Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

Második Törvénykönyv 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezek azok a szavak, amelyeket Mózes egész Izraelhez intézett a Jordánon túl, a pusztában, a Mezőségen, a Vörös-tengerrel átellenben, Párán, Tófel, Lábán és Hácerót között, ahol igen sok arany van.1 Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Μωυσης προς παντα τον Ισραηλ, εντευθεν του Ιορδανου εν τη ερημω, εν τη πεδιαδι κατεναντι Σουφ, μεταξυ Φαραν και Τοφελ και Λαβαν και Ασηρωθ και Διζααβ.
2 Tizenegy napig tart a járás a Hórebtől a Szeír hegy felé vivő úton Kádes-Barneáig.2 Ενδεκα ημεραι ειναι απο Χωρηβ, δια της οδου του ορους Σηειρ, εως Καδης-βαρνη.
3 A negyvenedik esztendőben, a tizenegyedik hónapban, a hó első napján Mózes elmondta Izrael fiainak mindazt, amit megparancsolt neki az Úr,3 Και το τεσσαρακοστον ετος τον ενδεκατον μηνα, τη πρωτη του μηνος ελαλησεν ο Μωυσης προς τους υιους Ισραηλ, κατα παντα οσα προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος περι αυτων?
4 miután megverte Szihont, az amoriták királyát, aki Hesebonban lakott, meg Ógot, Básán királyát, aki Astarótban és Edráiban lakott.4 αφου επαταξε τον Σηων βασιλεα των Αμορραιων, οστις κατωκει εν Εσεβων, και τον Ωγ βασιλεα της Βασαν, οστις κατωκει εν Ασταρωθ εν Εδρει?
5 A Jordánon túl Moáb földjén kezdte el Mózes kifejteni a törvényt ezekkel a szavakkal:5 εντευθεν του Ιορδανου εν τη γη Μωαβ ηρχισεν ο Μωυσης να διασαφη τον νομον τουτον, λεγων,
6 »Az Úr, a mi Istenünk szólt hozzánk a Hóreben, és azt mondta: ‘Eleget voltatok már ennél a hegynél!6 Κυριος ο Θεος ημων ελαλησε προς ημας εν Χωρηβ λεγων, Αρκει οσον εμεινατε εν τω ορει τουτω?
7 Forduljatok meg, és menjetek el az amoriták hegységére, s a többi helyre, amely annak közelében van: a Mezőségre, a Hegyvidékre, az Alföldre, a Délvidékre, a tenger mellékére, a kánaániak földjére és a Libanonra, egészen a nagy folyóig, az Eufráteszig.7 στρεψατε και ακολουθησατε την οδον σας και υπαγετε εις το ορος των Αμορραιων και εις παντας τους περιοικους αυτου εις την πεδιαδα, εις το ορος και εις την κοιλαδα και εις την μεσημβριαν και εις τα παραλια, την γην των Χαναναιων και τον Λιβανον, εως του μεγαλου ποταμου, του ποταμου Ευφρατου?
8 Íme, mondom, nektek adtam azt: menjetek be, és foglaljátok el azt a földet, amely felől megesküdött az Úr atyáitoknak, Ábrahámnak, Izsáknak és Jákobnak, hogy nekik és utódaiknak adja.’8 ιδου, εγω παρεδωκα εμπροσθεν σας την γην? εισελθετε και κυριευσατε την γην, την οποιαν ωμοσε Κυριος προς τους πατερας σας, προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ, να δωση εις αυτους και εις το σπερμα αυτων μετ' αυτους.
9 Ugyanabban az időben én azt mondtam nektek:9 Και ειπα προς εσας κατ' εκεινον τον καιρον, λεγων, Δεν δυναμαι εγω μονος να σας βασταζω?
10 Egymagam nem boldogulok veletek, mert az Úr, a ti Istenetek megsokasított titeket, s immár olyan sokan vagytok, mint az ég csillagai.10 Κυριος ο Θεος σας σας επληθυνε και ιδου, την σημερον εισθε ως τα αστρα του ουρανου κατα το πληθος?
11 Adjon az Úr, atyáitok Istene még sok ezret e számhoz, s áldjon meg titeket, amint mondta! –11 Κυριος ο Θεος των πατερων σας να σας καμη χιλιακις περισσοτερους παρ' ο, τι εισθε και να σας ευλογηση, καθως ελαλησε προς εσας?
12 De én egymagam nem győzöm ügyeiteket, terheiteket és pereiteket.12 πως θελω δυνηθη εγω μονος να βαστασω την ενοχλησιν σας και το φορτιον σας και τας αντιλογιας σας;
13 Adjatok tehát közületek bölcs és értelmes férfiakat, akiknek magaviselete törzseitekben elismert, hogy feljebbvalóitokká tegyem őket.13 λαβετε ανδρας σοφους και συνετους και γνωστους μεταξυ των φυλων σας, και θελω καταστησει αυτους αρχηγους εφ' υμας.
