Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Bírák könyve 6


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Ám Izrael fiai ismét azt cselekedték, ami gonosz az Úr színe előtt, s azért ő hét esztendőre a mádiániták kezébe adta őket.1 και εποιησαν οι υιοι ισραηλ το πονηρον εναντι κυριου και παρεδωκεν αυτους κυριος εν χειρι μαδιαμ ετη επτα
2 Ezek annyira megnyomorgatták őket, hogy ők a hegyekben levő üregeket és barlangokat meg az erődöket használták fel maguknak oltalmul.2 και κατισχυσεν χειρ μαδιαμ επι ισραηλ και εποιησαν εαυτοις οι υιοι ισραηλ απο προσωπου μαδιαμ μανδρας εν τοις ορεσιν και τοις σπηλαιοις και τοις οχυρωμασιν
3 Mihelyt ugyanis befejezte Izrael a vetést, feljöttek a mádiániták s az amalekiták meg a többi napkeleti népség,3 και εγενετο οταν εσπειρεν ανηρ ισραηλ και ανεβαινεν μαδιαμ και αμαληκ και οι υιοι ανατολων και ανεβαινον επ' αυτον
4 s felütötték nála sátraikat, s úgy, ahogy a vetés állt, mindent elpusztítottak egészen Gáza bejárójáig, s teljességgel semmi élelmiszert sem hagytak Izraelben, sem juhot, sem marhát, sem szamarat.4 και παρενεβαλλον επ' αυτους και διεφθειραν τα εκφορια της γης εως του ελθειν εις γαζαν και ουχ υπελειποντο υποστασιν ζωης εν ισραηλ και ποιμνιον και μοσχον και ονον
5 Nyájastul, sátrastul jöttek fel és úgy elleptek mindent, mint a sáskák, nem volt se szeri, se száma embereiknek s tevéiknek, s amit értek, elpusztítottak.5 οτι αυτοι και τα κτηνη αυτων ανεβαινον και τας σκηνας αυτων παρεφερον και παρεγινοντο ως ακρις εις πληθος και αυτοις και ταις καμηλοις αυτων ουκ ην αριθμος και παρεγινοντο εν τη γη ισραηλ του διαφθειρειν αυτην
6 Izrael pedig nagyon elszegényedett a mádiániták miatt.6 και επτωχευσεν ισραηλ σφοδρα απο προσωπου μαδιαμ και εκεκραξαν οι υιοι ισραηλ προς κυριον
7 Ekkor az Úrhoz kiáltottak és segítséget kértek a mádiániták ellen.7 και εγενετο επει εκεκραξαν οι υιοι ισραηλ προς κυριον δια μαδιαμ
8 Ő egy prófétát küldött hozzájuk, aki ezt mondta nekik: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Én felhoztalak titeket Egyiptomból, kihoztalak titeket a rabszolgaság házából,8 και εξαπεστειλεν κυριος ανδρα προφητην προς τους υιους ισραηλ και ειπεν αυτοις ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ εγω ειμι ο αναβιβασας υμας εξ αιγυπτου και εξηγαγον υμας εξ οικου δουλειας
9 kiszabadítottalak titeket az egyiptomiaknak s mindazon ellenségeiteknek a kezéből, akik sanyargattak titeket, s kiűztem őket előletek, s nektek adtam földjüket.9 και εξειλαμην υμας εκ χειρος αιγυπτου και εκ χειρος παντων των θλιβοντων υμας και εξεβαλον αυτους εκ προσωπου υμων και εδωκα υμιν την γην αυτων
10 Azt mondtam azonban: Én, az Úr, vagyok a ti Istenetek, ne féljétek az amoriták isteneit, akiknek a földjén laktok, de ti nem akartatok hallgatni szavamra.«10 και ειπα υμιν εγω κυριος ο θεος υμων ου φοβηθησεσθε τους θεους του αμορραιου εν οις υμεις ενοικειτε εν τη γη αυτων και ουκ εισηκουσατε της φωνης μου
