Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 18


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor befejezte Saullal való beszédét, történt, hogy Jonatán lelke egybeforrt Dávid lelkével, és Jonatán úgy megszerette őt, mint a saját lelkét.1 Και ως ετελειωσε λαλων προς τον Σαουλ, η ψυχη του Ιωναθαν συνεδεθη μετα της ψυχης του Δαβιδ, και ηγαπησεν αυτον ο Ιωναθαν ως την ιδιαν αυτου ψυχην.
2 Saul azon a napon egészen maga mellé vette és nem engedte többé visszatérni apja házába,2 Και παρελαβεν αυτον ο Σαουλ εκεινην την ημεραν και δεν αφηκεν αυτον να επιστρεψη πλεον εις τον οικον του πατρος αυτου.
3 Jonatán pedig szövetségre lépett Dáviddal, mert úgy szerette, mint a saját lelkét.3 Τοτε ο Ιωναθαν εκαμε συνθηκην μετα του Δαβιδ? διοτι ηγαπα αυτον ως την ιδιαν αυτου ψυχην.
4 Éppen azért Jonatán levetette magáról azt a köntöst, amelyet viselt, s egyéb felszerelésével, kardjával, íjával és övével együtt Dávidnak adta.4 και εκδυθεις ο Ιωναθαν το επενδυμα το εφ' εαυτον, εδωκεν αυτο εις τον Δαβιδ, και την στολην αυτου, εως και αυτο το ξιφος αυτου και το τοξον αυτου και την ζωνην αυτου.
5 Valahányszor aztán Dávid kivonult valamerre, ahová őt Saul küldte, mindig sikert aratott. Ezért Saul a harcosok fejévé tette, s ez tetszésre talált az egész nép szemében, sőt Saul szolgáinak színe előtt is.5 και εξηρχετο ο Δαβιδ πανταχου οπου επεμπεν αυτον ο Σαουλ, και εφερετο μετα συνεσεως? και κατεστησεν αυτον ο Σαουλ επι τους ανδρας του πολεμου? και ητο αρεστος εις τους οφθαλμους παντος του λαου, ετι δε και εις τους οφθαλμους των δουλων του Σαουλ.
6 Amikor azonban Dávid a filiszteus megverése után visszafelé tartott, kivonultak az asszonyok Izrael valamennyi városából Saul király elé, énekelve, körtáncot lejtve, ujjongó dobokkal és csörgőkkel,6 Καθως δε ηρχοντο, ενω επεστρεφεν ο Δαβιδ εκ της σφαγης του Φιλισταιου, εξηρχοντο αι γυναικες εκ πασων των πολεων του Ισραηλ, ψαλλουσαι και χορευουσαι, εις συναντησιν του βασιλεως Σαουλ, μετα τυμπανων, μετα χαρας και μετα κυμβαλων.
7 s egyre csak ezt zengedezték a játszó asszonyok: »Megvert Saul ezret, Dávid pedig tízezret.«7 Και απεκρινοντο αι γυναικες αι παιζουσαι προς αλληλας, και ελεγον, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου.
8 Nagyon megharagudott erre Saul, nem tetszett neki ez a beszéd, és azt mondta: »Dávidnak tízezret adtak, nekem pedig ezret adtak: mi hiányzik még neki, mint a királyság?«8 Παρωξυνθη δε σφοδρα ο Σαουλ, και εφανη δυσαρεστος εις τους οφθαλμους αυτου ο λογος ουτος, και ειπεν, Απεδωκαν εις τον Δαβιδ τας μυριαδας, εις εμε δε απεδωκαν τας χιλιαδας? και τι λειπεται πλεον εις αυτον παρα η βασιλεια;
9 Ettől a naptól kezdve Saul nem nézett egyenes szemmel Dávidra.9 Και υπεβλεπεν ο Σαουλ τον Δαβιδ απ' εκεινης της ημερας και εις το εξης.
10 Másnap aztán ismét elfogta Sault Isten egyik gonosz lelke, úgyhogy prófétált házában. Közben Dávid pengette kezével a lantot, mint minden nap. Saulnak ekkor éppen kezében volt a dárda,10 Και την επαυριον επηλθε πνευμα πονηρον παρα Θεου επι τον Σαουλ, και επροφητευεν εν μεσω του οικου? και ο Δαβιδ επαιζε δια της χειρος αυτου, ως καθ' εκαστην ημεραν? ητο δε το δορατιον εν τη χειρι του Σαουλ?
