Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 18


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενηθη τω ιωσαφατ ετι πλουτος και δοξα πολλη και επεγαμβρευσατο εν οικω αχααβ1 Jozafát tehát igen gazdag és híres volt, és sógorságra lépett Áchábbal.
2 και κατεβη δια τελους ετων προς αχααβ εις σαμαρειαν και εθυσεν αυτω αχααβ προβατα και μοσχους πολλους και τω λαω τω μετ' αυτου και ηπατα αυτον του συναναβηναι μετ' αυτου εις ραμωθ της γαλααδιτιδος2 Néhány esztendő múlva le is ment hozzá Szamariába. Megérkezésekor Ácháb igen sok kost és marhát vágatott neki s a vele jött népnek, és rábeszélte, hogy vonuljon fel vele Rámót-Gileád ellen.
3 και ειπεν αχααβ βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ βασιλεα ιουδα πορευση μετ' εμου εις ραμωθ της γαλααδιτιδος και ειπεν αυτω ως εγω ουτως και συ ως ο λαος σου και ο λαος μου μετα σου εις πολεμον3 Azt mondta Ácháb, Izrael királya, Jozafátnak, Júda királyának: »Gyere velem Rámót-Gileád ellen.« Ő azt felelte neki: »Úgy akarom, ahogy te, amint a te néped, úgy akarja az én népem is: veled leszünk a harcban.«
4 και ειπεν ιωσαφατ προς βασιλεα ισραηλ ζητησον δη σημερον τον κυριον4 Majd azt mondta Jozafát Izrael királyának: »Kérdezd meg kérlek tüstént az Úr szavát.«
5 και συνηγαγεν ο βασιλευς ισραηλ τους προφητας τετρακοσιους ανδρας και ειπεν αυτοις ει πορευθω εις ραμωθ γαλααδ εις πολεμον η επισχω και ειπαν αναβαινε και δωσει ο θεος εις τας χειρας του βασιλεως5 Erre Izrael királya egybegyűjtött a próféták közül négyszáz embert és megkérdezte tőlük: »Elmenjünk-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy maradjunk nyugton?« Azok azt felelték: »Menj fel, és Isten azt a király kezébe adja.«
6 και ειπεν ιωσαφατ ουκ εστιν ωδε προφητης του κυριου ετι και επιζητησομεν παρ' αυτου6 Jozafát azonban így szólt: »Nincs-e itt az Úr valamelyik prófétája, hogy tőle is kérdezősködhessünk?«
7 και ειπεν βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ ετι ανηρ εις του ζητησαι τον κυριον δι' αυτου και εγω εμισησα αυτον οτι ουκ εστιν προφητευων περι εμου εις αγαθα οτι πασαι αι ημεραι αυτου εις κακα ουτος μιχαιας υιος ιεμλα και ειπεν ιωσαφατ μη λαλειτω ο βασιλευς ουτως7 Izrael királya erre így válaszolt Jozafátnak: »Van itt egy ember, akitől megkérdezhetnénk az Úr akaratát, de én gyűlölöm őt, mert nem jövendöl nekem jót, hanem mindig csak rosszat; ez Mikeás, Jemla fia.« Ezt mondta erre Jozafát: »Ne beszélj így, király.«
8 και εκαλεσεν ο βασιλευς ισραηλ ευνουχον ενα και ειπεν ταχος μιχαιαν υιον ιεμλα8 Erre Izrael királya odaszólított egy udvari szolgát s mondta neki: »Hívd ide gyorsan Mikeást, Jemla fiát.«
9 και βασιλευς ισραηλ και ιωσαφατ βασιλευς ιουδα καθημενοι εκαστος επι θρονου αυτου και ενδεδυμενοι στολας καθημενοι εν τω ευρυχωρω θυρας πυλης σαμαρειας και παντες οι προφηται επροφητευον εναντιον αυτων9 Ezalatt mindketten, Izrael királya és Jozafát, Júda királya, királyi díszbe öltözötten trónusukon ültek. A Szamaria kapuja mellett levő térségen ültek és a próféták valamennyien prófétáltak előttük.
