Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Jeremiás siralmai 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Milyen magányosan ül a város, amely tele volt néppel! Olyan lett, mint az özvegy, pedig nagy volt a nemzetek között, úrnő a tartományok között, mégis robotmunkássá lett!1 πως εκαθισεν μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων εγενηθη ως χηρα πεπληθυμμενη εν εθνεσιν αρχουσα εν χωραις εγενηθη εις φορον
2 Sírva sír az éjszakában, és könnye csorog az arcán. Nincs senki, aki vigasztalja azok közül, akik szerették. Barátai mind cserbenhagyták, ellenségeivé lettek.2 κλαιουσα εκλαυσεν εν νυκτι και τα δακρυα αυτης επι των σιαγονων αυτης και ουχ υπαρχει ο παρακαλων αυτην απο παντων των αγαπωντων αυτην παντες οι φιλουντες αυτην ηθετησαν εν αυτη εγενοντο αυτη εις εχθρους
3 Fogságba ment Júda a nyomorúságból és a nagy szolgaságból. A nemzetek között lakik, de nem talált nyugalmat. Üldözői mind utolérték a szorongattatások közepette.3 μετωκισθη η ιουδαια απο ταπεινωσεως αυτης και απο πληθους δουλειας αυτης εκαθισεν εν εθνεσιν ουχ ευρεν αναπαυσιν παντες οι καταδιωκοντες αυτην κατελαβον αυτην ανα μεσον των θλιβοντων
4 Sion útjai gyászolnak, mert nincs, aki ünnepre jönne. Kapui mind elpusztultak, papjai sóhajtoznak. Szüzei szomorúak, és ő is csupa keserűség.4 οδοι σιων πενθουσιν παρα το μη ειναι ερχομενους εν εορτη πασαι αι πυλαι αυτης ηφανισμεναι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν αι παρθενοι αυτης αγομεναι και αυτη πικραινομενη εν εαυτη
5 Ellenségei fölékerekedtek, ellenfelei gondtalanul élnek; mert az Úr szomorította meg őt sok vétke miatt. Gyermekei fogságba mentek az ellenség előtt.5 εγενοντο οι θλιβοντες αυτην εις κεφαλην και οι εχθροι αυτης ευθηνουσαν οτι κυριος εταπεινωσεν αυτην επι το πληθος των ασεβειων αυτης τα νηπια αυτης επορευθησαν εν αιχμαλωσια κατα προσωπον θλιβοντος
6 Eltávozott Sion leányától minden ékessége. Olyanok lettek fejedelmei, mint a szarvasok, amelyek nem találtak legelőt, és erőtlenül mentek az üldöző előtt.6 και εξηλθεν εκ θυγατρος σιων πασα η ευπρεπεια αυτης εγενοντο οι αρχοντες αυτης ως κριοι ουχ ευρισκοντες νομην και επορευοντο εν ουκ ισχυι κατα προσωπον διωκοντος
7 Visszaemlékezett Jeruzsálem nyomorúságának s hontalanságának napjaiban minden drágaságára, mely övé volt az ősidő napjaitól. De amikor népe ellenség kezébe esett, és nem volt segítője, látták őt ellenségei, és nevettek pusztulásán.7 εμνησθη ιερουσαλημ ημερων ταπεινωσεως αυτης και απωσμων αυτης παντα τα επιθυμηματα αυτης οσα ην εξ ημερων αρχαιων εν τω πεσειν τον λαον αυτης εις χειρας θλιβοντος και ουκ ην ο βοηθων αυτη ιδοντες οι εχθροι αυτης εγελασαν επι μετοικεσια αυτης
8 Vétket követett el Jeruzsálem, ezért tisztátalanná lett. Tisztelői mind megvetették, mert látták szégyenét. Ő is sóhajtozott, és háttal fordult.8 αμαρτιαν ημαρτεν ιερουσαλημ δια τουτο εις σαλον εγενετο παντες οι δοξαζοντες αυτην εταπεινωσαν αυτην ειδον γαρ την ασχημοσυνην αυτης και γε αυτη στεναζουσα και απεστραφη οπισω
9 Szennyes a ruhája szegélye, nem gondolt rá, mi lesz a vége. Szörnyű mélyre süllyedt, nincs, aki megvigasztalja. »Lásd, Uram, nyomorúságomat, mert nagyra tört az ellenség!«9 ακαθαρσια αυτης προς ποδων αυτης ουκ εμνησθη εσχατα αυτης και κατεβιβασεν υπερογκα ουκ εστιν ο παρακαλων αυτην ιδε κυριε την ταπεινωσιν μου οτι εμεγαλυνθη εχθρος
10 Ellenség nyújtotta ki kezét minden drágasága felé. Bizony, látta a nemzeteket, amint beléptek szentélyébe, akikről azt parancsoltad, hogy ne lépjenek be gyülekezetedbe.10 χειρα αυτου εξεπετασεν θλιβων επι παντα τα επιθυμηματα αυτης ειδεν γαρ εθνη εισελθοντα εις το αγιασμα αυτης α ενετειλω μη εισελθειν αυτα εις εκκλησιαν σου
11 Egész népe sóhajtozik, kenyér után kutatnak; odaadták drágaságaikat eledelért, hogy feléledjenek. »Lásd, Uram, és tekints ide, milyen megvetett lettem!11 πας ο λαος αυτης καταστεναζοντες ζητουντες αρτον εδωκαν τα επιθυμηματα αυτης εν βρωσει του επιστρεψαι ψυχην ιδε κυριε και επιβλεψον οτι εγενηθην ητιμωμενη
