Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 12


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ekkor az Úr azt mondta Ábrámnak: »Menj ki földedről, a rokonságod közül és atyád házából arra a földre, amelyet mutatok majd neked!1 Ο δε Κυριος ειπε προς τον Αβραμ, Εξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενειας σου, και εκ του οικου του πατρος σου, εις την γην την οποιαν θελω σοι δειξει?
2 Nagy nemzetté teszlek, és megáldalak, s naggyá teszem neved, és áldott leszel.2 και θελω σε καμει εις εθνος μεγα? και θελω σε ευλογησει, και θελω μεγαλυνει το ονομα σου? και θελεις εισθαι εις ευλογιαν?
3 Megáldom azokat, akik áldanak téged, s megátkozom azokat, akik átkoznak téged. Benned nyer áldást a föld minden nemzetsége.«3 και θελω ευλογησει τους ευλογουντας σε, και τους καταρωμενους σε θελω καταρασθη? και θελουσιν ευλογηθη εν σοι πασαι αι φυλαι της γης.
4 Elindult tehát Ábrám, ahogy az Úr megparancsolta neki, és vele ment Lót is. Hetvenöt esztendős volt Ábrám, amikor elindult Háránból.4 Και υπηγεν ο Αβραμ, καθως ειπε προς αυτον ο Κυριος? και μετ' αυτου υπηγε και ο Λωτ? ο δε Αβραμ ητο ηλικιας εβδομηκοντα πεντε ετων, οτε εξηλθεν απο Χαρραν.
5 Vette Sárait, a feleségét, és Lótot, testvérének a fiát, s minden vagyonukat, amijük volt, meg azokat a szolgákat, akiket Háránban szereztek, és elindultak, hogy Kánaán földjére menjenek. És eljutottak Kánaán földjére.5 Και ελαβεν ο Αβραμ Σαραν την γυναικα αυτου, και Λωτ τον υιον του αδελφου αυτου, και παντα τα υπαρχοντα αυτων οσα ειχον αποκτησει, και τους ανθρωπους τους οποιους ειχον αποκτησει εν Χαρραν, και εξηλθον δια να υπαγωσιν εις την γην Χανααν? και ηλθον εις την γην Χανααν.
6 Ábrám átvonult az országon, egészen a szíchemi helyig, a Móre Tölgyéig. – Akkor még kánaániak laktak azon a földön. –6 Και διεπερασεν ο Αβραμ την γην εκεινην εως του τοπου Συχεμ, εως της δρυος Μορεχ? οι δε Χαναναιοι τοτε κατωκουν εν τη γη ταυτη.
7 Ekkor az Úr megjelent Ábrámnak, és azt mondta neki: »Ezt a földet a te utódodnak adom!« Erre ő oltárt épített ott az Úrnak, aki megjelent neki.7 Και εφανη ο Κυριος εις τον Αβραμ και ειπεν, Εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην. Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, οστις εφανη εις αυτον.
8 Onnan aztán a felé a hegység felé tartott, amely Bételtől keletre volt, és ott felütötte sátrát, úgyhogy Bétel nyugatra esett, keletre pedig Ái. Ott oltárt épített az Úrnak, és segítségül hívta az Úr nevét.8 Και εκειθεν μετεβη προς το ορος, το κατα ανατολας της Βαιθηλ, και εστησε την σκηνην αυτου εχων την Βαιθηλ προς δυσμας και την Γαι προς ανατολας? και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου.
9 Aztán továbbment Ábrám, és egyre a Negeb felé tartott.9 Και μετεσκηνωσεν ο Αβραμ, οδοιπορων και προχωρων προς μεσημβριαν.
10 Azt a földet azonban éhínség sújtotta, ezért Ábrám lement Egyiptomba, hogy egy darabig ott tartózkodjék, mert igen elhatalmasodott az éhség azon a földön.10 Εγεινε δε πεινα εν τη γη ταυτη? και κατεβη ο Αβραμ εις την Αιγυπτον δια να παροικηση εκει? διοτι η πεινα ητο βαρεια εν τη γη.
11 Amikor már majdnem beért Egyiptomba, azt mondta Sárainak, a feleségének: »Tudom, hogy szép asszony vagy,11 Και οτε επλησιαζε να εισελθη εις την Αιγυπτον, ειπε προς Σαραν την γυναικα αυτου, Ιδου, γνωριζω οτι εισαι γυνη ευειδης?
12 s ha meglátnak téged az egyiptomiak, azt fogják mondani: ‘A felesége’. Akkor engem megölnek, téged pedig életben hagynak.12 θελει συμβη λοιπον, ωστε καθως σε ιδωσιν οι Αιγυπτιοι, θελουσιν ειπει, Γυνη αυτου ειναι αυτη? και θελουσι φονευσει εμε, σε δε θελουσι φυλαξει ζωσαν.
13 Mondd tehát, kérlek, hogy a húgom vagy, hogy jó dolgom legyen miattad, s életben maradjak miattad!«13 Ειπε λοιπον, οτι εισαι αδελφη μου, δια να γεινη καλον εις εμε εξ αιτιας σου, και να φυλαχθη η ζωη μου δια σε.
14 És valóban, amikor Ábrám bement Egyiptomba, látták az egyiptomiak az asszonyon, hogy igen szép.14 Και οτε εισηλθεν ο Αβραμ εις την Αιγυπτον, ειδον οι Αιγυπτιοι την γυναικα οτι ητο ωραια σφοδρα.
15 A főemberek elbeszélték ezt a fáraónak, és dicsérgették őt előtte. Erre az asszonyt elvitték a fáraó házába,15 Και οι αρχοντες του Φαραω ειδον αυτην, και επηνεσαν αυτην προς τον Φαραω? και εληφθη η γυνη εις την οικιαν του Φαραω.
16 Ábrámmal pedig jól bántak miatta, s lettek neki juhai, marhái és szamarai, rabszolgái meg szolgálói, nőstény szamarai és tevéi.16 Τον δε Αβραμ μετεχειρισθησαν καλως δι' αυτην? και ειχε προβατα και βοας και ονους και δουλους και δουλας και ονους θηλυκας και καμηλους.
17 Ám az Úr igen nagy csapásokkal sújtotta a fáraót és a házát Sárai, Ábrám felesége miatt.17 Και επεφερεν ο Κυριος επι τον Φαραω και επι τον οικον αυτου πληγας μεγαλας εξ αιτιας Σαρας της γυναικος του Αβραμ.
18 Hívatta tehát a fáraó Ábrámot, és azt mondta neki: »Mit tettél velem? Miért nem mondtad meg, hogy ő a feleséged?18 Εκαλεσε δε ο Φαραω τον Αβραμ, και ειπε, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις εμε; δια τι δεν μ' εφανερωσας οτι αυτη ειναι γυνη σου;
19 Miért mondtad húgodnak, úgyhogy én elhozattam feleségül magamnak! Most íme, itt a feleséged, vedd és menj!«19 δια τι ειπας, Αδελφη μου ειναι αυτη; και ελαβον αυτην εις εμαυτον δια γυναικα? και τωρα, ιδου η γυνη σου? λαβε αυτην, και υπαγε.
20 Aztán a fáraó embereket rendelt Ábrám mellé, s azok elkísérték őt, a feleségét és mindenét, amije volt.20 Και διωρισεν ο Φαραω ανθρωπους εις αυτον? και συμπροεπεμψαν αυτον, και την γυναικα αυτου και παντα οσα ειχε.