11 s azt odahajította, azt gondolva, hogy a falhoz szegezheti Dávidot, ám Dávid két ízben is elhajolt előle.11 και ερριψεν ο Σαουλ το δορατιον, λεγων, Θελω κτυπησει τον Δαβιδ εως και εις τον τοιχον. Αλλ' ο Δαβιδ εξεκλινεν απ' εμπροσθεν αυτου δις.
12 Erre Saul félni kezdett Dávidtól, mert az Úr vele volt, tőle pedig eltávozott.12 Εφοβηθη δε ο Σαουλ απο προσωπου Δαβιδ, επειδη ο Κυριος ητο μετ' αυτου, απο δε του Σαουλ ειχεν απομακρυνθη.
13 Éppen azért Saul eltávolította őt maga mellől, és egy ezred tisztjévé tette, s ő vonult ki és be a nép élén.13 Οθεν απεμακρυνεν αυτον ο Σαουλ απο πλησιον εαυτου και κατεστησεν αυτον χιλιαρχον? και εξηρχετο και εισηρχετο εμπροσθεν του λαου.
14 Dávid azonban sikerrel járt el minden útjában, mert az Úr vele volt.14 Και εφερετο ο Δαβιδ μετα συνεσεως εν πασαις ταις οδοις αυτου? και ο Κυριος ητο μετ' αυτου.
15 Amikor Saul látta, hogy nagyon szerencsés, tartani kezdett tőle.15 Δια τουτο ο Σαουλ, βλεπων οτι εφερετο μετα μεγαλης συνεσεως, εφοβειτο απο προσωπου αυτου.
16 Egész Izrael és Júda azonban szerette Dávidot, mert ő vonult ki és be élükön.16 Πας δε ο Ισραηλ και ο Ιουδας ηγαπα τον Δαβιδ, επειδη εξηρχετο και εισηρχετο εμπροσθεν αυτων.
17 Azt mondta azért Saul Dávidnak: »Íme, itt van idősebbik lányom, Merób; neked adom feleségül, csak légy bátor harcosom és harcold az Úr harcait.« Saul azonban azt gondolta és azt mondta magában: »Ne az én kezem bánjon el vele, bánjon el csak vele a filiszteusok keze.«17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Ιδου, η μεγαλητερα θυγατηρ μου Μεραβ? ταυτην θελω σοι δωσει εις γυναικα? μονον εσο ανδρειος εις εμε και μαχου τας μαχας του Κυριου. Διοτι ειπεν ο Σαουλ, Ας μη ηναι η χειρ μου επ' αυτον, αλλ' η χειρ των Φιλισταιων ας ηναι επ' αυτον.
18 Dávid azt mondta rá Saulnak: »Ki vagyok én, s mi az én életem, s mi apám nemzetsége Izraelben, hogy én a király vejévé legyek?«18 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ποιος εγω; και ποια η ζωη μου και η οικογενεια του πατρος μου μεταξυ του Ισραηλ, ωστε να γεινω γαμβρος του βασιλεως;
19 Mindazonáltal amikor eljött az idő, amikor oda kellett volna adni Meróbot, Saul lányát Dávidnak, a meholita Hadrielnek adták oda feleségül.19 Αλλα καθ' ον καιρον η Μεραβ η θυγατηρ του Σαουλ επρεπε να δοθη εις τον Δαβιδ, αυτη εδοθη εις τον Αδριηλ τον Μεολαθιτην εις γυναικα.
20 Míkol, Saul második lánya azonban megszerette Dávidot, s amikor ezt hírül vitték Saulnak, tetszett neki a dolog.20 Ηγαπα δε τον Δαβιδ Μιχαλ η θυγατηρ του Σαουλ? και ανηγγειλαν τουτο προς τον Σαουλ? και το πραγμα ηρεσεν εις αυτον.
21 Azt mondta ugyanis magában Saul: »Neki adom, hadd legyen kelepcéjévé és hadd bánjon el vele a filiszteusok keze.« Üzent azért Saul Dávidnak: »Légy ma e második alkalommal a vőm.«21 Και ειπεν ο Σαουλ, Θελω δωσει αυτην εις αυτον, δια να γεινη παγις εις αυτον, και δια να ηναι επ' αυτον η χειρ των Φιλισταιων. Οθεν ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Σημερον θελεις εισθαι γαμβρος μου με την δευτεραν.
