Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 4


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Az ember aztán megismerte feleségét, Évát. Az fogant, megszülte Káint, és így szólt: »Embert kaptam Istentől!«1 Ο δε Αδαμ εγνωρισεν Ευαν την γυναικα αυτου? και συνελαβε, και εγεννησε τον Καιν? και ειπεν, Απεκτησα ανθρωπον δια του Κυριου.
2 Majd ismét szült: az öccsét, Ábelt. Ábel juhpásztor volt, Káin pedig földműves.2 Και προσετι εγεννησε τον αδελφον αυτου τον Αβελ. Και ητο ο Αβελ ποιμην προβατων, ο δε Καιν ητο γεωργος.
3 Történt pedig számos nap múltán, hogy Káin ajándékot mutatott be az Úrnak a föld gyümölcséből.3 Και μεθ' ημερας προσεφερεν ο Καιν απο των καρπων της γης προσφοραν προς τον Κυριον.
4 Ábel is áldozott nyája elsőszülötteiből és azok kövérjéből. Az Úr rátekintett Ábelre és ajándékaira,4 Και ο Αβελ προσεφερε και αυτος απο των πρωτοτοκων των προβατων αυτου, και απο των στεατων αυτων. Και επεβλεψε με ευμενειαν Κυριος επι τον Αβελ και επι την προσφοραν αυτου?
5 de Káinra és ajándékaira nem tekintett. Nagy haragra gerjedt erre Káin, és lehorgasztotta a fejét.5 επι δε τον Καιν και επι την προσφοραν αυτου δεν επεβλεψε. Και ηγανακτησεν ο Καιν σφοδρα, και εκατηφιασε το προσωπον αυτου
6 Ám az Úr azt mondta neki: »Miért gerjedtél haragra, s miért horgasztod le a fejed?6 Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Δια τι ηγανακτησας; και δια τι εκατηφιασε το προσωπον σου;
7 Nemde ha jól cselekszel, jutalmat nyersz, de ha rosszul, legott az ajtóban leselkedik a bűn! Kíván téged, de te uralkodj rajta!«7 αν συ πραττης καλως, δεν θελεις εισθαι ευπροσδεκτος; και εαν δεν πραττης καλως, εις την θυραν κειται η αμαρτια. Αλλ' εις σε θελει εισθαι η επιθυμια αυτου, και συ θελεις εξουσιαζει επ' αυτου.
8 Mindazonáltal Káin azt mondta Ábelnek, a testvérének: »Menjünk ki!« Amikor kint voltak a mezőn, Káin rátámadt testvérére, Ábelre, és megölte.8 Και ειπεν ο Καιν προς Αβελ τον αδελφον αυτου, Ας υπαγωμεν εις την πεδιαδα? και ενω ησαν εν τη πεδιαδι, σηκωθεις ο Καιν κατα του αδελφου αυτου Αβελ εφονευσεν αυτον.
9 Azt mondta ekkor az Úr Káinnak: »Hol van Ábel, a testvéred?« Ő így felelt: »Nem tudom. Talán bizony őrzője vagyok én a testvéremnek?«9 Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Που ειναι Αβελ ο αδελφος σου; Ο δε ειπε, Δεν εξευρω? μη φυλαξ του αδελφου μου ειμαι εγω;
10 Azt mondta erre neki: »Mit műveltél? Testvéred vérének szava hozzám kiált a földről.10 Και ειπεν ο Θεος, Τι εκαμες; η φωνη του αιματος του αδελφου σου βοα προς εμε εκ της γης?
11 Ezért légy átkozott e földön, amely megnyitotta száját, s befogadta öcséd vérét kezedből!11 και τωρα επικαταρατος να ησαι απο της γης, ητις ηνοιξε το στομα αυτης δια να δεχθη το αιμα του αδελφου σου εκ της χειρος σου?
12 Ha műveled, ne adja meg neked gyümölcsét! Kóbor bujdosó légy a földön!«12 οταν εργαζησαι την γην, δεν θελει εις το εξης σοι δωσει τον καρπον αυτης? πλανητης και φυγας θελεις εισθαι επι της γης.
13 Azt mondta erre Káin az Úrnak: »Nagyobb az én gonoszságom, hogysem viselhetném.13 Και ειπεν ο Καιν προς τον Κυριον, Η αμαρτια μου ειναι μεγαλητερα παρ' ωστε να συγχωρηθη?
14 Íme, ma kivetsz engem e föld színéről, el kell takarodnom színed elől, s kóbor bujdosó lesz belőlem a földön: így bárki megölhet, aki rám talál!«14 ιδου, με διωκεις σημερον απο προσωπου της γης, και απο του προσωπου σου θελω κρυφθη, και θελω εισθαι πλανητης και φυγας επι της γης? και πας οστις με ευρη, θελει με φονευσει.
