Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 18


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ωφθη δε αυτω ο θεος προς τη δρυι τη μαμβρη καθημενου αυτου επι της θυρας της σκηνης αυτου μεσημβριας1 Ezután az Úr megjelent neki Mamre völgyében, amikor a legforróbb napszakban éppen a sátra nyílásában üldögélt.
2 αναβλεψας δε τοις οφθαλμοις αυτου ειδεν και ιδου τρεις ανδρες ειστηκεισαν επανω αυτου και ιδων προσεδραμεν εις συναντησιν αυτοις απο της θυρας της σκηνης αυτου και προσεκυνησεν επι την γην2 Amint fölemelte szemét, megjelent neki három férfi, s megállt ott a közelében. Amikor észrevette őket, a sátra ajtajából eléjük szaladt, földig borult előttük,
3 και ειπεν κυριε ει αρα ευρον χαριν εναντιον σου μη παρελθης τον παιδα σου3 és így szólt: »Uram, ha kegyelmet találtam szemed előtt, ne haladj el szolgád mellett!
4 λημφθητω δη υδωρ και νιψατωσαν τους ποδας υμων και καταψυξατε υπο το δενδρον4 Hadd hozzak egy kis vizet, mossátok meg lábatokat, és pihenjetek le a fa alatt!
5 και λημψομαι αρτον και φαγεσθε και μετα τουτο παρελευσεσθε εις την οδον υμων ου εινεκεν εξεκλινατε προς τον παιδα υμων και ειπαν ουτως ποιησον καθως ειρηκας5 Teszek majd elétek egy falat kenyeret is, hogy felüdítsétek magatokat, aztán továbbmehettek, hiszen azért tértetek erre szolgátok felé!« Azok így szóltak: »Tégy, ahogy mondtad!«
6 και εσπευσεν αβρααμ επι την σκηνην προς σαρραν και ειπεν αυτη σπευσον και φυρασον τρια μετρα σεμιδαλεως και ποιησον εγκρυφιας6 Besietett erre Ábrahám a sátorba Sárához, és azt mondta neki: »Siess, keverj be három véka lisztlángot, s készíts hamuban sült lepényt!«
7 και εις τας βοας εδραμεν αβρααμ και ελαβεν μοσχαριον απαλον και καλον και εδωκεν τω παιδι και εταχυνεν του ποιησαι αυτο7 Maga pedig elfutott a csordához, hozott onnan egy fiatal borjút a javából, odaadta a legénynek, s az sietve elkészítette.
8 ελαβεν δε βουτυρον και γαλα και το μοσχαριον ο εποιησεν και παρεθηκεν αυτοις και εφαγοσαν αυτος δε παρειστηκει αυτοις υπο το δενδρον8 Aztán fogta a vajat, a tejet és a borjút, amelyet készíttetett, és eléjük tette, ő maga pedig odaállt melléjük a fa alá.
9 ειπεν δε προς αυτον που σαρρα η γυνη σου ο δε αποκριθεις ειπεν ιδου εν τη σκηνη9 Azok, miután ettek, így szóltak hozzá: »Hol van Sára, a feleséged?« Ő azt felelte: »Itt, benn a sátorban.«
10 ειπεν δε επαναστρεφων ηξω προς σε κατα τον καιρον τουτον εις ωρας και εξει υιον σαρρα η γυνη σου σαρρα δε ηκουσεν προς τη θυρα της σκηνης ουσα οπισθεν αυτου10 Erre az egyikük azt mondta neki: »Egy esztendő múlva, ilyen idő tájban, visszatérek hozzád, és fia lesz Sárának, a feleségednek.« Amint Sára a sátor ajtaja mögött meghallotta ezt, elnevette magát.
11 αβρααμ δε και σαρρα πρεσβυτεροι προβεβηκοτες ημερων εξελιπεν δε σαρρα γινεσθαι τα γυναικεια11 Öregek voltak ugyanis mindketten, és élemedett korúak, Sárának megszűntek már megjönni az asszonyi dolgok.