14 Ekkor ti ezt feleltétek nekem: ‘Jó dolog, amit tenni akarsz.’14 Και απεκριθητε προς εμε λεγοντες, Καλος ο λογος, τον οποιον ελαλησας, δια να καμωμεν αυτον.
15 Vettem tehát törzseitekből bölcs és nemes férfiakat, és megtettem őket feljebbvalóitokká: ezrek, százak, ötvenek és tizek fejeivé, hogy tanítsanak titeket mindenben.15 Τοτε ελαβον τους αρχηγους των φυλων σας, ανδρας σοφους και γνωστους και κατεστησα αυτους αρχηγους εφ' υμας, χιλιαρχους και εκατονταρχους και πεντηκονταρχους και δεκαρχους και επιστατας των φυλων σας.
16 Aztán megparancsoltam nekik: Hallgassátok meg őket, s ami igazságos, azt ítéljétek, akár bennszülött az illető, akár idegen.16 Και προσεταξα εις τους κριτας σας κατ' εκεινον τον καιρον λεγων, Ακουετε αναμεσον των αδελφων σας και κρινετε δικαιως αναμεσον ανθρωπου και του αδελφου αυτου και του ξενου αυτου.
17 Semmi különbség se legyen a személyek között: a kicsit éppúgy hallgassátok meg, mint a nagyot, senkinek a személyére se tekintsetek, mert Isten ügye az ítélet. Ha valami nehéznek tűnik nektek, terjesszétek elém, azt én hallgatom meg.17 Εν τη κρισει δεν θελετε αποβλεπει εις προσωπα? θελετε ακουει τον μικρον ως τον μεγαλον? δεν θελετε φοβεισθαι προσωπον ανθρωπου? διοτι η κρισις ειναι του Θεου? και πασαν υποθεσιν, ητις ηθελεν εισθαι πολυ δυσκολος δια σας, αναφερετε αυτην εις εμε, και εγω θελω ακουει αυτην.
18 Aztán megparancsoltam mindazt, amit tennetek kell.18 Και προσεταξα εις εσας κατα τον καιρον εκεινον παντα οσα επρεπε να πραττητε.
19 Ezek után elindultunk a Hórebtől, és átmentünk azon a rettenetes és végtelen nagy pusztán, amelyet láttatok, az amoriták hegysége felé vivő úton, amint az Úr, a mi Istenünk parancsolta nekünk. Amikor aztán Kádes-Barneába jutottunk,19 Και σηκωθεντες απο Χωρηβ, διεπερασαμεν πασαν την ερημον την μεγαλην και φοβεραν εκεινην, την οποιαν ειδετε, οδοιπορουντες προς το ορος των Αμορραιων, καθως Κυριος ο Θεος ημων προσεταξεν εις ημας, και ηλθομεν εως Καδης-βαρνη.
20 azt mondtam nektek: Eljutottatok az amoriták hegységéig, amelyet az Úr, a mi Istenünk nekünk ad.20 Και ειπα προς εσας, Ηλθετε εις το ορος των Αμορραιων, το οποιον διδει εις ημας Κυριος ο Θεος ημων?
21 Lásd e földet, amelyet az Úr, a te Istened neked ad, menj fel, és foglald el, amint az Úr, a mi Istenünk atyáidnak mondta; ne félj és semmit se rettegj.21 ιδου, Κυριος ο Θεος σου παρεδωκε την γην εμπροσθεν σου? αναβα, κυριευσον, καθως ελαλησε προς σε Κυριος ο Θεος των πατερων σου? μη φοβηθης μηδε δειλιασης.
22 Erre valamennyien elém járultatok, és azt mondtátok: ‘Küldjünk el férfiakat, hogy vegyék szemügyre a földet, és mondják meg, melyik úton kell felmennünk, és mely városokba kell mennünk.’22 Και ηλθετε προς εμε παντες υμεις και ειπετε, Ας αποστειλωμεν ανδρας εμπροσθεν ημων και ας κατασκοπευσωσιν εις ημας την γην και ας απαγγειλωσι προς ημας την οδον δι' ης πρεπει να αναβωμεν? και τας πολεις εις τας οποιας θελομεν υπαγει.
23 Mivel tetszett nekem ez a beszéd, elküldtem közületek tizenkét férfit, egyet-egyet minden törzsből.23 Και ηρεσεν εις εμε ο λογος και ελαβον εξ υμων δωδεκα ανδρας, ανδρα ενα κατα φυλην.
