Teremtés könyve 50
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 József ráborult apja arcára, siratta és csókolgatta őt. | 1 Και επεσεν ο Ιωσηφ επι το προσωπον του πατρος αυτου και εκλαυσεν επ' αυτον και εφιλησεν αυτον. |
2 Aztán megparancsolta rabszolgáinak, az orvosoknak, hogy balzsamozzák be apját. | 2 Και προσεταξεν ο Ιωσηφ τους δουλους αυτου τους ιατρους να βαλσαμωσωσι τον πατερα αυτου? και εβαλσαμωσαν οι ιατροι τον Ισραηλ. |
3 Mialatt azok a parancsot teljesítették, elmúlt negyven nap, mert így szokott az lenni a holttestek bebalzsamozásánál. Egyiptom siratta őt hetven napig. | 3 Και συνεπληρωθησαν δι' αυτον τεσσαρακοντα ημεραι? διοτι ουτω συμπληρουνται αι ημεραι της βαλσαμωσεως? και επενθησαν αυτον οι Αιγυπτιοι εβδομηκοντα ημερας. |
4 Amikor letelt a siratás ideje, így szólt József a fáraó házanépéhez: »Ha kegyelmet találtam előttetek, mondjátok meg a fáraónak, | 4 Αφου δε παρηλθον αι ημεραι του πενθους αυτου, ελαλησεν ο Ιωσηφ προς τον οικον του Φαραω, λεγων, Εαν τωρα ευρηκα χαριν ενωπιον σας, λαλησατε, παρακαλω, εις τα ωτα του Φαραω, λεγοντες, |
5 hogy apám megesketett engem: ‘Íme, én meghalok. Temess engem az én síromba, amelyet Kánaán földjén ástam meg magamnak!’ Hadd menjek fel tehát, hadd temessem el atyámat, aztán majd visszatérek!« | 5 Ο πατηρ μου με ωρκισε, λεγων, Ιδου, εγω αποθνησκω? εις το μνημειον μου, το οποιον εσκαψα εις εμαυτον εν γη Χανααν, εκει θελεις με θαψει? τωρα λοιπον ας αναβω, παρακαλω, και ας θαψω τον πατερα μου? και θελω επιστρεψει. |
6 A fáraó azt üzente neki: »Menj csak fel, és temesd el atyádat, amint megesketett!« | 6 Και ειπεν ο Φαραω, Αναβηθι και θαψον τον πατερα σου καθως σε ωρκισε. |
7 Felment tehát, és vele ment a fáraó összes szolgája, házának vénei és Egyiptom földjének összes nagyja, | 7 Και ανεβη ο Ιωσηφ δια να θαψη τον πατερα αυτου? και συνανεβησαν μετ' αυτου παντες οι δουλοι του Φαραω, οι πρεσβυτεροι του οικου αυτου, και παντες οι πρεσβυτεροι της γης Αιγυπτου |
8 valamint József házanépe és testvérei. Csak a gyermekek, a nyájak és a csordák nem, ezeket Gósen földjén hagyták. | 8 και πας ο οικος του Ιωσηφ και οι αδελφοι αυτου και ο οικος του πατρος αυτου? μονον τας οικογενειας αυτων και τα ποιμνια αυτων και τας αγελας αυτων αφηκαν εν τη γη Γεσεν. |
9 Szekerek és lovasok is voltak a kíséretében, így nem volt kicsi a tábor. | 9 Και συνανεβησαν μετ' αυτου και αμαξαι και ιππεις? ωστε εγεινε συνοδια μεγαλη σφοδρα? |
10 Amikor aztán eljutottak Átád szérűjéhez, amely a Jordánon túl fekszik, ott nagy és keserves siránkozással gyászszertartást tartottak. Hét napot töltöttek el ezzel. | 10 και ηλθον εις το αλωνιον του Αταδ το περαν του Ιορδανου? και εκει εθρηνησαν θρηνον μεγαν και δυνατον σφοδρα? και εκαμεν ο Ιωσηφ δια τον πατερα αυτου πενθος επτα ημερας. |
11 Amikor Kánaán földjének lakosai látták ezt, így szóltak: »Nagy gyászuk van az egyiptomiaknak!« Azt a helyet elnevezték tehát Egyiptom gyászának. | 11 Και ιδοντες οι κατοικοι του τοπου, οι Χαναναιοι, το πενθος εν τω αλωνιω του Αταδ, ειπον, Πενθος μεγα ειναι τουτο εις τους Αιγυπτιους? δια τουτο ωνομασθη το ονομα αυτου Αβελ-μισραιμ, το οποιον ειναι περαν του Ιορδανου. |
12 Jákob fiai úgy tettek tehát, ahogy apjuk megparancsolta nekik: | 12 Και εκαμον εις αυτον οι υιοι αυτου καθως παρηγγειλεν εις αυτους? |
13 elvitték őt Kánaán földjére, és eltemették a Makpéla barlangba, amelyet Ábrahám vett meg a mezővel együtt a hetita Efrontól, temetőbirtokul, Mamréval szemben. | 13 και μετακομισαντες αυτον οι υιοι αυτου εις γην Χανααν, εθαψαν αυτον εν τω σπηλαιω του αγρου Μαχπελαχ, το οποιον ο Αβρααμ ηγορασε μετα του αγρου δια κτημα μνημειου παρα του Εφρων του Χετταιου κατεναντι της Μαμβρη. |