12 εγελασεν δε σαρρα εν εαυτη λεγουσα ουπω μεν μοι γεγονεν εως του νυν ο δε κυριος μου πρεσβυτερος12 Nevetett tehát magában, s azt gondolta: »Miután megöregedtem, és az uram is vén, lehet-e még gyönyörben részem?«
13 και ειπεν κυριος προς αβρααμ τι οτι εγελασεν σαρρα εν εαυτη λεγουσα αρα γε αληθως τεξομαι εγω δε γεγηρακα13 Így szólt erre az Úr Ábrahámhoz: »Miért nevetett Sára, s miért mondta: ‘Szülhetek-e még vénasszony létemre?’
14 μη αδυνατει παρα τω θεω ρημα εις τον καιρον τουτον αναστρεψω προς σε εις ωρας και εσται τη σαρρα υιος14 Túlságosan csodálatos talán bármi is az Úrnak? Amint megmondtam, egy esztendő múlva, ilyen idő tájban, visszatérek hozzád, s fia lesz Sárának.«
15 ηρνησατο δε σαρρα λεγουσα ουκ εγελασα εφοβηθη γαρ και ειπεν ουχι αλλα εγελασας15 Sára azonban tagadta: »Nem nevettem!« – mert félelmében megrettent. De az Úr azt mondta: »Nem úgy van az, te bizony nevettél!«
16 εξανασταντες δε εκειθεν οι ανδρες κατεβλεψαν επι προσωπον σοδομων και γομορρας αβρααμ δε συνεπορευετο μετ' αυτων συμπροπεμπων αυτους16 Azután a férfiak felkeltek onnan, elindultak, és Szodoma felé fordították a szemüket. Ábrahám is velük ment, hogy elkísérje őket.
17 ο δε κυριος ειπεν μη κρυψω εγω απο αβρααμ του παιδος μου α εγω ποιω17 Így szólt ekkor az Úr: »Eltitkoljam-e Ábrahám előtt, amit tenni akarok?
18 αβρααμ δε γινομενος εσται εις εθνος μεγα και πολυ και ενευλογηθησονται εν αυτω παντα τα εθνη της γης18 Mert ő nagy és igen hatalmas nemzetté lesz, benne nyer áldást a föld minden nemzete.
19 ηδειν γαρ οτι συνταξει τοις υιοις αυτου και τω οικω αυτου μετ' αυτον και φυλαξουσιν τας οδους κυριου ποιειν δικαιοσυνην και κρισιν οπως αν επαγαγη κυριος επι αβρααμ παντα οσα ελαλησεν προς αυτον19 Hiszen azért ismertem meg, hogy megparancsolja fiainak és háza népe utódainak, hogy tartsák meg az Úr útját, és cselekedjenek a jog és az igazság szerint, hogy az Úr így teljesítse Ábrahámért mindazt, amit mondott neki.«
20 ειπεν δε κυριος κραυγη σοδομων και γομορρας πεπληθυνται και αι αμαρτιαι αυτων μεγαλαι σφοδρα20 Azt mondta tehát az Úr: »Szodoma és Gomorra ellen sok a panasz és jajkiáltás, és a bűnük igen súlyos.
21 καταβας ουν οψομαι ει κατα την κραυγην αυτων την ερχομενην προς με συντελουνται ει δε μη ινα γνω21 Lemegyek hát, és megnézem, hogy megtudjam, vajon teljesen a hozzám szállt kiáltás szerint cselekedtek-e vagy sem!«
22 και αποστρεψαντες εκειθεν οι ανδρες ηλθον εις σοδομα αβρααμ δε ην εστηκως εναντιον κυριου22 Erre a férfiak megfordultak, és lementek Szodomába. Ábrahám azonban továbbra is az Úr előtt maradt.
23 και εγγισας αβρααμ ειπεν μη συναπολεσης δικαιον μετα ασεβους και εσται ο δικαιος ως ο ασεβης23 Eléje járult, és azt mondta: »Hát elpusztítod az igazat a gonosszal együtt?
