Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 17


font
GREEK BIBLEDOUAI-RHEIMS
1 Ητο δε ανθρωπος τις εκ του ορους Εφραιμ, και το ονομα αυτου Μιχαιας.1 There was at that time a man of mount Ephraim whose name was Michas,
2 Και ειπε προς την μητερα αυτου, Τα χιλια εκατον αργυρια, τα οποια αφηρεθησαν απο σου, δια τα οποια και συ κατηρασθης, και ακομη ελαλησας εις τα ωτα μου, ιδου, το αργυριον ειναι εις εμε? εγω ελαβον αυτο. Η δε μητηρ αυτου ειπεν, Ευλογημενος να ησαι, υιε μου, παρα του Κυριου.2 Who said to his mother: The eleven hundred pieces of silver, which thou hadst put aside for thyself, and concerning which thou didst swear in my hearing, behold I have, and they are with me. And she said to him: Blessed be my son by the Lord.
3 Και επεστρεψε τα χιλια και εκατον αργυρια εις την μητερα αυτου, και ειπεν η μητηρ αυτου, Αφιερωμα αφιερωσα το αργυριον εις τον Κυριον εκ της χειρος μου, υπερ του υιου μου, δια να καμη γλυπτον και χωνευτον? και τωρα θελω επιστρεψει αυτο εις σε.3 So he restored them to his mother, who said to him: I have consecrated and vowed this silver to the Lord, that my son may receive it at my hand, and make a graven and a molten god, so now I deliver it to thee.
4 Αυτος δε επεστρεψε το αργυριον εις την μητερα αυτου? η δε μητηρ αυτου λαβουσα διακοσια αργυρια, εδωκεν αυτα εις τον χωνευτην, οστις εκαμεν εξ αυτων γλυπτον και χωνευτον? και ησαν εν τω οικω του Μιχαια.4 And he restored them to his mother: and she took two hundred pieces of silver and gave them to the silversmith, to make of them a graven and a molten god, which was in the house of Michas.
5 Και ο ανθρωπος ο Μιχαιας ειχεν οικον Θεου και εκαμεν εφοδ και θεραφειμ? και καθιερωσεν ενα εκ των υιων αυτου, και εγεινεν εις αυτον ιερευς.5 And he separated also therein a little temple for the god, and made an ephod, and theraphim, that is to say, a priestly garment, and idols: and he filled the hand of one of his sons, and he became his priest.
6 Κατ' εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ? εκαστος επραττεν ο, τι εφαινετο εις αυτον ορθον.6 In those days there was no king in Israel, but every one did that which seemed right to himself.
7 Και ητο νεος τις εκ Βηθλεεμ Ιουδα, εκ της φυλης Ιουδα, οστις ητο Λευιτης και παρωκει εκει.7 There was also another young man of Bethlehem Juda, of the kindred thereof: and he was a Levite, and dwelt there.
8 Και ανεχωρησεν ο ανθρωπος εκ της πολεως Βηθλεεμ Ιουδα, δια να παροικηση οπου ευρη? και ηλθεν εις το ορος Εφραιμ, εως του οικου του Μιχαια, ακολουθων την οδον αυτου.8 Now he went out from the city of Bethlehem, and desired to sojourn wheresoever he should find it convenient for him. And when he was come to mount Ephraim, as he was on his journey, and had turned aside a little into the house of Michas,
9 Και ειπε προς αυτον ο Μιχαιας, Ποθεν ερχεσαι; Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω ειμαι Λευιτης εκ Βηθλεεμ Ιουδα και υπαγω να παροικησω οπου ευρω.9 He was asked by him whence he came. And he answered: I am a Levite of Bethlehem Juda, and I am going to dwell where I can, and where I shall find a place to my advantage.
10 Και ειπε προς αυτον ο Μιχαιας, Καθου μετ' εμου και γινου εις εμε πατηρ και ιερευς, και εγω θελω σοι διδει δεκα αργυρια κατ' ετος και στολην και την τροφην σου. Και ο Λευιτης εισηλθε προς αυτον.10 And Michas said: Stay with me, and be unto me a father and a priest, and I will give thee every year ten pieces of silver, and a double suit of apparel, and thy victuals.
11 Και ευχαριστειτο ο Λευιτης να κατοικη μετα του ανθρωπου? και ο νεος ητο εις αυτον ως εις εκ των υιων αυτου.11 He was content, and abode with the man, and was unto him as one of his sons.
12 Και καθιερωσεν ο Μιχαιας τον Λευιτην? και ο νεος εγεινεν εις αυτον ιερευς και εμενεν εν τω οικω του Μιχαια.12 And Michas filled his hand, and had the young man with him, for his priest, saying:
13 Τοτε ειπεν ο Μιχαιας, Τωρα γνωριζω οτι ο Κυριος θελει με αγαθοποιησει, διοτι εχω Λευιτην δια ιερεα.13 Now I know God will do me good, since I have a priest of the race of the Levites.