14 Miután apját eltemette, József visszatért Egyiptomba testvéreivel és egész kíséretével együtt. | 14 Και αφου ο Ιωσηφ εθαψε τον πατερα αυτου, επεστρεψεν εις Αιγυπτον αυτος και οι αδελφοι αυτου και παντες οι συναναβαντες μετ' αυτου δια να θαψωσι τον πατερα αυτου. |
15 Mivel Jákob meghalt, a testvérei félni kezdtek, és azt mondták egymásnak: »Csak meg ne emlékezzen arról a bántalomról, amelyet elszenvedett! Nehogy visszafizesse nekünk mindazt a gonoszságot, amelyet elkövettünk!« | 15 Και ιδοντες οι αδελφοι του Ιωσηφ οτι απεθανεν ο πατηρ αυτων, ειπον, Ισως ο Ιωσηφ θελει μνησικακησει εις ημας και θελει μας ανταποδωσει αυστηρως παντα τα κακα οσα επραξαμεν εις αυτον. |
16 Azt üzenték tehát neki: »Atyád meghagyta nekünk, mielőtt meghalt, | 16 Και εμηνυσαν προς τον Ιωσηφ, λεγοντες, Ο πατηρ σου προσεταξε, πριν αποθανη, λεγων, |
17 hogy az ő szavaival ezt mondjuk neked: ‘Kérlek, felejtsd el testvéreid vétkét, a bűnt és a gonoszságot, amelyet ellened elkövettek!’ Mi magunk is kérünk, bocsásd meg ezt a gonoszságot azoknak, akik szolgái atyád Istenének!« Ennek hallatára József sírni kezdett. | 17 Ουτω θελετε ειπει προς τον Ιωσηφ? Συγχωρησον, παρακαλω, την αδικιαν των αδελφων σου και την αμαρτιαν αυτων? διοτι επραξαν κακον εις σε? τωρα λοιπον συγχωρησον, παρακαλουμεν, την αδικιαν των δουλων του Θεου του πατρος σου. Και εκλαυσεν ο Ιωσηφ οτε ελαλησαν προς αυτον. |
18 Ezután a testvérei maguk is eléje járultak, és földig borulva azt mondták: »A szolgáid vagyunk!« | 18 Υπηγαν δε και οι αδελφοι αυτου και πεσοντες εμπροσθεν αυτου, ειπον, Ιδου, ημεις ειμεθα δουλοι σου. |
19 Ő azonban ezt felelte: »Ne féljetek! Ellene szegülhetünk-e Isten akaratának? | 19 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, Μη φοβεισθε? μηπως αντι Θεου ειμαι εγω; |
20 Ti gonoszat terveltetek ellenem, de Isten jóra fordította azt, hogy felmagasztaljon engem, amint most látjátok, és sok népet megmentsen. | 20 σεις μεν εβουλευθητε κακον εναντιον μου? ο δε Θεος εβουλευθη να μεταστρεψη τουτο εις καλον, δια να γεινη καθως την σημερον, ωστε να σωση την ζωην πολλου λαου? |
21 Ne féljetek, én gondoskodom rólatok és gyermekeitekről.« Megvigasztalta tehát őket, és barátságosan, szelíden beszélt hozzájuk. | 21 τωρα λοιπον μη φοβεισθε? εγω θελω θρεψει εσας και τας οικογενειας σας. Και παρηγορησεν αυτους και ελαλησε κατα την καρδιαν αυτων. |
22 Ettől kezdve Egyiptomban lakott apja egész házanépével együtt. Száztíz esztendőt élt, | 22 Και κατωκησεν ο Ιωσηφ εν Αιγυπτω, αυτος και ο οικος του πατρος αυτου? και εζησεν ο Ιωσηφ εκατον δεκα ετη. |
23 és meglátta Efraim fiainak harmadik nemzedékét. Manassze fiának, Mákirnak a fiai is József térdén születtek. | 23 Και ειδεν ο Ιωσηφ τεκνα του Εφραιμ, εως τριτης γενεας? και τα παιδια του Μαχειρ, υιου του Μανασση, επι των γονατων του Ιωσηφ εγεννηθησαν. |
24 Ezek megtörténte után azt mondta testvéreinek: »Halálom után meg fog emlékezni rólatok Isten, és felvisz titeket erről a földről arra a földre, amelyet esküvel ígért Ábrahámnak, Izsáknak és Jákobnak.« | 24 Και ειπεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, Εγω αποθνησκω? ο δε Θεος θελει βεβαιως σας επισκεφθη και θελει σας αναβιβασει εκ της γης ταυτης εις την γην, την οποιαν ωμοσε προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ. |
25 Azután megeskette őket: »Ha majd megemlékezik rólatok Isten, vigyétek fel magatokkal csontjaimat erről a helyről!« Végül | 25 Και ωρκισεν ο Ιωσηφ τους υιους Ισραηλ, λεγων, Ο Θεος βεβαιως θελει σας επισκεφθη και θελετε αναβιβασει τα οστα μου εντευθεν. |
26 meghalt, miután száztíz esztendőt ért meg életében. Bebalzsamozták, és koporsóban eltemették Egyiptomban. | 26 Και ετελευτησεν ο Ιωσηφ εν ηλικια ετων εκατον δεκα? και εβαλσαμωσαν αυτον? και ετεθη εις θηκην εν τη Αιγυπτω. |