10 και εποιησεν εαυτω σεδεκιας υιος χανανα κερατα σιδηρα και ειπεν ταδε λεγει κυριος εν τουτοις κερατιεις την συριαν εως αν συντελεσθη10 Cidkija, Kánaána fia, vasszarvakat is készített magának, és azt mondta: »Ezt üzeni az Úr: Ilyenekkel ökleled majd Szíriát, amíg csak el nem tiprod.«
11 και παντες οι προφηται επροφητευον ουτως λεγοντες αναβαινε εις ραμωθ γαλααδ και ευοδωθηση και δωσει κυριος εις χειρας του βασιλεως11 Valamennyi próféta is hasonlóképpen prófétált és azt mondta: »Vonulj csak fel Rámót-Gileád ellen, és sikered lesz, s az Úr a király kezébe adja.«
12 και ο αγγελος ο πορευθεις του καλεσαι τον μιχαιαν ελαλησεν αυτω λεγων ιδου ελαλησαν οι προφηται εν στοματι ενι αγαθα περι του βασιλεως και εστωσαν δη οι λογοι σου ως ενος αυτων και λαλησεις αγαθα12 Eközben az a követ, aki elment, hogy elhívja Mikeást, azt mondta neki: »Íme, valamennyi próféta egyhangúlag jót jövendöl a királynak: kérlek tehát, hogy a te szavad se térjen el tőlük, s szólj kedvező dolgokat.«
13 και ειπεν μιχαιας ζη κυριος οτι ο εαν ειπη ο θεος προς με αυτο λαλησω13 Mikeás azt felelte neki: »Az Úr életére mondom, hogy azt fogom mondani, amit Istenem mond majd nekem.«
14 και ηλθεν προς τον βασιλεα και ειπεν αυτω ο βασιλευς μιχαια ει πορευθω εις ραμωθ γαλααδ εις πολεμον η επισχω και ειπεν αναβαινε και ευοδωσεις και δοθησονται εις χειρας υμων14 Amikor aztán a királyhoz ért, a király így szólt hozzá: »Mikeás, elmenjünk-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy maradjunk nyugton?« Ő azt felelte neki: »Vonuljatok csak fel: minden szerencsésen megy majd végbe, s az ellenség a kezedbe kerül.«
15 και ειπεν αυτω ο βασιλευς ποσακις ορκιζω σε ινα μη λαλησης προς με πλην αληθειαν εν ονοματι κυριου15 Erre a király így szólt: »Ismételten s ismételten eskü alatt kényszerítelek, hogy ne mondj nekem az Úr nevében mást, csak azt, ami igaz.«
16 και ειπεν ειδον τον ισραηλ διεσπαρμενους εν τοις ορεσιν ως προβατα οις ουκ εστιν ποιμην και ειπεν κυριος ουκ εχουσιν ηγουμενον αναστρεφετωσαν εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη16 Erre ő így szólt: »Azt láttam, hogy egész Izrael szétszóródott a hegyekben, mint a pásztor nélküli juhnyáj, s az Úr azt mondta: Nincs ezeknek uruk: térjen vissza mindenki békességben házába.«
17 και ειπεν ο βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ ουκ ειπα σοι οτι ου προφητευει περι εμου αγαθα αλλ' η κακα17 Izrael királya erre ezt mondta Jozafátnak: »Nem megmondottam neked, hogy nem jövendöl ez nekem jót, hanem csak rosszat?«
18 και ειπεν ουχ ουτως ακουσατε λογον κυριου ειδον τον κυριον καθημενον επι θρονου αυτου και πασα δυναμις του ουρανου ειστηκει εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου18 Ő pedig folytatta: »Halljátok tehát az Úr szavát. Láttam az Urat, amint királyi székében ült, s jobbról s balról mellette állt az egész mennyei sereg,
19 και ειπεν κυριος τις απατησει τον αχααβ βασιλεα ισραηλ και αναβησεται και πεσειται εν ραμωθ γαλααδ και ειπεν ουτος ουτως και ουτος ειπεν ουτως19 és az Úr azt mondta: ‘Ki szedné rá Áchábot, Izrael királyát arra, hogy felmenjen és elessék Rámót-Gileádnál?’ Amíg az egyik így, a másik amúgy beszélt,
20 και εξηλθεν το πνευμα και εστη ενωπιον κυριου και ειπεν εγω απατησω αυτον και ειπεν κυριος εν τινι20 előlépett a lélek, s megállott az Úr előtt és így szólt: ‘Én rászedem!’ Az Úr megkérdezte: ‘Mivel szeded rá?’
21 και ειπεν εξελευσομαι και εσομαι πνευμα ψευδες εν στοματι παντων των προφητων αυτου και ειπεν απατησεις και δυνηση εξελθε και ποιησον ουτως21 Erre ő azt felelte: ‘Kimegyek s hazug lélek leszek valamennyi prófétája szájában.’ Az Úr ekkor azt mondta: ‘Szedd rá, sikerülni fog, menj csak ki és tégy úgy!’
