Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Krónikák második könyve 28


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Húszesztendős volt Ácház, amikor uralkodni kezdett, s tizenhat esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Nem azt cselekedte, ami helyes volt az Úr színe előtt, amiként atyja, Dávid,1 Εικοσι ετων ηλικιας ητο ο Αχαζ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε δεκαεξ ετη εν Ιερουσαλημ? δεν επραξεν ομως το ευθες ενωπιον Κυριου, ως ο Δαβιδ ο πατηρ αυτου?
2 hanem Izrael királyainak útjain járt, sőt szobrokat öntetett a Baáloknak.2 αλλα περιεπατησεν εν ταις οδοις των βασιλεων του Ισραηλ και εκαμεν ετι ειδωλα χωνευτα εις τους Βααλειμ.
3 Ő az, aki illatot gyújtott Ennom fiának-völgyében s tűz által megtisztította fiait, azoknak a nemzeteknek a szertartása szerint, amelyeket az Úr elpusztított Izrael fiainak bejövetelekor.3 Και αυτος εθυμιασεν εν τη κοιλαδι του υιου Εννομ και διεβιβασε τα τεκνα αυτου δια του πυρος, κατα τα βδελυγματα των εθνων τα οποια εξεδιωξεν ο Κυριος απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.
4 Áldozott és illatot gyújtott a magaslatokon, a halmokon s mindenféle lombos fa alatt.4 Και εθυσιαζε και εθυμιαζεν επι τους υψηλους τοπους και επι τους λοφους και υποκατω παντος δενδρου πρασινου.
5 Ezért az Úr, az ő Istene, Szíria királyának kezébe adta: az megverte őt s országából nagy zsákmányt ejtett és hurcolt Damaszkuszba. Izrael királyának is kezébe került és attól is nagy vereséget szenvedett:5 Δια τουτο παρεδωκεν αυτον Κυριος ο Θεος αυτου εις την χειρα του βασιλεως της Συριας? και επαταξαν αυτον, και ελαβον αιχμαλωτους μεγα πληθος εξ αυτων και εφεραν αυτους εις Δαμασκον. Και παρεδοθη ετι εις την χειρα του βασιλεως του Ισραηλ, οστις επαταξεν αυτον εν σφαγη μεγαλη.
6 Pekah, Remalja fia ugyanis százhúszezer, csupa harcos embert ölt meg egy nap alatt Júdából, mivel elhagyták az Urat, atyáik Istenét.6 Διοτι Φεκα ο υιος του Ρεμαλια εθανατωσεν εκ του Ιουδα εκατον εικοσι χιλιαδας εν μια ημερα, παντας δυνατους εν ισχυι, επειδη εγκατελιπον Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων.
7 Ugyanabban az időben Zekri, egy Efraimból való hatalmas ember, megölte Maaszját, a király fiát és Ezrikát, háza vezérét s Elkánát, aki a második volt a király után,7 Και Ζιχρι, ανηρ δυνατος εκ του Εφραιμ, εθανατωσε Μαασιαν τον υιον του βασιλεως και Αζρικαμ τον επιστατην του παλατιου και Ελκανα τον δευτερον μετα τον βασιλεα.
8 és Izrael fiai kétszázezer asszonyt, fiút s leányt s végtelen nagy zsákmányt szedtek össze testvéreiktől és vitték el Szamariába.8 Και ηχμαλωτισαν οι υιοι Ισραηλ εκ των αδελφων αυτων διακοσιας χιλιαδας, γυναικας, υιους και θυγατερας, και ελαβον ετι λαφυρα πολλα εξ αυτων και εφεραν τα λαφυρα εις Σαμαρειαν.
9 Volt ebben az időben ott az Úrnak egy prófétája, akit Odednek hívtak. Kiment a Szamariába érkező sereg elé és azt mondta nekik: »Íme, az Úr, atyáitok Istene megharagudott Júdára és azért a kezetekbe adta. Ti kegyetlenül megöltétek őket, úgy, hogy kegyetlenségtek az égig hatol,9 Ητο δε εκει προφητης του Κυριου, ονομαζομενος Ωδηδ? και εξηλθεν εις απαντησιν του στρατευματος του ερχομενου εις Σαμαρειαν και ειπε προς αυτους, Ιδου, επειδη Κυριος ο Θεος των πατερων σας εθυμωθη κατα του Ιουδα, παρεδωκεν αυτους εις την χειρα σας? και σεις εθανατωσατε αυτους εν μανια, ητις εφθασεν εως του ουρανου?
