Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 5


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και εψαλαν η Δεβορρα και ο Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ εν τη ημερα εκεινη, λεγοντες,1 Ce jour-là, Débora et Barac, fils d’Abinoam, entonnèrent ce cantique.
2 Επειδη προεπορευθησαν αρχηγοι εν τω Ισραηλ, Επειδη ο λαος προσεφερεν εαυτον εκουσιως, Ευλογειτε τον Κυριον.2 “En Israël ils ont dénoué leur chevelure: un peuple de volontaires s’est levé: bénissez Yahvé!
3 Ακουσατε, βασιλεις? δοτε ακροασιν, σατραπαι? εγω, εις τον Κυριον εγω θελω ψαλλει εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ θελω ψαλμωδει.3 Que les rois écoutent, que les souverains prêtent l’oreille, car je vais chanter Yahvé! Je vais chanter un psaume pour Yahvé, un psaume pour le Dieu d’Israël!
4 Κυριε, οτε εξηλθες απο Σηειρ, οτε εκινησας απο της πεδιαδος του Εδωμ, η γη εσεισθη και οι ουρανοι εσταλαξαν, αι νεφελαι ετι εσταλαξαν υδωρ.4 Ô Yahvé! Quand tu sortis de Séïr, traversant les campagnes d’Édom, la terre trembla, les cieux fondirent, les nuées se changèrent en eaux.
5 Τα ορη ετακησαν υπο της παρουσιας του Κυριου? αυτο το Σινα απο της παρουσιας Κυριου του Θεου του Ισραηλ.5 Les montagnes furent ébranlées devant Yahvé, devant Yahvé le Dieu d’Israël.
6 Εν ταις ημεραις του Σαμεγαρ υιου του Αναθ, εν ταις ημεραις της Ιαηλ, εγκατελειφθησαν αι οδοι, και οι διαβαται περιεπατουν οδους πλαγιας.6 Aux jours de Chamgar, fils d’Anat, aux jours de Yaël, les caravanes ne partaient plus, les voyageurs empruntaient des chemins détournés.
7 Εξελιπον οι ηγεμονες εν τω Ισραηλ, εξελιπον, εωσου εγω η Δεβορρα εσηκωθην, εσηκωθην μητηρ εν τω Ισραηλ.7 Les villages étaient désertés, ils étaient déserts en Israël jusqu’au jour où moi, Débora, je me suis levée: j’ai été comme une mère pour Israël.
8 Εξελεξαν θεους νεους? τοτε πολεμος εν ταις πυλαις? εφανη αρα ασπις η λογχη μεταξυ τεσσαρακοντα χιλιαδων εν τω Ισραηλ;8 On suivait des dieux nouveaux, c’est pourquoi la guerre était aux portes, mais pour les 40 000 hommes d’Israël, il n’y avait ni bouclier ni lance.
9 Η καρδια μου ειναι προς τους αρχηγους του Ισραηλ, οσοι μεταξυ του λαου προσεφεραν εαυτους εκουσιως. Ευλογειτε τον Κυριον.9 Mon cœur se tourne vers les chefs d’Israël, vers les volontaires du peuple: bénissez Yahvé!
10 Υμνολογειτε? οι επιβαινοντες επι λευκων ονων, οι καθημενοι εις το κρινειν, και οι περιπατουντες εν ταις οδοις.10 Vous qui montez de blanches ânesses, assis sur vos tapis, vous qui allez par les chemins, chantez!
11 Ελευθερωθεντες απο του κροτου των τοξοτων, εν τοις τοποις οπου αντλουσιν υδωρ, εκει θελουσι διηγεισθαι τας δικαιοσυνας του Κυριου, τας δικαιοσυνας των ηγεμονων αυτου μεταξυ του Ισραηλ. Κατεβη τοτε εις τας πυλας ο λαος του Κυριου.11 Près des abreuvoirs le berger chante les bienfaits de Yahvé, les bienfaits de sa bonté envers Israël; mais le peuple de Yahvé est descendu vers les portes de la ville.