24 Azok el is indultak, felmentek a hegységre, és eljutottak egészen a Szőlőfürt völgyéig. Szemügyre vették a földet,24 Και στραφεντες ανεβησαν εις το ορος, και ηλθον μεχρι της φαραγγος Εσχωλ και κατεσκοπευσαν αυτην.
25 vettek gyümölcséből, s hogy megmutassák termékenységét, elhozták hozzánk, és azt mondták: ‘Jó az a föld, amelyet az Úr, a mi Istenünk adni fog nekünk.’25 Και λαβοντες εις τας χειρας αυτων εκ των καρπων της γης, εφεραν προς ημας, και απηγγειλαν προς ημας, λεγοντες, Καλη ειναι η γη, την οποιαν Κυριος ο Θεος ημων διδει εις ημας.
26 Ti azonban nem akartatok felmenni, hanem ellene szegültetek az Úr, a mi Istenünk szavának.26 Αλλα σεις δεν ηθελησατε να αναβητε, αλλ' ηπειθησατε εις την προσταγην Κυριου του Θεου σας.
27 Zúgolódtatok sátraitokban, és azt mondtátok: ‘Gyűlöl minket az Úr. Azért hozott ki minket Egyiptom földjéről, hogy az amoriták kezébe adjon, és eltöröljön bennünket.27 Και εγογγυσατε εις τας σκηνας σας, λεγοντες, Επειδη εμισει ημας ο Κυριος, εξεβαλεν ημας εκ της γης Αιγυπτου, δια να παραδωση ημας εις την χειρα των Αμορραιων, ωστε να εξολοθρευθωμεν?
28 Hova menjünk fel? Maguk a kémek félemlítették meg szívünket, mert azt mondták: Igen nagy az a sokaság, termetre szálasabb nálunknál, a városok nagyok, és meg vannak erősítve az égig: az enakiták fiait láttuk mi ott.’28 που αναβαινομεν ημεις; οι αδελφοι ημων εδειλιασαν την καρδιαν ημων, λεγοντες, Ο λαος ειναι μεγαλητερος και υψηλοτερος ημων? αι πολεις μεγαλαι και τετειχισμεναι εως του ουρανου? αλλα και υιους των Ανακειμ ειδομεν εκει.
29 Erre én azt mondtam nektek: Ne rettegjetek, és ne féljetek tőlük.29 Εγω δε ειπα προς εσας, Μη τρομαξητε μηδε φοβηθητε απ' αυτων?
30 Az Úr Isten, aki vezet titeket, maga fog harcolni értetek, mint ahogy Egyiptomban cselekedett mindenki szeme láttára.30 Κυριος ο Θεος σας, οστις προπορευεται εμπροσθεν σας, αυτος θελει πολεμησει υπερ υμων κατα παντα οσα εκαμεν υπερ υμων εν Αιγυπτω ενωπιον των οφθαλμων υμων?
31 A pusztában is – te magad láttad –, úgy hordozott téged az Úr, a te Istened, mint ahogy az ember szokta hordozni kicsi gyermekét, az egész úton, amelyen jártatok, amíg eljutottatok erre a helyre.31 και εν τη ερημω, οπου ειδες τινι τροπω Κυριος ο Θεος σου σε εβαστασε, καθως βασταζει ανθρωπος τον υιον αυτου, κατα πασαν την οδον την οποιαν περιεπατησατε εωσου ηλθετε εις τουτον τον τοπον.
32 De még ekkor sem hittetek az Úrnak, a ti Isteneteknek,32 κατα τουτο ομως δεν επιστευσατε εις Κυριον τον Θεον σας,
33 aki előttetek járt az úton, és kijelölte a helyet, ahol sátraitokat fel kellett állítanotok, és éjszaka tűz által mutatta nektek az utat, nappal pedig felhőoszlop által.33 οστις προεπορευετο εμπροσθεν σας εν τη οδω, δια να σας ευρισκη τοπον στρατοπεδευσεως, την μεν νυκτα δια πυρος, δια να δεικνυη εις εσας την οδον καθ' ην επρεπε να βαδιζητε, την δε ημεραν δια νεφελης.