11 Aztán elment az Úr angyala, s leült az alatt a tölgyfa alatt, amely Efrában volt és Joáshoz, Ezri nemzetségének atyjához tartozott. Amikor annak a fia, Gedeon éppen gabonát csépelt és tisztított a sajtóban, hogy megmentse a mádiániták elől,11 και ηλθεν αγγελος κυριου και εκαθισεν υπο την δρυν την ουσαν εν εφραθα την του ιωας πατρος αβιεζρι και γεδεων ο υιος αυτου ερραβδιζεν πυρους εν ληνω του εκφυγειν εκ προσωπου μαδιαμ
12 megjelent neki az Úr angyala, és azt mondta: »Az Úr veled, hős vitéz!«12 και ωφθη αυτω αγγελος κυριου και ειπεν προς αυτον κυριος μετα σου δυνατος τη ισχυι
13 Gedeon megkérdezte tőle: »Kérlek, uram, ha velünk van az Úr, miért ért minket mindez? Hol vannak azok a csodái, amelyekről atyáink beszéltek, amikor azt mondták: ‘Az Úr hozott ki minket Egyiptomból?’ Most ugyanis elhagyott minket az Úr, s a mádiániták kezébe adott.«13 και ειπεν προς αυτον γεδεων εν εμοι κυριε και ει εστιν κυριος μεθ' ημων ινα τι ευρεν ημας παντα τα κακα ταυτα και που εστιν παντα τα θαυμασια αυτου οσα διηγησαντο ημιν οι πατερες ημων λεγοντες ουχι εξ αιγυπτου ανηγαγεν ημας κυριος και νυν απωσατο ημας και παρεδωκεν ημας εν χειρι μαδιαμ
14 Ekkor az Úr rátekintett, és így szólt: »Menj el a te saját erőddel és szabadítsd meg Izraelt a mádiániták kezéből. Vedd tudomásul, hogy én küldtelek.«14 και επεβλεψεν προς αυτον ο αγγελος κυριου και ειπεν αυτω πορευου εν τη ισχυι σου και σωσεις τον ισραηλ και ιδου εξαπεστειλα σε
15 Ő azonban megkérdezte: »Kérlek, Uram, mivel szabadítsam meg Izraelt? Íme, nemzetségem a legcsekélyebb Manasszéban, és én a legkisebb vagyok apám házában.«15 και ειπεν προς αυτον γεδεων εν εμοι κυριε εν τινι σωσω τον ισραηλ ιδου η χιλιας μου ταπεινοτερα εν μανασση και εγω ειμι μικρος εν τω οικω του πατρος μου
16 Az Úr erre azt felelte: »Én veled leszek, s te úgy megvered a mádiánitákat, mintha csak egyetlenegy embert vernél meg.«16 και ειπεν προς αυτον ο αγγελος κυριου κυριος εσται μετα σου και παταξεις την μαδιαμ ωσει ανδρα ενα
17 Erre ő így szólt: »Ha csakugyan kegyelmet találtam előtted, adj nekem valami jelt, hogy Te szólsz hozzám,17 και ειπεν προς αυτον γεδεων και ει ευρον χαριν εν οφθαλμοις σου και ποιησεις μοι σημειον οτι συ λαλεις μετ' εμου
18 és ne menj el innen, amíg vissza nem térek hozzád, s ki nem hozom áldozatomat, és fel nem ajánlom neked.« Az Úr azt felelte: »Itt maradok, amíg vissza nem jössz.«18 μη κινηθης εντευθεν εως του ελθειν με προς σε και οισω την θυσιαν μου και θησω ενωπιον σου και ειπεν εγω ειμι καθησομαι εως του επιστρεψαι σε
19 Erre Gedeon bement, megfőzött egy gödölyét, egy véka lisztből kovásztalan kenyeret készített, aztán a húst egy kosárba tette, a hús levét pedig egy fazékba öntötte, s kivitte mindezt a tölgy alá, s felajánlotta neki.19 και γεδεων εισηλθεν και εποιησεν εριφον αιγων και οιφι αλευρου αζυμα και τα κρεα επεθηκεν επι το κανουν και τον ζωμον ενεχεεν εις χυτραν και εξηνεγκεν προς αυτον υπο την δρυν και προσεκυνησεν
20 Az Úr angyala ekkor azt mondta neki: »Vedd a húst meg a kovásztalan kenyeret, s tedd erre a sziklára, a levet pedig öntsd rá.« Amikor ő ezt megtette,20 και ειπεν προς αυτον ο αγγελος κυριου λαβε τα κρεα και τους αρτους τους αζυμους και θες προς την πετραν εκεινην και τον ζωμον εκχεον και εποιησεν ουτως