12 Εγερθητι, εγερθητι, Δεβορρα? εγερθητι, εγερθητι, προφερε ωδην? σηκωθητι, Βαρακ, και αιχμαλωτισον τους αιχμαλωτους σου, υιε του Αβινεεμ.12 Réveille-toi, réveille-toi, Débora! Réveille-toi et réveille ton peuple! Lève-toi, Barac, et capture ceux qui te capturaient, fils d’Abinoam!
13 Τοτε κατεβη το εγκαταλελειμμενον του λαου εναντιον των ισχυρων? ο Κυριος κατεβη μετ' εμου εναντιον των δυνατων.13 Que nos survivants écrasent les puissants, que Yahvé avec moi écrase ceux qui se croient forts.
14 Εκ του Εφραιμ οι κατοικουντες το ορος Αμαληκ κατεβησαν κατοπιν σου, Βενιαμιν, μεταξυ των λαων σου. Εκ του Μαχειρ κατεβησαν οι αρχηγοι, και εκ του Ζαβουλων οι κρατουντες ραβδον γραμματεως.14 Les chefs d’Éphraïm sont descendus dans la vallée. Benjamin est à ta suite parmi tes troupes. Des chefs sont descendus de Makir, et de Zabulon ceux qui portent le sceptre.
15 Και οι αρχοντες του Ισσαχαρ μετα της Δεβορρας, ο Ισσαχαρ προσετι και ο Βαρακ? κατοπιν τουτου εδραμον εις την κοιλαδα. Εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλοι στοχασμοι καρδιας.15 Les chefs d’Issacar sont avec Débora, Issacar est aux côtés de Barac, et dans la plaine il marche sur ses traces. Mais près des ruisseaux de Ruben il n’y a que des palabres.
16 Δια τι εκαθησας μεταξυ εις τας μανδρας, δια να ακουης τα βελασματα των ποιμνιων; εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλαι συζητησεις καρδιας.16 Pourquoi es-tu resté dans tes pâturages, à écouter la flûte de tes bergers? Près des ruisseaux de Ruben, on s’est contenté de palabres.
17 Ο Γαλααδ ησυχαζε περαν του Ιορδανου? και ο Δαν δια τι εμενεν εις τα πλοια; ο Ασηρ εκαθητο εις τα παραλια, και ησυχαζεν εις τους λιμενας αυτου.17 Galaad était assis sur l’autre rive du Jourdain, Dan est resté sur ses vaisseaux, Asher n’a pas bougé du bord de mer, installé dans ses ports.
18 Ο Ζαβουλων ειναι λαος προσφερων την ζωην αυτου εις θανατον, και ο Νεφθαλι, επι τα υψη της πεδιαδος.18 Mais Zabulon est un peuple qui risque sa vie, comme Nephtali, sur les champs de bataille.
19 Ηλθον οι βασιλεις, επολεμησαν? τοτε επολεμησαν οι βασιλεις Χανααν εν Θααναχ πλησιον των υδατων του Μεγιδδω? λαφυρον αργυριου δεν ελαβον.19 Les rois sont venus, ils ont combattu. À Tanak, près des eaux de Méguiddo, les rois de Canaan ont combattu, mais ils n’ont pas ramassé le butin.
20 Εκ του ουρανου επολεμησαν, οι αστερες εκ της πορειας αυτων επολεμησαν εναντιον του Σισαρα.20 Du haut des cieux les étoiles ont combattu, de leurs chemins elles ont combattu Siséra.
21 Ο ποταμος Κισων κατεσυρεν αυτους, ο παλαιος ποταμος, ο ποταμος Κισων. Κατεπατησας, ψυχη μου, δυναμιν.21 Le torrent du Quichon les a emportés, le torrent des temps anciens, le torrent du Quichon. Ô mon âme, avance la tête haute!
