Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 15


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Azt mondta egyszer Sámuel Saulnak: »Engem küldött az Úr, hogy téged népének, Izraelnek királyává kenjelek: most azért halld az Úr szavát.1 Ειπε δε Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Εμε απεστειλεν ο Κυριος να σε χρισω βασιλεα επι τον λαον αυτου, επι τον Ισραηλ? τωρα λοιπον ακουσον της φωνης των λογων του Κυριου.
2 Ezt üzeni a Seregek Ura: Megemlékeztem mindarról, amit az amalekiták Izraelen elkövettek, hogy miképp álltak ellene az úton, amikor feljött Egyiptomból.2 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Θελω εκδικησει οσα εκαμεν ο Αμαληκ εις τον Ισραηλ, οτι αντεσταθη εις αυτον εν τη οδω, οτε ανεβαινεν εξ Αιγυπτου?
3 Most azért eredj, s verd meg az amalekitákat, s pusztítsd el mindenüket: ne kíméld őket, s meg ne kívánj holmijukból semmit sem, hanem ölj meg férfit s asszonyt, gyermeket és csecsemőt, szarvasmarhát, s aprójószágot, tevét és szamarat egyaránt.«3 υπαγε τωρα και παταξον τον Αμαληκ, και εξολοθρευσον παν ο, τι εχει και μη φεισθης αυτους? αλλα θανατωσον και ανδρα και γυναικα και παιδιον και θηλαζον και βουν και προβατον και καμηλον και ονον.
4 Erre Saul hadba szólította a népet, s megszámlálta őket, miként a bárányokat: kétszázezer gyalogosa és tízezer júdabeli embere volt.4 Και ο Σαουλ εκαλεσε τον λαον και απηριθμησεν αυτους εν Τελαιμ, διακοσιας χιλιαδας πεζων και δεκα χιλιαδας ανδρων Ιουδα.
5 Amikor aztán Saul az amalekiták városáig jutott, lesbe állt a völgyben.5 Και ηλθεν ο Σαουλ εως της πολεως του Αμαληκ και ενεδρευσεν εν τη φαραγγι.
6 Majd azt mondta Saul a kenitáknak: »Menjetek, távozzatok, s költözzetek ki az amalekiták közül, hogy pusztulásba ne találjalak sodorni titeket közöttük, noha ti irgalmasságot cselekedtetek Izrael valamennyi fiával, amikor feljöttek Egyiptomból.« Erre aztán eltávoztak a keniták az amalekiták közül.6 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους Κεναιους, Υπαγετε, αναχωρησατε, καταβητε εκ μεσου των Αμαληκιτων, δια να μη σας συμπεριλαβω μετ' αυτων? διοτι σεις εδειξατε ελεος εις παντας τους υιους Ισραηλ, οτε ανεβαινον εξ Αιγυπτου. Και ανεχωρησαν οι Κεναιοι εκ μεσου των Αμαληκιτων.
7 Saul pedig megverte az amalekitákat Hevilától egészen addig, ahol az Egyiptommal szemben levő Súrhoz jut az ember.7 Και επαταξεν ο Σαουλ τους Αμαληκιτας απο Αβιλα εως της εισοδου Σουρ, της κατα προσωπον Αιγυπτου.
8 Agágot, az amalekiták királyát elevenen elfogta, az egész népet pedig kardélre hányatta.8 Και συνελαβεν Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων ζωντα, παντα δε τον λαον εξωλοθρευσεν εν στοματι μαχαιρας.
9 Ám Saul és a nép megkímélte Agágot meg az aprójószág és szarvasmarha legjavát, a juhokat és a kosokat, és mindazt, ami szép volt. Nem akarták elpusztítani, hanem csak azt pusztították el, ami silány és megvetendő volt.9 Πλην εφεισθη ο Σαουλ και ο λαος τον Αγαγ και τα καλητερα των προβατων και των βοων και των δευτερευοντων και των αρνιων και παντος αγαθου, και δεν ηθελον να εξολοθρευσωσιν αυτα? αλλα παν το ευτελες και εξουδενωμενον, εκεινο εξωλοθρευσαν.
10 Ekkor az Úr szózatot intézett Sámuelhez, mondva:10 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς τον Σαμουηλ, λεγων,
11 »Bánom, hogy királlyá tettem Sault, mert elhagyott engem, s nem hajtotta végre szavamat.« Elszomorodott erre Sámuel, s egész éjszaka kiáltott az Úrhoz.11 Μετεμεληθην οτι εκαμα τον Σαουλ βασιλεα? διοτι εστραφη απο οπισθεν μου και τους λογους μου δεν εξετελεσε. Και τουτο ελυπησε τον Σαμουηλ, και εβοησε προς τον Κυριον δι' ολης της νυκτος.