10 sőt most Júda és Jeruzsálem lakóit rabszolgáitokká és rabszolganőitekké akarjátok tenni. Ámde ezt nem szabad tennetek, mert ezzel vétkeztek az Úr, a ti Istenetek ellen.10 και τωρα λεγετε να υποταξητε εις εαυτους τους υιους Ιουδα και της Ιερουσαλημ δια δουλους και δουλας? δεν ειναι με σας, με σας μαλιστα, αμαρτιαι εναντιον Κυριου του Θεου σας;
11 Hallgassatok tehát tanácsomra s vigyétek vissza azokat a foglyokat, akiket testvéreitektől elhoztatok, mert különben az Úr nagy haragja fenyeget titeket.«11 τωρα λοιπον ακουσατε μου και επιστρεψατε τους αιχμαλωτους, τους οποιους ηχμαλωτισατε εκ των αδελφων σας? διοτι οργη θυμου Κυριου επικειται εις εσας.
12 Ezért néhányan Efraim fiainak fejedelmei közül, Azarja, Johanán fia, Berekja, Mesullamót fia, Hiszkija, Sallum fia, meg Amásza, Adáli fia a harcból visszatérők elé álltak12 Και εσηκωθησαν τινες εκ των αρχοντων των υιων Εφραιμ, Αζαριας ο υιος του Ιωαναν, Βαραχιας ο υιος του Μεσιλλεμωθ και Εζεκιας ο υιος του Σαλλουμ και Αμασα ο υιος του Αδλαι εναντιον των ερχομενων απο του πολεμου,
13 és azt mondták nekik: »Ne hozzátok be ide ezeket a foglyokat, hogy ne vétkezzünk az Úr ellen! Miért akarnátok szaporítani bűneinket és újakkal tetézni régi vétkeinket? Nagy ugyanis a bűnünk, s az Úr haragjának bosszúja immár közeledik Izraelre.«13 και ειπον προς αυτους, Δεν θελετε εισαξει εδω τους αιχμαλωτους? διοτι ενω ηνομησαμεν εις Κυριον, θελετε να προσθεσητε εις τας αμαρτιας ημων και εις τας ανομιας ημων? διοτι μεγαλη ειναι ανομια ημων, και οργη θυμου επικειται επι τον Ισραηλ.
14 Erre a harcosok otthagyták a vezérek és az egész sokaság előtt a zsákmányt s mindazt, amit szereztek.14 Και αφηκαν οι πολεμισται τους αιχμαλωτους και τα λαφυρα ενωπιον των αρχοντων και πασης της συναξεως.
15 Ekkor felkeltek azok a férfiak, akiket az előbbiekben megneveztünk, és a foglyok közül mindazokat, akik mezítelenek voltak, felöltöztették a zsákmányból. Miután felöltöztették és sarut adtak rájuk, és étellel, itallal felüdítették és a fáradtság miatt megkenték őket s gondoskodtak róluk, s mindazokat, akik járni nem tudtak s erőtlen testűek voltak, hátasállatokra helyezték, visszavitték őket Jerikóba, a pálmák városába, testvéreikhez. Aztán visszatértek Szamariába.15 Και σηκωθεντες οι ανδρες, οι ονομασθεντες κατ' ονομα, ελαβον τους αιχμαλωτους και παντας τους γυμνους αυτων ενεδυσαν εκ των λαφυρων? και αφου ενεδυσαν αυτους και υπεδηματωσαν αυτους και εδωκαν εις αυτους να φαγωσι και να πιωσι και ηλειψαν αυτους, και παντας τους αδυνατους εξ αυτων μετεκομισαν επι ονους και εφεραν αυτους εις Ιεριχω, την πολιν των φοινικων, προς τους αδελφους αυτων? και επεστρεψαν εις Σαμαρειαν.
16 Abban az időben elküldött Ácház király az asszírok királyához, és segítségét kérte.16 Κατα τον καιρον εκεινον ο βασιλευς Αχαζ απεστειλε προς τους βασιλεις της Ασσυριας, δια να βοηθησωσιν αυτον.
17 Eljöttek az edomiták is és sokakat megöltek Júdából és nagy zsákmányt szereztek,17 Διοτι ελθοντες παλιν οι Ιδουμαιοι επαταξαν τον Ιουδαν και ελαβον αιχμαλωτους.