22 Τοτε κατετριβησαν οι ονυχες των ιππων απο του ορμητικου δρομου, του ορμητικου δρομου των επ' αυτους ισχυρων.22 Quel martèlement de sabots de chevaux, des chevaux lancés à plein galop!
23 Καταρασθε την Μηρωζ, ειπεν ο αγγελος του Κυριου, καταρασθε καταραν τους κατοικους αυτης διοτι δεν ηλθον εις βοηθειαν του Κυριου, εις βοηθειαν του Κυριου εναντιον των δυνατων.23 Maudissez Méroz, a dit l’ange de Yahvé, maudissez, maudissez ses habitants, car ils n’étaient pas là pour aider Yahvé, pour aider Yahvé avec les courageux.
24 Ευλογημενη ας ηναι υπερ τας γυναικας η Ιαηλ, η γυνη του Εβερ του Κεναιου? υπερ τας γυναικας εν ταις σκηναις ευλογημενη ας ηναι.24 Bénie soit Yaël, la femme de Héber le Kénite, bénie soit-elle entre les femmes! Entre les femmes qui vivent sous la tente, bénie soit-elle.
25 Υδωρ εζητησε, γαλα εδωκε? βουτυρον προσεφερεν εις μεγαλοπρεπη κρατηρα.25 Il demande de l’eau: elle lui donne du lait, elle offre le lait crémeux dans la meilleure coupe.
26 Την αριστεραν αυτης ηπλωσεν εις τον πασσαλον, και την δεξιαν αυτης εις την σφυραν των εργατων? και σφυροκοπησασα τον Σισαρα εσχισε την κεφαλην αυτου, και συνεθλασε και διεπερασε τους μηνιγγας αυτου.26 D’une main elle a saisi le pieu, et de sa droite, le marteau de l’ouvrier. Elle frappe Siséra et lui fracasse la tête, elle fracasse et transperce sa tempe.
27 Μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν, εκειτο? μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν? οπου συνεκαμφθη, εκει επεσε νεκρος.27 Il s’écroule à ses pieds, il tombe, il est là étendu. Il est tombé à ses pieds, à où il s’est écroulé il est tombé mort.
28 Η μητηρ του Σισαρα εκυπτε δια της θυριδος και εβοα δια του δικτυωτου, Δια τι η αμαξα αυτου βραδυνει να ελθη, δια τι εβραδυναν οι τροχοι των αμαξων αυτου;28 La mère de Siséra s’est penchée par la fenêtre, elle guette à travers le treillage: “Pourquoi, dit-elle, son char tarde-t-il à rentrer? Que ses chariots sont lents au retour!”
29 Αι σοφαι κυριαι αυτης απεκρινοντο προς αυτην? αυτη μαλιστα εδιδε την αποκρισιν προς εαυτην?29 La plus vive de ses dames lui a répondu, elle même se le répète:
30 Δεν επετυχον; δεν διεμοιρασαν τα λαφυρα; μιαν η δυο νεας εις εκαστον ανδρα, εις τον Σισαρα λαφυρα ποικιλοχροα, λαφυρα ποικιλοχροα κεντητα, ποικιλοχροα κεντητα και εκ των δυο μερων, περιλαιμια των λαφυραγωγουμενων;30 “Bien sûr ils partagent le butin: une captive, deux captives pour chaque guerrier. Les étoffes de couleur seront pour Siséra, les broderies seront pour son cou.”
31 Ουτω να απολεσθωσι παντες οι εχθροι σου, Κυριε? οι δε αγαπωντες αυτον ας ηναι ως ο ηλιος ανατελλων εν τη δοξη αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη.31 Ô Yahvé, que tous tes ennemis périssent ainsi! mais ceux qui t’aiment verront grandir leur force, comme le soleil.” Le pays fut alors tranquille pendant 40 ans.