Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 38


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 εγενετο δε εν τω καιρω εκεινω κατεβη ιουδας απο των αδελφων αυτου και αφικετο εως προς ανθρωπον τινα οδολλαμιτην ω ονομα ιρας1 Ebben az időben Júda lement testvéreitől, és betért egy Híra nevű adullámi emberhez.
2 και ειδεν εκει ιουδας θυγατερα ανθρωπου χαναναιου η ονομα σαυα και ελαβεν αυτην και εισηλθεν προς αυτην2 Ott meglátta egy Súa nevű kánaáni embernek a lányát, feleségül vette, és bement hozzá.
3 και συλλαβουσα ετεκεν υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου ηρ3 Az fogant, fiút szült, és elnevezte Hernek.
4 και συλλαβουσα ετι ετεκεν υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου αυναν4 Aztán ismét gyermeket fogant az asszony, s a fiút, akit szült, elnevezte Onánnak.
5 και προσθεισα ετι ετεκεν υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου σηλωμ αυτη δε ην εν χασβι ηνικα ετεκεν αυτους5 Harmadikat is szült: azt Selának nevezte el. Keszibben volt, amikor azt szülte.
6 και ελαβεν ιουδας γυναικα ηρ τω πρωτοτοκω αυτου η ονομα θαμαρ6 Júda egy Támár nevű feleséget adott elsőszülöttjének, Hernek.
7 εγενετο δε ηρ πρωτοτοκος ιουδα πονηρος εναντιον κυριου και απεκτεινεν αυτον ο θεος7 Her azonban, Júda elsőszülöttje gonosz volt az Úr színe előtt, és az Úr megölte.
8 ειπεν δε ιουδας τω αυναν εισελθε προς την γυναικα του αδελφου σου και γαμβρευσαι αυτην και αναστησον σπερμα τω αδελφω σου8 Júda ezért azt mondta Onánnak: »Menj be bátyád feleségéhez, és vedd el, hogy utódot támassz a bátyádnak!«
9 γνους δε αυναν οτι ουκ αυτω εσται το σπερμα εγινετο οταν εισηρχετο προς την γυναικα του αδελφου αυτου εξεχεεν επι την γην του μη δουναι σπερμα τω αδελφω αυτου9 Ő azonban, mivel tudta, hogy nem az ő számára születik a gyermek, amikor bement bátyja feleségéhez, a földre ontotta a magot, hogy a bátyja nevére ne szülessék gyermek.
10 πονηρον δε εφανη εναντιον του θεου οτι εποιησεν τουτο και εθανατωσεν και τουτον10 Ezért elveszítette őt az Úr, mivel utálatos dolgot cselekedett.
11 ειπεν δε ιουδας θαμαρ τη νυμφη αυτου καθου χηρα εν τω οικω του πατρος σου εως μεγας γενηται σηλωμ ο υιος μου ειπεν γαρ μηποτε αποθανη και ουτος ωσπερ οι αδελφοι αυτου απελθουσα δε θαμαρ εκαθητο εν τω οικω του πατρος αυτης11 Júda ekkor azt mondta a menyének, Támárnak: »Légy özvegyen az apád házában, amíg Sela fiam fel nem nő!« Attól félt ugyanis, hogy ez is meghal, mint bátyjai. Az asszony elment, és atyja házában lakott.
12 επληθυνθησαν δε αι ημεραι και απεθανεν σαυα η γυνη ιουδα και παρακληθεις ιουδας ανεβη επι τους κειροντας τα προβατα αυτου αυτος και ιρας ο ποιμην αυτου ο οδολλαμιτης εις θαμνα12 Sok nap múltával aztán meghalt Súa lánya, Júda felesége. Amikor Júda a gyász leteltével megvigasztalódott, Hírával, adullámi barátjával felment Támnába azokhoz, akik a juhait nyírták.
13 και απηγγελη θαμαρ τη νυμφη αυτου λεγοντες ιδου ο πενθερος σου αναβαινει εις θαμνα κειραι τα προβατα αυτου13 Hírül vitték ekkor Támárnak, hogy az apósa Támnába megy a juhnyírásra.
14 και περιελομενη τα ιματια της χηρευσεως αφ' εαυτης περιεβαλετο θεριστρον και εκαλλωπισατο και εκαθισεν προς ταις πυλαις αιναν η εστιν εν παροδω θαμνα ειδεν γαρ οτι μεγας γεγονεν σηλωμ αυτος δε ουκ εδωκεν αυτην αυτω γυναικα14 Erre ő levetette özvegysége ruháit, fátyolt öltött, és külsejét elváltoztatva leült a Támnába vivő út elágazásánál, Énaim kapujánál. Sela ugyanis felnövekedett már, mégsem kapta meg férjül.
15 και ιδων αυτην ιουδας εδοξεν αυτην πορνην ειναι κατεκαλυψατο γαρ το προσωπον αυτης και ουκ επεγνω αυτην15 Amikor Júda meglátta, azt hitte róla, hogy parázna személy; eltakarta ugyanis az arcát.