12 Ó, ti mindnyájan, akik az úton jártok, tekintsetek ide, és lássátok: van-e oly fájdalom, mint az én fájdalmam, amelyet nekem okoztak? Mert megszomorított az Úr izzó haragja napján.12 ου προς υμας παντες οι παραπορευομενοι οδον επιστρεψατε και ιδετε ει εστιν αλγος κατα το αλγος μου ο εγενηθη φθεγξαμενος εν εμοι εταπεινωσεν με κυριος εν ημερα οργης θυμου αυτου
13 A magasból tüzet küldött, és csontjaimba bocsátotta. Hálót feszített ki lábam elé, hátravetett engem. Elhagyatottá tett, beteggé egész nap.13 εξ υψους αυτου απεστειλεν πυρ εν τοις οστεοις μου κατηγαγεν αυτο διεπετασεν δικτυον τοις ποσιν μου απεστρεψεν με εις τα οπισω εδωκεν με ηφανισμενην ολην την ημεραν οδυνωμενην
14 Felkötözte vétkeim igáját, melyek összefonódnak kezében, és nyakamra települtek; megtántorította erőmet. Azok kezébe adott az Úr, akikkel szemben nem tudok megállni.14 εγρηγορηθη επι τα ασεβηματα μου εν χερσιν μου συνεπλακησαν ανεβησαν επι τον τραχηλον μου ησθενησεν η ισχυς μου οτι εδωκεν κυριος εν χερσιν μου οδυνας ου δυνησομαι στηναι
15 Elvetette az Úr összes hősömet, akik bennem voltak. Gyűlést hívott egybe ellenem, hogy összetörje ifjaimat. Sajtóban taposta össze az Úr Júda szűz leányát.15 εξηρεν παντας τους ισχυρους μου ο κυριος εκ μεσου μου εκαλεσεν επ' εμε καιρον του συντριψαι εκλεκτους μου ληνον επατησεν κυριος παρθενω θυγατρι ιουδα επι τουτοις εγω κλαιω
16 Ezért sírok én, szemem könnyet hullat, mert távol van tőlem a vigasztaló, aki feléleszthetne engem. Fiaim elpusztultak, mert diadalmaskodott az ellenség.«16 ο οφθαλμος μου κατηγαγεν υδωρ οτι εμακρυνθη απ' εμου ο παρακαλων με ο επιστρεφων ψυχην μου εγενοντο οι υιοι μου ηφανισμενοι οτι εκραταιωθη ο εχθρος
17 Sion kitárta kezét, nincs, aki megvigasztalja. Odarendelte az Úr Jákob ellen körös-körül ellenségeit. Tisztátalanná lett közöttük Jeruzsálem.17 διεπετασεν σιων χειρας αυτης ουκ εστιν ο παρακαλων αυτην ενετειλατο κυριος τω ιακωβ κυκλω αυτου οι θλιβοντες αυτον εγενηθη ιερουσαλημ εις αποκαθημενην ανα μεσον αυτων
18 »Igazságos az Úr, mert parancsa ellen lázadoztam. Halljátok hát mind, ti népek, és lássátok fájdalmamat! Szűzeim és ifjaim fogságba mentek.18 δικαιος εστιν κυριος οτι το στομα αυτου παρεπικρανα ακουσατε δη παντες οι λαοι και ιδετε το αλγος μου παρθενοι μου και νεανισκοι μου επορευθησαν εν αιχμαλωσια
19 Hívtam barátaimat, de ők cserbenhagytak. Papjaim és véneim a városban pusztultak el, amikor élelmet kerestek maguknak, hogy feléledjenek.19 εκαλεσα τους εραστας μου αυτοι δε παρελογισαντο με οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εν τη πολει εξελιπον οτι εζητησαν βρωσιν αυτοις ινα επιστρεψωσιν ψυχας αυτων και ουχ ευρον
20 Lásd, Uram, mekkora a nyomorúságom! Bensőm háborog, vergődik a szívem bennem, mert nagyon lázadoztam. Kívül kard foszt meg gyermekeimtől, belül pedig a halál.20 ιδε κυριε οτι θλιβομαι η κοιλια μου εταραχθη και η καρδια μου εστραφη εν εμοι οτι παραπικραινουσα παρεπικρανα εξωθεν ητεκνωσεν με μαχαιρα ωσπερ θανατος εν οικω
21 Hallották, hogy sóhajtozom, nincs, aki megvigasztaljon. Ellenségeim mind hallották bajomat, örültek, mert te cselekedtél. Hozd el a napot, melyet meghirdettél, hadd legyenek olyanok, mint én!21 ακουσατε δη οτι στεναζω εγω ουκ εστιν ο παρακαλων με παντες οι εχθροι μου ηκουσαν τα κακα μου και εχαρησαν οτι συ εποιησας επηγαγες ημεραν εκαλεσας καιρον και εγενοντο ομοιοι εμοι
22 Jusson színed elé minden gonoszságuk, és bánj velük úgy, ahogy velem bántál minden vétkem miatt! Mert sokat sóhajtozom, és a szívem beteg.«22 εισελθοι πασα η κακια αυτων κατα προσωπον σου και επιφυλλισον αυτοις ον τροπον εποιησαν επιφυλλιδα περι παντων των αμαρτηματων μου οτι πολλοι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου λυπειται