18 a filiszteusok pedig ellepték a mezei városokat és Júda délvidékét. Elfoglalták Bétsemest, Ajjalont, Gáderótot, Szókót, Támnát és Gámzót s a hozzájuk tartozó leányvárosokat, és letelepedtek bennük.18 Και εφορμησαντες οι Φιλισταιοι εις τας πολεις της πεδινης και της μεσημβρινης του Ιουδα? εκυριευσαν την Βαιθ-σεμες και την Αιαλων και την Γεδηρωθ, και την Σοκχω και τας κωμας αυτης, και την Θαμνα και τας κωμας αυτης, και την Γιμζω και ταις κωμας αυτης? και κατωκησαν εκει.
19 Megalázta ugyanis az Úr Júdát Ácház, Júda királya miatt, mert az megfosztotta Júdát az ő segítségétől és semmibe sem vette az Urat.19 Διοτι ο Κυριος εταπεινωσε τον Ιουδαν δια τον Αχαζ βασιλεα του Ισραηλ? επειδη διεφθειρε τον Ιουδαν και ησεβησε σφοδρα εις τον Κυριον.
20 Ugyanezért elküldte ellene Tiglatpilezert, az asszírok királyát. Az megsanyargatta és anélkül, hogy valaki ellenállt volna, feldúlta.20 Και ηλθε προς αυτον ο Θελγαθ-φελνασαρ, βασιλευς της Ασσυριας, και κατεθλιψεν αυτον αντι να ενδυναμωση αυτον.
21 Ácház tehát hiába fosztotta ki az Úr házát, s a király s a fejedelmek házát, s adott ajándékokat az asszírok királyának, az semmit sem használt neki.21 Διοτι ο Αχαζ, λαβων τους θησαυρους του οικου του Κυριου και του οικου του βασιλεως και των αρχοντων, εδωκεν εις τον βασιλεα της Ασσυριας? πλην ουχι εις βοηθειαν αυτου.
22 Sőt még a szorongatás idején is növelte hűtlenségét az Úr ellen: ő maga, Ácház király,22 Και εν τω καιρω της στενοχωριας αυτου ετι μαλλον παρηνομησεν εις τον Κυριον αυτος ο βασιλευς Αχαζ.
23 Damaszkusz isteneinek, az ő legyőzőinek mutatott be áldozatokat, mondván: »Szíria királyainak istenei segítenek nekik s azért én áldozatokkal engesztelem őket, s akkor majd ők segíteni fognak nekem« – holott éppen ellenkezőleg, neki is és egész Izraelnek is vesztére voltak.23 Και εθυσιαζεν εις τους θεους της Δαμασκου, τους παταξαντας αυτον? και ελεγεν, Επειδη οι θεοι του βασιλεως της Συριας βοηθουσιν αυτους, εις τουτους θελω θυσιασει, δια να βοηθησωσι και εμε. Εκεινοι ομως εσταθησαν η φθορα αυτου και παντος του Ισραηλ.
24 Ezenkívül Ácház összeszedette az Isten házának minden tárgyát és összetörette őket. Bezáratta az Isten templomának kapuit, s oltárokat készíttetett magának Jeruzsálem minden sarkában.24 Και συνηθροισεν ο Αχαζ τα σκευη του οικου του Θεου, και κατεκοψε τα σκευη του οικου του Θεου και εκλεισε τας θυρας του οικου του Κυριου, και εκαμεν εις εαυτον θυσιαστηρια εν παση γωνια εν Ιερουσαλημ.
25 Júda valamennyi városában is oltárokat építtetett, hogy tömjént gyújtson rajtuk, és így haragra ingerelte az Urat, atyái Istenét.25 Και εν παση πολει του Ιουδα εκαμεν υψηλους τοπους, δια να θυμιαζη εις αλλους θεους, και παρωργισε Κυριον τον Θεον των πατερων αυτου.
26 Egyéb dolgát s első s utolsó cselekedeteit mind megírták Júda és Izrael királyainak könyvében.26 Αι δε λοιπαι πραξεις αυτου και πασαι αι οδοι αυτου, αι πρωται και αι εσχαται, ιδου, ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ιουδα και Ισραηλ.
27 Amikor aztán Ácház aludni tért atyáihoz, Jeruzsálem városában temették el, mert nem fogadták be Izrael királyainak sírjába. Fia, Hiszkija lett a király helyette.27 Και εκοιμηθη ο Αχαζ μετα των πατερων αυτου, και εθαψαν αυτον εν τη πολει, εν Ιερουσαλημ? δεν εφεραν ομως αυτον εις τους ταφους των βασιλεων του Ισραηλ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εζεκιας ο υιος αυτου.