24 εαν ωσιν πεντηκοντα δικαιοι εν τη πολει απολεις αυτους ουκ ανησεις παντα τον τοπον ενεκεν των πεντηκοντα δικαιων εαν ωσιν εν αυτη24 Ha ötven igaz van abban a városban, azokat is elpusztítod, s nem kegyelmezel meg annak a helynek az ötven igazért, ha van benne annyi?
25 μηδαμως συ ποιησεις ως το ρημα τουτο του αποκτειναι δικαιον μετα ασεβους και εσται ο δικαιος ως ο ασεβης μηδαμως ο κρινων πασαν την γην ου ποιησεις κρισιν25 Távol legyen tőled, hogy ilyen dolgot cselekedj, s megöld az igazat a gonosszal együtt, s úgy járjon az igaz, mint a gonosz! Távol legyen tőled! A mindenség Bírája ne tenne igazságot?«
26 ειπεν δε κυριος εαν ευρω εν σοδομοις πεντηκοντα δικαιους εν τη πολει αφησω παντα τον τοπον δι' αυτους26 Azt mondta erre neki az Úr: »Ha találok Szodoma városában ötven igazat, megkegyelmezek értük az egész helynek.«
27 και αποκριθεις αβρααμ ειπεν νυν ηρξαμην λαλησαι προς τον κυριον εγω δε ειμι γη και σποδος27 Erre Ábrahám azt válaszolta: »Ha már egyszer elkezdtem, hadd szóljak Uramhoz, noha por és hamu vagyok.
28 εαν δε ελαττονωθωσιν οι πεντηκοντα δικαιοι πεντε απολεις ενεκεν των πεντε πασαν την πολιν και ειπεν ου μη απολεσω εαν ευρω εκει τεσσαρακοντα πεντε28 Hátha öt híja lesz az ötven igaznak? Negyvenötért már eltörlöd az egész várost?« Erre ő azt mondta: »Nem törlöm el, ha találok ott negyvenötöt.«
29 και προσεθηκεν ετι λαλησαι προς αυτον και ειπεν εαν δε ευρεθωσιν εκει τεσσαρακοντα και ειπεν ου μη απολεσω ενεκεν των τεσσαρακοντα29 Erre ismét szólt hozzá: »És ha csak negyven lesz, mit teszel?« Ő azt mondta: »Nem sújtom a negyvenért.«
30 και ειπεν μη τι κυριε εαν λαλησω εαν δε ευρεθωσιν εκει τριακοντα και ειπεν ου μη απολεσω εαν ευρω εκει τριακοντα30 »Kérlek – folytatta –, ne haragudj, Uram, hogy szólok: És ha csak harmincat találsz?« Azt felelte: »Nem teszem meg, ha találok ott harmincat.«
31 και ειπεν επειδη εχω λαλησαι προς τον κυριον εαν δε ευρεθωσιν εκει εικοσι και ειπεν ου μη απολεσω ενεκεν των εικοσι31 »Ha már egyszer elkezdtem – mondta –, hadd szóljak Uramhoz: Hátha csak húsz lesz?« Azt mondta: »Nem pusztítom el a húszért.«
32 και ειπεν μη τι κυριε εαν λαλησω ετι απαξ εαν δε ευρεθωσιν εκει δεκα και ειπεν ου μη απολεσω ενεκεν των δεκα32 »Könyörgök – folytatta –, ne haragudj, Uram, hogy még egyszer szólok: Hátha csak tíz lesz?« Erre azt mondta: »Nem törlöm el a tízért.«
33 απηλθεν δε κυριος ως επαυσατο λαλων τω αβρααμ και αβρααμ απεστρεψεν εις τον τοπον αυτου33 Amikor az Úr befejezte a beszélgetést Ábrahámmal, az Úr elment, Ábrahám pedig visszatért lakóhelyére.