21 az Úr angyala odanyújtotta a kezében levő bot végét, s megérintette vele a húst és a kovásztalan kenyeret. A sziklából tűz szállt fel, s megemésztette a húst s a kovásztalan kenyeret. Erre az Úr angyala eltűnt szeme elől.21 και εξετεινεν ο αγγελος κυριου το ακρον της ραβδου της εν τη χειρι αυτου και ηψατο των κρεων και των αζυμων και ανηφθη πυρ εκ της πετρας και κατεφαγεν τα κρεα και τους αζυμους και ο αγγελος κυριου απηλθεν εξ οφθαλμων αυτου
22 Amikor Gedeon látta, hogy az Úr angyala volt az, így szólt: »Jaj nekem, Uram Isten, mert színről színre láttam az Úr angyalát!«22 και ειδεν γεδεων οτι αγγελος κυριου εστιν και ειπεν γεδεων α α κυριε κυριε οτι ειδον τον αγγελον κυριου προσωπον προς προσωπον
23 Ám az Úr azt mondta neki: »Béke veled! Ne félj, nem halsz meg!«23 και ειπεν αυτω κυριος ειρηνη σοι μη φοβου μη αποθανης
24 Erre Gedeon oltárt épített ott az Úrnak, s elnevezte azt az ‘Úr békéjének’. Ott is van mind a jelen napig Abiézer fiainak Efrájában.24 και ωκοδομησεν εκει γεδεων θυσιαστηριον τω κυριω και εκαλεσεν αυτο ειρηνη κυριου εως της ημερας ταυτης ετι αυτου οντος εν εφραθα πατρος του εζρι
25 Ugyanazon éjjel azt mondta az Úr neki: »Vedd apád bikáját és pedig a másodikat, a hétesztendős bikát, rontsd le apád Baál oltárát, vágd ki az oltár körül levő berket,25 και εγενηθη τη νυκτι εκεινη και ειπεν αυτω κυριος λαβε τον μοσχον τον σιτευτον του πατρος σου μοσχον τον επταετη και καθελεις το θυσιαστηριον του βααλ ο εστιν του πατρος σου και το αλσος το επ' αυτω εκκοψεις
26 és építs oltárt az Úrnak, a te Istenednek ennek a sziklának a tetején, ahova az előbb az áldozatot helyezted. Aztán vedd a második bikát, és mutasd be egészen elégő áldozatul azon a farakáson, amelyet majd a berekből kivágsz.«26 και οικοδομησεις θυσιαστηριον κυριω τω θεω σου τω οφθεντι σοι επι της κορυφης του ορους μαωζ τουτου εν τη παραταξει και λημψη τον μοσχον και ανοισεις ολοκαυτωμα εν τοις ξυλοις του αλσους ου εκκοψεις
27 Erre Gedeon maga mellé vett tíz embert a rabszolgái közül, s úgy cselekedett, ahogy az Úr parancsolta. Mivel azonban félt apja házanépétől s a város embereitől, nem akarta nappal megtenni, hanem éjjel végzett el mindent.27 και ελαβεν γεδεων τρεις και δεκα ανδρας απο των δουλων αυτου και εποιησεν καθα ελαλησεν προς αυτον κυριος και εγενετο ως εφοβηθη τον οικον του πατρος αυτου και τους ανδρας της πολεως μη ποιησαι ημερας και εποιησεν νυκτος
28 Amikor aztán reggel a város emberei felkeltek, látták, hogy Baál oltára le van rontva, a berek kivágva, s a második bika rátéve az akkor épült oltárra.28 και ωρθρισαν οι ανδρες της πολεως το πρωι και ιδου κατεσκαμμενον το θυσιαστηριον του βααλ και το αλσος το επ' αυτω εκκεκομμενον και ο μοσχος ο σιτευτος ανηνεγμενος εις ολοκαυτωμα επι το θυσιαστηριον το ωκοδομημενον
29 Erre azt mondták egymásnak: »Ki művelte ezt?« Amikor aztán kutatták a dolog szerzőjét, azt mondták nekik: »Gedeon, Joás fia cselekedte mindezt.«29 και ειπεν ανηρ προς τον πλησιον αυτου τις εποιησεν το πραγμα τουτο και ανηταζον και εξεζητουν και ειπαν γεδεων ο υιος ιωας εποιησεν το πραγμα τουτο