22 και νυν ιδου εδωκεν κυριος πνευμα ψευδες εν στοματι παντων των προφητων σου τουτων και κυριος ελαλησεν επι σε κακα22 Nos tehát, íme, az Úr a hazugság lelkét adta valamennyi prófétád szájába, de az Úr rosszat mondott ki rólad.«
23 και ηγγισεν σεδεκιας υιος χανανα και επαταξεν τον μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπεν αυτω ποια τη οδω παρηλθεν πνευμα κυριου παρ' εμου του λαλησαι προς σε23 Odalépett ekkor Cidkija, Kánaána fia, arcul ütötte Mikeást, és azt mondta: »Merre ment el az Úr lelke tőlem, hogy neked szóljon?«
24 και ειπεν μιχαιας ιδου οψη εν τη ημερα εκεινη εν η εισελευση ταμιειον εκ ταμιειου του κατακρυβηναι24 Mikeás erre ezt mondta: »Meglátod majd te magad azon a napon, amikor kamrából kamrába fogsz menekülni, hogy elbújhass.«
25 και ειπεν βασιλευς ισραηλ λαβετε τον μιχαιαν και αποστρεψατε προς εμηρ αρχοντα της πολεως και προς ιωας αρχοντα υιον του βασιλεως25 Erre Izrael királya parancsot adott és azt mondta: »Vegyétek Mikeást és vigyétek őt Ámonhoz, a város parancsnokához s Joáshoz, Amelek fiához,
26 και ερεις ουτως ειπεν ο βασιλευς αποθεσθε τουτον εις οικον φυλακης και εσθιετω αρτον θλιψεως και υδωρ θλιψεως εως του επιστρεψαι με εν ειρηνη26 és mondjátok: Ezt üzeni a király: Vessétek tömlöcbe ezt az embert és csak kevés kenyeret s kevés vizet adjatok neki, amíg én békességgel vissza nem térek.
27 και ειπεν μιχαιας εαν επιστρεφων επιστρεψης εν ειρηνη ουκ ελαλησεν κυριος εν εμοι ακουσατε λαοι παντες27 Erre Mikeás így szólt: Ha te békességgel visszatérsz, akkor nem szólt általam az Úr! Majd hozzá tette: Halljátok népek mindnyájan!«
28 και ανεβη βασιλευς ισραηλ και ιωσαφατ βασιλευς ιουδα εις ραμωθ γαλααδ28 Fel is vonult Izrael királya és Jozafát, Júda királya Rámót-Gileád ellen.
29 και ειπεν βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ κατακαλυψομαι και εισελευσομαι εις τον πολεμον και συ ενδυσαι τον ιματισμον μου και συνεκαλυψατο βασιλευς ισραηλ και εισηλθεν εις τον πολεμον29 Ekkor Izrael királya azt mondta Jozafátnak: »Megváltoztatom ruhámat, s úgy megyek a harcba, te azonban csak öltsd fel saját ruháidat.« Izrael királya meg is változtatta ruháit, és elment a harcba.
30 και βασιλευς συριας ενετειλατο τοις αρχουσιν των αρματων τοις μετ' αυτου λεγων μη πολεμειτε τον μικρον και τον μεγαν αλλ' η τον βασιλεα ισραηλ μονον30 Szíria királya azonban parancsot adott lovassága vezéreinek: »Ne harcoljatok se kicsi, se nagy ellen, hanem csak egyedül Izrael királya ellen.«
31 και εγενετο ως ειδον οι αρχοντες των αρματων τον ιωσαφατ και αυτοι ειπαν βασιλευς ισραηλ εστιν και εκυκλωσαν αυτον του πολεμειν και εβοησεν ιωσαφατ και κυριος εσωσεν αυτον και απεστρεψεν αυτους ο θεος απ' αυτου31 Ennek következtében, amikor a lovasság vezérei meglátták Jozafátot, azt mondották: »Ez Izrael királya.« Azzal körülvették őt a harcosok, de ő az Úrhoz kiáltott, és ő megsegítette őt s eltérítette őket tőle.
32 και εγενετο ως ειδον οι αρχοντες των αρματων οτι ουκ ην βασιλευς ισραηλ και απεστρεψαν απ' αυτου32 Amikor ugyanis látták a lovasság vezérei, hogy ő nem Izrael királya, elhagyták.
33 και ανηρ ενετεινεν τοξον ευστοχως και επαταξεν τον βασιλεα ισραηλ ανα μεσον του πνευμονος και ανα μεσον του θωρακος και ειπεν τω ηνιοχω επιστρεφε την χειρα σου και εξαγαγε με εκ του πολεμου οτι επονεσα33 Történetesen azonban valaki a népből csak úgy találomra kilőtte nyilát és eltalálta vele Izrael királyát a nyakszirt és a vállak között. Erre ő azt mondta szekérvezetőjének: »Fordulj meg és vigyél ki engem a csatasorból, mert megsebesültem.«
34 και ετροπωθη ο πολεμος εν τη ημερα εκεινη και ο βασιλευς ισραηλ ην εστηκως επι του αρματος εως εσπερας εξ εναντιας συριας και απεθανεν δυνοντος του ηλιου34 Aznap vége is lett a harcnak. Izrael királya azonban ott állt a szekerén a szírekkel szemben egészen estig és napnyugtakor meghalt.