12 Amikor aztán éjszaka felkelt Sámuel, hogy reggelre Saul elé menjen, hírül hozták Sámuelnek, hogy Saul Kármelbe ment, s diadalívet emelt magának, s aztán megfordult, tovább ment, s lement Gilgálba. Odament tehát Sámuel Saulhoz, miközben Saul éppen egészen elégő áldozatot mutatott be az Úrnak az amalekitáktól hozott zsákmány legjavából.12 Και οτε εξηγερθη ο Σαμουηλ ενωρις δια να υπαγη εις συναντησιν του Σαουλ το πρωι, ανηγγειλαν προς τον Σαμουηλ, λεγοντες, Ο Σαουλ ηλθεν εις τον Καρμηλον, και ιδου, ανηγειρεν εις εαυτον τροπαιον? επειτα εστραφη και διεπερασε και κατεβη εις Γαλγαλα.
13 Amikor Sámuel odaért Saulhoz, azt mondta neki Saul: »Áldjon meg téged az Úr! Teljesítettem az Úr szavát!«13 Και υπηγεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ? και ειπεν ο Σαουλ προς αυτον, Ευλογημενος να ησαι παρα του Κυριου? εξετελεσα τον λογον του Κυριου.
14 Ám Sámuel azt mondta: »Hát micsoda juhok bégetése az, amely a fülembe hatol, s miféle marhák bőgése az, amelyet hallok?«14 Ειπε δε ο Σαμουηλ, Και τις η φωνη αυτη των προβατων εις τα ωτα μου, και η φωνη των βοων, την οποιαν ακουω;
15 Azt mondta erre Saul: »Az amalekitáktól hozták őket; a nép ugyanis megkímélte az aprójószág s a szarvasmarha legjavát, hogy feláldozza az Úrnak, a te Istenednek, a többit azonban megöltük.«15 Και ειπεν ο Σαουλ, Εκ των Αμαληκιτων εφεραν αυτα? διοτι ο λαος εφεισθη τα καλητερα των προβατων και των βοων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου? τα δε λοιπα εξωλοθρευσαμεν.
16 Azt mondta erre Sámuel Saulnak: »Engedd, hadd közöljem veled, mit mondott nekem az Úr ez éjszaka.« Ő így szólt: »Beszélj!«16 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Αφες, και θελω απαγγειλει προς σε τι ελαλησεν ο Κυριος εις εμε την νυκτα. Ο δε ειπε προς αυτον, Λεγε.
17 Azt mondta erre Sámuel: »Nemde, noha kicsiny is voltál a magad szemében, Izrael törzseinek fejévé lettél, és az Úr Izrael királyává kent fel téged.17 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ενω συ ησο μικρος εμπροσθεν των οφθαλμων σου, δεν εγεινες η κεφαλη των φυλων του Ισραηλ, και σε εχρισεν ο Κυριος βασιλεα επι τον Ισραηλ;
18 Aztán elküldött az Úr téged erre az útra és azt mondta: ‘Eredj, s pusztítsd el a vétkes amalekitákat, s hadakozz ellenük, amíg meg nem semmisülnek.’18 και σε εστειλεν ο Κυριος εις την οδον και ειπεν, Υπαγε και εξολοθρευσον τους αμαρτανοντας εις εμε, τους Αμαληκιτας, και πολεμησον εναντιον αυτων εωσου εξαφανισης αυτους?
19 Miért nem hallgattál tehát az Úr szavára? Miért estél neki a zsákmánynak, s miért cselekedted azt, ami gonosz az Úr előtt?«19 δια τι λοιπον δεν υπηκουσας της φωνης του Κυριου, αλλ' ωρμησας επι τα λαφυρα και επραξας το κακον ενωπιον του Κυριου;
20 Azt mondta erre Saul Sámuelnek: »Hiszen én hallgattam az Úr szavára, s elmentem arra az útra, amelyre az Úr küldött, s elhoztam Agágot, az amalekiták királyát, s megöltem az amalekitákat.20 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ναι, υπηκουσα της φωνης του Κυριου και υπηγα εις την οδον εις την οποιαν ο Κυριος με απεστειλε και εφερα τον Αγαγ τον βασιλεα του Αμαληκ, τους δε Αμαληκιτας εξωλοθρευσα?
21 A nép pedig azért vett el a zsákmányból aprójószágot és marhát, hogy a megölt jószág zsengéjeként áldozatul mutassa be az Úrnak, Istenének Gilgálban.«21 ο λαος ομως ελαβεν εκ των λαφυρων προβατα και βοας, τα καλητερα απο των απηγορευμενων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου εν Γαλγαλοις.
22 Azt mondta erre Sámuel: »Vajon egészen elégő áldozatokat s véresáldozatokat akar-e az Úr, s nem inkább azt, hogy engedelmeskedjenek az Úr szavának? Többet ér az engedelmesség, mint a véresáldozat, és a szófogadás többet, mint a kosok hájának bemutatása,22 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Μηπως ο Κυριος αρεσκεται εις τα ολοκαυτωματα και εις τας θυσιας, καθως εις το να υπακουωμεν της φωνης του Κυριου; ιδου, η υποταγη ειναι καλητερα παρα την θυσιαν? η υπακοη, παρα το παχος των κριων?