22 Majd meghagyta Saul a szolgáinak: »Beszéljetek titokban Dáviddal, és mondjátok neki: Íme, tetszel a királynak, s minden szolgája is szeret: légy tehát most a király veje.«22 Και προσεταξεν ο Σαουλ τους δουλους αυτου, λεγων, Λαλησατε προς τον Δαβιδ κρυφιως και ειπατε, Ιδου, ο βασιλευς ευαρεστειται εις σε, και παντες οι δουλοι αυτου σε αγαπωσι? τωρα λοιπον γενου γαμβρος του βασιλεως.
23 El is juttatták Saul szolgái mindezeket a szavakat Dávid fülébe. Ám Dávid azt mondta rá: »Csekélységnek látszik-e előttetek a király vejévé lenni? Hiszen én szegény és vagyontalan ember vagyok!«23 Και ελαλησαν οι δουλοι του Σαουλ τους λογους τουτους εις τα ωτα του Δαβιδ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Σας φαινεται μικρον να γεινη τις γαμβρος βασιλεως; αλλ' εγω ειμαι ανθρωπος πτωχος και ποταπος.
24 Jelentették erre Saul szolgái, mondva: »Ezeket s ezeket a szavakat mondta Dávid.«24 Και ανηγγειλαν οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, λεγοντες, Κατα τους λογους τουτους ελαλησεν ο Δαβιδ.
25 Azt mondta erre Saul: »Így szóljatok Dávidhoz: Nem kell a királynak semmi más jegyajándék, csak száz filiszteus előbőre, hogy meglakoljanak a király ellenségei.« Azt gondolta ugyanis Saul, hogy így a filiszteusok kezébe juttatja Dávidot.25 Και ειπεν ο Σαουλ, Ουτω θελετε ειπει προς τον Δαβιδ, Ο βασιλευς δεν θελει δωρα νυμφικα, αλλ' εκατον ακροβυστιας Φιλισταιων, δια να εκδικηθη ο βασιλευς εναντιον των εχθρων αυτου. Ο Σαουλ ομως εστοχαζετο να καμη τον Δαβιδ να πεση δια χειρος των Φιλισταιων.
26 Amikor szolgái elmondták Dávidnak azokat a szavakat, amelyeket Saul mondott, tetszett Dávidnak a dolog, hogy a király vejévé legyen.26 Και οτε ανηγγειλαν οι δουλοι αυτου προς τον Δαβιδ τους λογους τουτους, ηρεσεν εις τον Δαβιδ να γεινη γαμβρος του βασιλεως? οθεν και πριν αι ημεραι πληρωθωσιν,
27 Éppen azért néhány nap múlva felkerekedett Dávid, elment az alatta levő emberekkel, levágott kétszáz férfit a filiszteusok közül. Aztán elvitte és leszámlálta az előbőröket a királynak, hogy a vejévé lehessen. Erre Saul neki adta Míkolt, a lányát feleségül.27 εσηκωθη ο Δαβιδ και υπηγεν, αυτος και οι ανδρες αυτου, και εθανατωσεν εκ των Φιλισταιων διακοσιους ανδρας? και εφερεν ο Δαβιδ τας ακροβυστιας αυτων, και απεδωκαν αυτας πληρεις εις τον βασιλεα, δια να γεινη γαμβρος του βασιλεως. Και εδωκεν εις αυτον ο Σαουλ Μιχαλ την θυγατερα αυτου εις γυναικα.
28 Amikor Saul látta és megértette, hogy az Úr Dáviddal van és Míkol, Saul lánya is szereti őt,28 Και ειδεν ο Σαουλ και εγνωρισεν οτι ο Κυριος ητο μετα του Δαβιδ? και Μιχαλ η θυγατηρ του Σαουλ ηγαπα αυτον.
29 még inkább félni kezdett Saul Dávidtól és minden időre ellensége lett Saul Dávidnak.29 Και ετι μαλλον εφοβειτο ο Σαουλ απο προσωπου του Δαβιδ? και εγεινεν ο Σαουλ παντοτεινος εχθρος του Δαβιδ.
30 S valahányszor a filiszteusok fejedelmei támadtak, Dávid mindjárt a támadásuk elején mindig nagyobb sikert aratott, mint Saul bármelyik szolgája, s így nagyon híressé lett neve.30 Εξηλθον δε οι αρχοντες των Φιλισταιων εις πολεμον? και αφ' ης ημερας εξηλθον, ο Δαβιδ εφερετο μετα συνεσεως μεγαλητερας παρα παντας τους δουλους του Σαουλ? οθεν το ονομα αυτου ετιμηθη σφοδρα.