34 Amikor aztán az Úr meghallotta siránkozásotokat, megharagudott és megesküdött:34 Και ηκουσεν ο Κυριος την φωνην των λογων σας και ωργισθη, και ωμοσε λεγων,
35 ‘E gonosz nemzedéknek férfiai közül senki sem fogja meglátni azt a jó földet, amelyet esküvel ígértem atyáitoknak –35 Ουδεις εκ των ανθρωπων τουτων της κακης ταυτης γενεας θελει ιδει την γην την καλην, την οποιαν ωμοσα να δωσω εις τους πατερας σας,
36 kivéve Kálebet, Jefóne fiát: ő ugyanis meglátja, és neki meg fiainak adom azt a földet, amelyet taposott, mert követte az Urat.’ –36 εκτος Χαλεβ υιου του Ιεφοννη? ουτος θελει ιδει αυτην, και εις τουτον θελω δωσει την γην, εις την οποιαν επατησε και εις τους υιους αυτου, διοτι ουτος εντελως ηκολουθησε τον Κυριον.
37 Nem is lehet csodálni a nép ellen való haragját, amikor még énrám is megharagudott az Úr miattatok, s így szólt: ‘Te sem mégy be oda!37 Και κατ' εμου εθυμωθη ο Κυριος δια σας, λεγων, Ουδε συ θελεις εισελθει εκει?
38 Józsue, Nún fia, a te szolgád megy be helyetted. Biztasd őt, és erősítsd, mert ő osztja el sorshúzással azt a földet Izraelnek.38 Ιησους ο υιος του Ναυη, ο παρισταμενος ενωπιον σου, ουτος θελει εισελθει εκει? ενισχυσον αυτον, διοτι αυτος θελει κληροδοτησει αυτην εις τον Ισραηλ?
39 Gyermekeitek, akikről azt mondtátok, hogy fogságba kerülnek, s fiaitok, akik ma még nem ismerik a jó és rossz különbségét, azok mennek be; nekik adom azt a földet, s ők foglalják el.39 και τα παιδια σας, τα οποια ελεγετε οτι θελουσι γεινει λαφυρον, και οι υιοι σας, οιτινες την σημερον δεν γνωριζουσι καλον η κακον, αυτοι θελουσιν εισελθει εκει και εις αυτους θελω δωσει αυτην, και αυτοι θελουσι κληρονομησει αυτην?
40 Ti azonban forduljatok meg, s menjetek vissza a pusztába, a Vörös-tenger felé vivő úton!’40 σεις ομως επιστρεψατε και υπαγετε εις την ερημον, κατα την οδον της Ερυθρας θαλασσης.
41 Erre ti azt feleltétek nekem: ‘Vétkeztünk az Úr ellen; felmegyünk és harcolunk, amint az Úr, a mi Istenünk parancsolta.’ Amikor aztán felfegyverkeztetek, s a hegyre tartottatok,41 Τοτε απεκριθητε και ειπετε προς εμε, Ημαρτησαμεν εις τον Κυριον? ημεις θελομεν αναβη και πολεμησει κατα παντα οσα προσεταξεν εις ημας Κυριος ο Θεος ημων. Και ζωσθεντες εκαστος τα πολεμικα οπλα αυτου, ησθε προπετεις να αναβητε εις το ορος.
42 azt mondta nekem az Úr: ‘Mondd nekik: Ne menjetek fel, s ne harcoljatok, mert nem vagyok veletek, hogy el ne hulljatok ellenségeitek előtt.’42 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ειπε προς αυτους, Μη αναβητε μηδε πολεμησητε, διοτι εγω δεν ειμαι εν μεσω υμων, δια να μη συντριφθητε εμπροσθεν των εχθρων σας.
43 Én szóltam, de ti nem hallgattatok rám, hanem szembeszálltatok az Úr parancsával, és felfuvalkodottan felmentetek a hegyre.43 ουτως ελαλησα προς εσας? και δεν εισηκουσατε, αλλ' ηπειθησατε εις την προσταγην του Κυριου, και θρασυνομενοι ανεβητε εις το ορος.
44 Erre kijöttek az amoriták, akik a hegységben laktak, felvonultak ellenetek, és úgy megkergettek titeket, ahogy a méhek szokták megkergetni az embert, és vágtak titeket Szeírtől Hormáig.44 Και εξηλθον οι Αμορραιοι, οι κατοικουντες εν τω ορει εκεινω, εις συναντησιν υμων και κατεδιωξαν υμας, καθως καμνουσιν αι μελισσαι, και επαταξαν υμας εν Σηειρ, εως Ορμα.
45 Amikor aztán visszatértetek és sírtatok az Úr előtt, ő nem hallgatott meg titeket, s nem akart figyelni szavatokra.45 Τοτε επιστρεψαντες εκλαυσατε ενωπιον του Κυριου? αλλ' ο Κυριος δεν εισηκουσε της φωνης υμων ουδε εδωκεν εις υμας ακροασιν.
46 Így hosszú időn keresztül Kádes-Barneában maradtatok.46 Και εμεινατε εν Καδης ημερας πολλας, οσασδηποτε ημερας εμεινατε.