30 Erre így szóltak Joáshoz: »Hozd ki ide a fiadat, meg kell halnia, mert lerontotta Baál oltárát, s kivágta a berket.«30 και ειπαν οι ανδρες της πολεως προς ιωας εξαγαγε τον υιον σου και αποθανετω οτι κατεσκαψεν το θυσιαστηριον του βααλ και οτι εκοψεν το αλσος το επ' αυτω
31 Ő azonban ezt felelte nekik: »Hát ti álltok bosszút Baálért, hogy ti hadakoztok érte? Aki harcol Baálért, holnap reggelig meghal! Ha ő isten, álljon ő maga bosszút azon, aki lerontotta oltárát.«31 και ειπεν ιωας προς τους ανδρας τους εσταμενους επ' αυτον μη υμεις νυν δικαζεσθε περι του βααλ η υμεις σωζετε αυτον ος αντεδικησεν αυτον αποθανειται εως πρωι ει εστιν θεος αυτος εκδικησει αυτον οτι κατεσκαψεν το θυσιαστηριον αυτου
32 Ettől a naptól kezdve Gedeont Jerubaálnak nevezték, azért, mert Joás azt mondta: »Baál maga álljon bosszút azon, aki lerontotta oltárát.«32 και εκαλεσεν αυτο εν τη ημερα εκεινη δικαστηριον του βααλ οτι κατεσκαψεν το θυσιαστηριον αυτου
33 Erre a mádiániták, az amalekiták s a keleti népek valamennyien egybesereglettek, s átkeltek a Jordánon és tábort ütöttek Jezrael völgyében.33 και πασα μαδιαμ και αμαληκ και υιοι ανατολων συνηχθησαν επι το αυτο και διεβησαν και παρενεβαλον εν τη κοιλαδι ιεζραελ
34 Ekkor az Úr lelke megszállta Gedeont, mire ő megfújta a harsonát, s összehívta Abiézer házát, hogy kövesse.34 και πνευμα θεου ενεδυσεν τον γεδεων και εσαλπισεν εν κερατινη και εβοησεν αβιεζερ οπισω αυτου
35 Követeket küldött egész Manasszéba, s azok is követték, más követeket pedig Áserbe, Zebulonba és Naftaliba, s azok is csatlakoztak hozzá.35 και αγγελους εξαπεστειλεν εν παντι μανασση και εβοησεν και αυτος οπισω αυτου και εξαπεστειλεν αγγελους εν ασηρ και εν ζαβουλων και εν νεφθαλι και ανεβησαν εις συναντησιν αυτου
36 Azt mondta ekkor Gedeon az Úrnak: »Ha csakugyan meg akarod szabadítani kezem által Izraelt, amint mondtad:36 και ειπεν γεδεων προς τον θεον ει σωζεις εν τη χειρι μου τον ισραηλ ον τροπον ελαλησας
37 leteszem a gyapjúfürtöt a szérűre, s ha csak magán a gyapjún lesz harmat, de a föld teljesen száraz marad, tudni fogom, hogy megszabadítod kezem által Izraelt, amint mondtad.«37 ιδου εγω απερειδομαι τον ποκον των εριων εν τω αλωνι και εαν δροσος γενηται επι τον ποκον μονον και επι πασαν την γην ξηρασια και γνωσομαι οτι σωζεις εν τη χειρι μου τον ισραηλ ον τροπον ελαλησας
38 Úgy is lett. Amikor ugyanis reggelre kelve kifacsarta a gyapjút, egy csészét töltött meg a harmattal.38 και εγενετο ουτως και ωρθρισεν γεδεων τη επαυριον και απεπιασεν τον ποκον και απερρυη η δροσος εκ του ποκου πληρης λεκανη υδατος
39 Azt mondta erre Istennek: »Ne gerjedjen fel haragod ellenem, ha még egy próbát teszek, s jelet keresek a gyapjún. Kérlek, maradjon maga a gyapjú száraz, az egész föld pedig legyen harmattól nedves.«39 και ειπεν γεδεων προς τον θεον μη οργισθητω ο θυμος σου εν εμοι και λαλησω ετι απαξ και πειρασω ετι απαξ εν τω ποκω και γενηθητω ξηρασια επι τον ποκον μονον επι δε πασαν την γην γενηθητω δροσος
40 Úgy is cselekedett Isten azon az éjszakán, ahogy ő kívánta: maga a gyapjú száraz maradt, az egész föld pedig harmatos lett.40 και εποιησεν ο θεος ουτως εν τη νυκτι εκεινη και εγενετο ξηρασια επι τον ποκον μονον επι δε πασαν την γην εγενετο δροσος