23 mert a varázslás bűnével ér fel az ellenszegülés, és a bálványimádás vétkével az engedelmesség megtagadása. Mivel tehát megvetetted az Úr szavát, azért az Úr is megvetett téged, hogy ne légy tovább király.«23 διοτι η απειθεια ειναι καθως το αμαρτημα της μαγειας? και το πεισμα, καθως η ασεβεια και ειδωλολατρεια? επειδη συ απερριψας τον λογον του Κυριου, δια τουτο και αυτος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς.
24 Azt mondta erre Saul Sámuelnek: »Vétkeztem, mert megszegtem az Úr szavát s a te szavadat, de féltem a néptől, azért engedtem szavuknak.24 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ημαρτησα? διοτι παρεβην το προσταγμα του Κυριου και τους λογους σου, φοβηθεις τον λαον και υπακουσας εις την φωνην αυτων?
25 Most azonban kérlek, vedd el bűnömet, s gyere vissza velem, hogy imádjam az Urat.«25 τωρα λοιπον συγχωρησον, παρακαλω, το αμαρτημα μου και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω τον Κυριον.
26 Ám Sámuel azt mondta Saulnak: »Nem megyek vissza veled, mert megvetetted az Úr szavát, s azért az Úr is megvetett téged, hogy ne légy tovább Izrael királya.«26 Ο δε Σαμουηλ ειπε προς τον Σαουλ, Δεν θελω επιστρεψει μετα σου? διοτι απερριψας τον λογον του Κυριου, και ο Κυριος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς επι τον Ισραηλ.
27 Azzal Sámuel megfordult, hogy távozzon: ő azonban megragadta palástja szélét, úgyhogy az elszakadt.27 Και καθως εστραφη ο Σαμουηλ δια να αναχωρηση, εκεινος επιασεν αυτον απο του κρασπεδου του ιματιου αυτου? και εξεσχισθη.
28 Azt mondta erre neki Sámuel: »Elszakította ma tőled az Úr Izrael királyságát, s odaadta másnak, aki különb, mint te.28 Και ειπε προς αυτον ο Σαμουηλ, Εξεσχισεν η Κυριος την βασιλειαν του Ισραηλ απο σου σημερον και εδωκεν αυτην εις τον πλησιον σου, τον καλητερον σου?
29 Izrael Győzedelmese nem von vissza, s nem bán meg semmit, mert nem ember, hogy megbánjon valamit!«29 ουδε θελει ψευσθη ο Ισχυρος του Ισραηλ ουδε μεταμεληθη? διοτι ουτος δεν ειναι ανθρωπος, ωστε να μεταμεληθη.
30 Ám ő azt mondta: »Vétkeztem! Most azonban tisztelj meg engem népem vénei és Izrael előtt: gyere vissza velem, hogy imádjam az Urat, Istenedet.«30 Ο δε ειπεν, Ημαρτησα? αλλα τιμησον με τωρα, παρακαλω, εμπροσθεν των πρεσβυτερων του λαου μου και εμπροσθεν του Ισραηλ, και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω Κυριον τον Θεον σου.
31 Megfordult tehát Sámuel és követte Sault és Saul imádta az Urat.31 Και επεστρεψεν ο Σαμουηλ κατοπιν του Σαουλ και προσεκυνησεν ο Σαουλ τον Κυριον.
32 Majd azt mondta Sámuel: »Hozzátok elém Agágot, az amalekiták királyát.« Oda is vitték eléje a kövér, remegő Agágot. Azt mondta ekkor Agág: »Így szakít el a keserű halál?«32 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ, Φερετε μοι ενταυθα Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων. Και ηλθε προς αυτον ο Αγαγ χαριεντως? διοτι ελεγεν ο Αγαγ, Βεβαιως η πικρια του θανατου επερασεν.
33 Azt mondta azonban Sámuel: »Amint kardod gyermektelenné tette az asszonyokat, úgy legyen gyermektelenné anyád is az asszonyok között.« Azzal darabokra szabdalta őt Sámuel az Úr előtt Gilgálban.33 Ο δε Σαμουηλ ειπε, Καθως ητεκνωσε γυναικας η ρομφαια σου, ουτω θελει ατεκνωθη μεταξυ των γυναικων η μητηρ σου. Και κατεκοψεν ο Σαμουηλ τον Αγαγ ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις.
34 Sámuel azután elment Ramátába, Saul pedig felment Gibeába, házába.34 Τοτε ανεχωρησεν ο Σαμουηλ εις Ραμα? ο δε Σαουλ ανεβη εις τον οικον αυτου, εις Γαβαα Σαουλ.
35 Sámuel nem is kereste fel többé Sault halála napjáig. Sámuel azonban egyre bánkódott Saul miatt, mivel az Úr megbánta, hogy Izrael királyává tette.35 Ο δε Σαμουηλ δεν ειδε πλεον τον Σαουλ εως της ημερας του θανατου αυτου? επενθησεν ομως ο Σαμουηλ δια τον Σαουλ. Και ο Κυριος μετεμεληθη οτι εκαμε τον Σαουλ βασιλεα επι τον Ισραηλ.