Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 27


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Ειπε δε ο Δαβιδ εν τη καρδια αυτου, Θελω βεβαιως απολεσθη μιαν ημεραν δια χειρος του Σαουλ? δεν ειναι τι καλητερον δι' εμε, παρα να διασωθω ταχεως εις την γην των Φιλισταιων? τοτε απ' εμου ο Σαουλ απελπισθεις, θελει παραιτηθη απο του να με ζητη πλεον εις παντα τα ορια του Ισραηλ? ουτω θελω σωθη εκ της χειρος αυτου.1 David überlegte: Eines Tages werde ich doch noch durch Saul umgebracht. Es bleibt nichts anderes übrig, als mich im Land der Philister in Sicherheit zu bringen. Dann wird Saul mich in Ruhe lassen und aufhören, mich weiter im ganzen Gebiet Israels zu suchen, und ich bin seiner Hand entkommen.
2 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και διεβη, αυτος και οι εξακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, προς τον Αγχους υιον του Μαωχ, βασιλεα της Γαθ.2 David machte sich also auf den Weg und ging mit den sechshundert Männern, die bei ihm waren, zu Achisch hinüber, dem Sohn Maochs, dem König von Gat.
3 Και εκαθησεν ο Δαβιδ μετα του Αγχους εν Γαθ, αυτος και οι ανδρες αυτου, εκαστος μετα της οικογενειας αυτου, και ο Δαβιδ μετα των δυο γυναικων αυτου, Αχινοαμ της Ιεζραηλιτιδος και Αβιγαιας της Καρμηλιτιδος γυναικος του Ναβαλ.3 Und er blieb mit seinen Leuten bei Achisch in Gat; alle hatten ihre Familien bei sich, David seine beiden Frauen: Ahinoam, die Jesreeliterin, und Abigajil aus Karmel, die (frühere) Frau Nabals.
4 Ανηγγελθη δε προς τον Σαουλ οτι εφυγεν ο Δαβιδ εις Γαθ. οθεν δεν εζητησε πλεον αυτον.4 Als man Saul meldete, dass David nach Gat geflohen war, suchte er nicht mehr weiter nach ihm.
5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αγχους, Εαν ευρηκα τωρα χαριν εις τους οφθαλμους σου, ας μοι δοθη τοπος εις τινα των πολεων της εξοχης, δια να καθησω εκει? διοτι πως να καθηται ο δουλος σου μετα σου εν τη βασιλευουση πολει;5 David sagte zu Achisch: Wenn ich dein Wohlwollen gefunden habe, dann weise mir einen Platz in einer der Städte des flachen Landes zu, wo ich mich niederlassen kann. Warum soll dein Knecht bei dir in der Königsstadt wohnen?
6 Και εδωκεν εις αυτον ο Αγχους την Σικλαγ κατ' εκεινην την ημεραν? δια τουτο η Σικλαγ εμεινεν εις τους βασιλεις του Ιουδα μεχρι της σημερον.6 Da gab ihm Achisch noch am gleichen Tag Ziklag. Deshalb gehört Ziklag den Königen von Juda bis zum heutigen Tag.
7 Ο δε αριθμος των ημερων, τας οποιας ο Δαβιδ εκαθησεν εν τη γη των Φιλισταιων, εγεινεν εν ετος και τεσσαρες μηνες.7 Die Zeit, die David im Land der Philister verbrachte, betrug ein Jahr und vier Monate.
8 Ανεβαινε δε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου και εκαμνον εισδρομας εις τους Γεσσουριτας και Γεζραιους και Αμαληκιτας? διοτι ουτοι ησαν εκ παλαιου οι κατοικοι της γης, κατα την εισοδον Σουρ και εως της γης Αιγυπτου.8 David zog mit seinen Männern aus und sie unternahmen Raubzüge bei den Geschuritern, den Geresitern und den Amalekitern; diese bewohnen von jeher das Gebiet in Richtung Schur und nach Ägypten zu.
9 Και εκτυπα ο Δαβιδ την γην και δεν αφινε ζωντα ουτε ανδρα ουτε γυναικα? και ελαμβανε προβατα και βοας και ονους και καμηλους και ενδυματα? και επιστρεφων ηρχετο προς τον Αγχους.9 David verheerte das Land und ließ weder Männer noch Frauen am Leben; Schafe und Rinder, Esel, Kamele und Kleider aber nahm er mit. Wenn er dann zurückkehrte und zu Achisch kam
10 Και ελεγεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, που εκαμετε εισδρομην σημερον; Και απεκρινετο ο Δαβιδ, προς το μεσημβρινον του Ιουδα και προς το μεσημβρινον των Ιεραμεηλιτων και προς το μεσημβρινον των Κεναιων.10 und Achisch ihn fragte: Wohin habt ihr heute euren Raubzug gemacht?, antwortete David: Ins Südland von Juda, oder: Ins Südland der Jerachmeeliter, oder: Ins Südland der Keniter.
11 Και ουτε ανδρα ουτε γυναικα δεν αφινε ζωντα ο Δαβιδ, δια να φερη ειδησιν εις Γαθ, λεγων, Μηποτε αναγγειλωσιν εναντιον ημων, λεγοντες, Ουτω καμνει ο Δαβιδ και τοιουτος ειναι ο τροπος αυτου, καθ' ολας τας ημερας οσας καθηται εν τη γη των Φιλισταιων.11 Weder Männer noch Frauen ließ er am Leben und er brachte niemand nach Gat; denn er sagte sich: Niemand soll etwas über uns berichten und sagen können: Das und das hat David gemacht. So hielt er es die ganze Zeit über, solange er sich im Land der Philister aufhielt.
12 Και επιστευεν ο Αγχους τον Δαβιδ, λεγων, Αυτος εκαμεν εαυτον διολου μισητον εις τον λαον αυτου τον Ισραηλ? δια τουτο θελει εισθαι δουλος εις εμε παντοτε.12 Achisch aber schenkte David Vertrauen, denn er sagte sich: Er hat sich bei seinem Volk, bei den Israeliten, so verhasst gemacht, dass er für immer mein Knecht bleiben muss.