Ennek falát az Efraim kaputól egészen a Szeglet-kapuig, négyszáz könyöknyi darabon lebontatta,
24 και παν το χρυσιον και το αργυριον και παντα τα σκευη τα ευρεθεντα εν οικω κυριου και παρα τω αβδεδομ και τους θησαυρους οικου του βασιλεως και τους υιους των συμμιξεων και επεστρεψεν εις σαμαρειαν24 minden aranyat, ezüstöt s minden edényt pedig, amelyet az Isten házában s Obededomnál meg a királyi palota kincsei között talált, valamint a túszok fiait, elvitte Szamariába.
25 και εζησεν αμασιας ο του ιωας βασιλευς ιουδα μετα το αποθανειν ιωας τον του ιωαχαζ βασιλεα ισραηλ ετη δεκα πεντε25 Amaszja, Joás fia, Júda királya Joásnak, Joacház fiának, Izrael királyának halála után tizenöt esztendeig élt.
26 και οι λοιποι λογοι αμασιου οι πρωτοι και οι εσχατοι ουκ ιδου γεγραμμενοι επι βιβλιου βασιλεων ιουδα και ισραηλ26 Amaszja egyéb dolgai, az elsők és az utolsók, meg vannak írva Júda és Izrael királyainak könyvében.
27 και εν τω καιρω ω απεστη αμασιας απο κυριου και επεθεντο αυτω επιθεσιν και εφυγεν απο ιερουσαλημ εις λαχις και απεστειλαν κατοπισθεν αυτου εις λαχις και εθανατωσαν αυτον εκει27 Miután elpártolt az Úrtól, csapdába ejtették Jeruzsálemben. Amikor erre Lákisba menekült, odaküldtek s ott megölték.
28 και ανελαβον αυτον επι των ιππων και εθαψαν αυτον μετα των πατερων αυτου εν πολει δαυιδ28 Aztán lovakon visszavitték s eltemették atyái mellé, a Dávid-városban.