15 Azt mondta erre az Úr neki: »Korántsem lesz úgy, sőt bárki, aki megöli Káint, hétszeresen bűnhődik!« Jelt is tett az Úr Káinra, hogy meg ne ölje senki sem, aki rátalál.15 Ειπε δε προς αυτον ο Κυριος, δια τουτο, πας οστις φονευση τον Καιν, επταπλασιως θελει τιμωρηθη. Και εβαλεν ο Κυριος σημειον εις τον Καιν, δια να μη φονευση αυτον πας οστις ευρη αυτον.
16 Eltávozott erre Káin az Úr színe elől, és bujdosóként lakott Nód földjén, Édentől keletre.16 Και εξηλθεν ο Καιν απο προσωπου του Κυριου, και κατωκησεν εν τη γη Νωδ, προς ανατολας της Εδεμ.
17 Káin aztán megismerte feleségét, s az fogant, és megszülte Hénokot. Majd várost épített, s azt elnevezte a fia nevéről Hénoknak.17 Εγνωρισε δε ο Καιν την γυναικα αυτου, και συνελαβε, και εγεννησε τον Ενωχ? εκτισε δε πολιν, και εκαλεσε το ονομα της πολεως κατα το ονομα του υιου αυτου, Ενωχ.
18 Hénok aztán nemzette Irádot, Irád pedig nemzette Mehujaélt, Mehujaél pedig nemzette Matuzsálemet, Matuzsálem pedig nemzette Lámeket.18 Εγεννηθη δε εις τον Ενωχ ο Ιραδ? και Ιραδ εγεννησε τον Μεχουιαηλ? και Μεχουιαηλ εγεννησε τον Μεθουσαηλ? και Μεθουσαηλ εγεννησε τον Λαμεχ.
19 Ez két feleséget vett: az egyiknek a neve Áda, a másiknak a neve Cilla.19 Και ελαβεν εις εαυτον ο Λαμεχ δυο γυναικας? το ονομα της μιας, Αδα, και το ονομα της αλλης, Σιλλα.
20 Áda megszülte Jábelt: ez lett a sátorlakók és a pásztorok atyja.20 Και εγεννησεν η Αδα τον Ιαβαλ? ουτος ητο πατηρ των κατοικουντων εν σκηναις και τρεφοντων κτηνη.
21 Öccsét Jubálnak hívták: ez lett a lantosok és a furulyások atyja.21 Και το ονομα του αδελφου αυτου ητο Ιουβαλ? ουτος ητο πατηρ παντων των παιζοντων κιθαραν και αυλον.
22 Cilla is szült: Tubálkaint, aki kovács lett, és mindenféle réz- és vasmunkának művese. Tubálkain nővére Noéma volt.22 Η Σιλλα δε και αυτη εγεννησε τον Θουβαλ-καιν, χαλκεα παντος εργαλειου χαλκου και σιδηρου? αδελφη δε του Θουβαλ-καιν ητο η Νααμα.
23 Lámek azt mondta a feleségeinek: »Áda és Cilla, halljátok szavamat Lámek feleségei, hallgassátok szózatomat: Megöltem sebemért egy férfit, Sérülésemért egy ifjút:23 Και ειπεν ο Λαμεχ προς τας γυναικας εαυτου, Αδα και Σιλλα, Ακουσατε την φωνην μου? γυναικες του Λαμεχ, ακροασθητε τους λογους μου? επειδη ανδρα εφονευσα εις πληγην μου? και νεον εις μαστιγα μου?
24 Hétszeres a bosszú Káinért: De hetvenhétszeres Lámekért!«24 διοτι ο μεν Καιν επταπλασιως θελει εκδικηθη? ο δε Λαμεχ εβδομηκοντακις επτα.
25 Ádám megismerte még a feleségét, s az fiút szült, és elnevezte Szetnek, mondván: »Másik magzatot adott nekem Isten Ábel helyett, akit megölt Káin!«25 Εγνωρισε δε παλιν ο Αδαμ την γυναικα αυτου, και εγεννησεν υιον, και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηθ, λεγουσα, Οτι εδωκεν εις εμε ο Θεος αλλο σπερμα αντι του Αβελ, τον οποιον εφονευσεν ο Καιν.
26 Szetnek szintén született fia, ezt Enósnak nevezte el; ő kezdte segítségül hívni az Úr nevét.26 Και εις τον Σηθ ομοιως εγεννηθη υιος? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ενως. Τοτε εγεινεν αρχη να ονομαζωνται με το ονομα του Κυριου.