16 εξεκλινεν δε προς αυτην την οδον και ειπεν αυτη εασον με εισελθειν προς σε ου γαρ εγνω οτι η νυμφη αυτου εστιν η δε ειπεν τι μοι δωσεις εαν εισελθης προς με16 Odament tehát hozzá, és azt mondta: »Engedd meg, hogy lefeküdjek veled!« Nem tudta ugyanis, hogy a menye. Az így felelt: »Mit adsz nekem, ha lefekhetsz velem?«
17 ο δε ειπεν εγω σοι αποστελω εριφον αιγων εκ των προβατων η δε ειπεν εαν δως αρραβωνα εως του αποστειλαι σε17 Ő azt mondta: »Küldök neked egy kecskegidát a nyájból.« Erre az így szólt: »Adj zálogot nekem, amíg megadod.«
18 ο δε ειπεν τινα τον αρραβωνα σοι δωσω η δε ειπεν τον δακτυλιον σου και τον ορμισκον και την ραβδον την εν τη χειρι σου και εδωκεν αυτη και εισηλθεν προς αυτην και εν γαστρι ελαβεν εξ αυτου18 Júda megkérdezte: »Mit kérsz magadnak zálogul?« Az így felelt: »A gyűrűdet, a karkötődet és a botodat, amelyet kezedben tartasz.« Ő odaadta neki. Miután bement hozzá, az asszony fogant.
19 και αναστασα απηλθεν και περιειλατο το θεριστρον αφ' εαυτης και ενεδυσατο τα ιματια της χηρευσεως αυτης19 Aztán felkelt, és elment, letette öltözékét, amelyet magára vett, majd újra felvette özvegysége ruháit.
20 απεστειλεν δε ιουδας τον εριφον εξ αιγων εν χειρι του ποιμενος αυτου του οδολλαμιτου κομισασθαι τον αρραβωνα παρα της γυναικος και ουχ ευρεν αυτην20 Júda később elküldte a kecskegidát adullámi barátja által, hogy visszakapja a zálogot, amelyet az asszonynak adott. Mivel nem találta meg az asszonyt,
21 επηρωτησεν δε τους ανδρας τους εκ του τοπου που εστιν η πορνη η γενομενη εν αιναν επι της οδου και ειπαν ουκ ην ενταυθα πορνη21 megkérdezte annak a helységnek a férfiait: »Hol az az asszony, aki Énaimban az út elágazásánál üldögélt?« Azok mindannyian azt felelték: »Ezen a helyen sohasem volt parázna személy!« Erre
22 και απεστραφη προς ιουδαν και ειπεν ουχ ευρον και οι ανθρωποι οι εκ του τοπου λεγουσιν μη ειναι ωδε πορνην22 visszatért Júdához, és azt mondta neki: »Nem találtam meg, és annak a helységnek az emberei is azt mondták nekem, hogy ott sohasem ült parázna személy.«
23 ειπεν δε ιουδας εχετω αυτα αλλα μηποτε καταγελασθωμεν εγω μεν απεσταλκα τον εριφον τουτον συ δε ουχ ευρηκας23 Júda erre azt mondta: »Tartsa csak meg magának a zálogot; hazugsággal igazán nem vádolhat minket. Én elküldtem a gidát, amelyet ígértem, de te nem találtad meg.«
24 εγενετο δε μετα τριμηνον απηγγελη τω ιουδα λεγοντες εκπεπορνευκεν θαμαρ η νυμφη σου και ιδου εν γαστρι εχει εκ πορνειας ειπεν δε ιουδας εξαγαγετε αυτην και κατακαυθητω24 Három hónap múlva aztán jelentették Júdának: »Paráználkodott Támár, a menyed, és már meglátszik rajta, hogy viselős.« Júda erre azt mondta: »Vigyétek ki, és égessétek el!«
25 αυτη δε αγομενη απεστειλεν προς τον πενθερον αυτης λεγουσα εκ του ανθρωπου τινος ταυτα εστιν εγω εν γαστρι εχω και ειπεν επιγνωθι τινος ο δακτυλιος και ο ορμισκος και η ραβδος αυτη25 Amikor azonban ki akarták vinni a büntetésre, ezt üzente az apósának: »Attól a férfitól fogantam, akié mindez: nézd meg, kinek a gyűrűje, karkötője és botja ez!«
26 επεγνω δε ιουδας και ειπεν δεδικαιωται θαμαρ η εγω ου εινεκεν ουκ εδωκα αυτην σηλωμ τω υιω μου και ου προσεθετο ετι του γνωναι αυτην26 Az megismerte, amit odaadott és így szólt: »Igazabb ő, mint én, mert nem adtam oda őt Selának, a fiamnak!« Többé azonban nem ismerte meg őt.
27 εγενετο δε ηνικα ετικτεν και τηδε ην διδυμα εν τη γαστρι αυτης27 Amikor aztán a szülés elérkezett, ikrek voltak a méhében. A gyermekek szülése közben az egyik kidugta a kezét, mire a bába piros fonalat kötött rá, mondván:
28 εγενετο δε εν τω τικτειν αυτην ο εις προεξηνεγκεν την χειρα λαβουσα δε η μαια εδησεν επι την χειρα αυτου κοκκινον λεγουσα ουτος εξελευσεται προτερος28 »Ez jön ki elsőnek.«
29 ως δε επισυνηγαγεν την χειρα και ευθυς εξηλθεν ο αδελφος αυτου η δε ειπεν τι διεκοπη δια σε φραγμος και εκαλεσεν το ονομα αυτου φαρες29 De az visszahúzta a kezét, és a testvére született meg. Az asszony erre azt mondta: »Miért hasadt meg előtted a burok?« Ezért Fáresznek (azaz Szakadásnak) nevezte el őt.
30 και μετα τουτο εξηλθεν ο αδελφος αυτου εφ' ω ην επι τη χειρι αυτου το κοκκινον και εκαλεσεν το ονομα αυτου ζαρα30 Aztán megszületett a testvére is, az, akinek a kezén a piros fonal volt; s ő elnevezte Zárának (azaz Napkeltének).