Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezt mutatta nekem az Úr: íme, két kosár füge állt az Úr temploma előtt, miután Nebukadnezár, Babilon királya fogságba vitte Joachint, Joakim fiát, Júda királyát és Júda fejedelmeit, a mesterembereket meg az aranyműveseket Jeruzsálemből, és elvitte őket Babilonba.1 Ο Κυριος εδειξεν εις εμε και ιδου, δυο καλαθοι συκων κειμενοι εμπροσθεν του ναου του Κυριου, αφου ηχμαλωτισε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος Ιεχονιαν τον υιον του Ιωακειμ, βασιλεα του Ιουδα, και τους αρχοντας του Ιουδα και τους ξυλουργους και τους χαλκεις εξ Ιερουσαλημ και εφερεν αυτους εις την Βαβυλωνα.
2 Az egyik kosárban igen jó fügék voltak, amilyenek a korán érő fügék; a másik kosárban pedig igen rossz fügék voltak, melyeket nem lehetett megenni, olyan rosszak voltak.2 Ο καλαθος ο εις ειχε συκα καλλιστα, ως τα συκα τα πρωιμα? ο δε καλαθος αλλος συκα κακιστα, τα οποια δια την αχρειοτητα δεν ετρωγοντο.
3 Akkor ezt mondta nekem az Úr: »Mit látsz, Jeremiás?« Azt feleltem: »Fügéket; a jó fügék igen jók, a rosszak pedig igen rosszak, nem lehet megenni őket, olyan rosszak.«3 Και ειπε Κυριος προς εμε, Τι βλεπεις, Ιερεμια; Και ειπα, Συκα? τα συκα τα καλα ειναι καλλιστα, τα δε κακα κακιστα, ωστε δια την αχρειοτητα δεν τρωγονται.
4 Ekkor így hangzott az Úr igéje hozzám:4 Παλιν εγεινε λογος Κυριου προς εμε λεγων,
5 »Így szól az Úr, Izrael Istene: Mint ezekre a jó fügékre, úgy tekintek jóindulattal Júda száműzöttjeire, akiket elküldtem erről a helyről a káldeaiak földjére.5 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Καθως τα καλα ταυτα συκα, ουτω θελω επιμεληθη τους αιχμαλωτισθεντας εκ του Ιουδα, τους οποιους εξαπεστειλα εκ του τοπου τουτου εις την γην των Χαλδαιων δια καλον.
6 Rajtuk tartom szememet jóindulattal, és visszahozom őket erre a földre. Felépítem őket, és nem rombolok, elültetem őket, és nem gyomlálok.6 Διοτι θελω επιστηριξει τους οφθαλμους μου επ' αυτους δια καλον, και θελω αποκαταστησει αυτους εν τη γη ταυτη και οικοδομησει αυτους και δεν θελω κατακρηνισει, και θελω φυτευσει αυτους και εν θελω εκριζωσει.
7 Olyan szívet adok nekik, hogy megismerjenek engem, hogy én vagyok az Úr; az én népem lesznek, én pedig az ő Istenük leszek, mert megtérnek hozzám egész szívükkel.7 Και θελω δωσει εις αυτους καρδιαν δια να με γνωρισωσιν, οτι εγω ειμαι ο Κυριος? και θελουσιν εισθαι λαος μου και εγω θελω εισθαι Θεος αυτων? διοτι θελουσιν επιτρεψει εις εμε εξ ολης καρδιας αυτων.
8 De mint a rossz fügékkel, melyeket nem lehet megenni, olyan rosszak – bizony így szól az Úr –, úgy teszek Cidkijával, Júda királyával, az ő fejedelmeivel és Jeruzsálem maradékával, akik ebben az országban maradtak, és akik Egyiptom földjén laknak.8 Και καθως τα συκα τα κακα, τα οποια δια την αχρειοτητα δεν τρωγονται, ουτω βεβαιως λεγει Κυριος, Ουτω θελω παραδωσει Σεδεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα και τους μεγιστανας αυτου και το υπολοιπον της Ιερουσαλημ, το εναπολειφθεν εν τη γη ταυτη, και τους κατοικουντας εν τη γη της Αιγυπτου?
9 Iszonyattá teszem őket, szerencsétlenséggé a föld minden királysága előtt; gyalázattá és példázattá, gúny tárgyává és átokká mindazokon a helyeken, ahová elűzöm őket.9 και θελω παραδωσει αυτους εις διασποραν εις παντα τα βασιλεια της γης προς κακον, εις ονειδος και εις παροιμιαν, εις λοιδοριαν και εις καταραν, εν πασι τοις τοποις οπου θελω διωξει αυτους.
10 Elküldöm rájuk a kardot, az éhínséget és a dögvészt, míg csak ki nem pusztulnak arról a földről, melyet nekik és atyáiknak adtam.«10 Και θελω αποστειλει προς αυτους την μαχαιραν, την πειναν και τον λοιμον, εωσου αφανισθωσιν επανωθεν απο της γης, την οποιαν εδωκα εις αυτους και εις τους πατερας αυτων.