| 1 Ειπε δε ο αρχιερευς? Τωοντι ουτως εχουσι ταυτα; | 1 А первосвященик спитав: «Чи воно справді так?» |
| 2 Ο δε ειπεν? Ανδρες αδελφοι και πατερες, ακουσατε. Ο Θεος της δοξης εφανη εις τον πατερα ημων Αβρααμ οτε ητο εν τη Μεσοποταμια, πριν κατοικηση εν Χαρραν, | 2 Він же відповів: «Мужі брати й отці, слухайте: Бог слави з’явився батькові нашому Авраамові, як він ще був у Месопотамії, перш ніж він оселивсь у Харані, |
| 3 και ειπε προς αυτον? Εξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενειας σου, και ελθε εις γην, την οποιαν θελω σοι δειξει. | 3 і сказав до нього: Вийди з землі твоєї і з роду твого, і йди в землю, яку покажу тобі. |
| 4 Τοτε εξελθων εκ της γης των Χαλδαιων κατωκησεν εν Χαρραν? και εκειθεν μετα τον θανατον του πατρος αυτου μετωκισεν αυτον εις την γην ταυτην, εις την οποιαν σεις κατοικειτε τωρα? | 4 Тоді він вийшов з Халдейської землі й оселивсь у Харані; а звідси, як умер його батько, (Бог) переселив його у цю землю, в якій живете нині. |
| 5 και δεν εδωκεν εις αυτον κληρονομιαν εν αυτη ουδε βημα ποδος, υπεσχεθη δε οτι θελει δωσει αυτην κτημα εις αυτην και εις το σπερμα αυτου μετ' αυτον, ενω δεν ειχε τεκνον. | 5 І не дав йому в ній спадщини ані на ступінь ноги, але обіцяв дати її йому в посілість, і його потомкам після нього, хоч у нього й не було дитини. |
| 6 Ελαλησε δε προς αυτον ο Θεος ουτως, οτι το σπερμα αυτου θελει εισθαι παροικον εν γη ξενη, και θελουσι δουλωσει αυτο και καταθλιψει τετρακοσια ετη? | 6 А Бог сказав йому, що його потомство буде захожим у чужій країні, і його поневолять, і будуть гнобити чотириста років. |
| 7 και το εθνος, εις το οποιον θελουσι δουλωθη, εγω θελω κρινει, ειπεν ο Θεος? και μετα ταυτα θελουσιν εξελθει και θελουσι με λατρευσει εν τω τοπω τουτω. | 7 Але народ, що вони йому будуть служити, — сказав Бог, — я буду судити, а після цього вони вийдуть і служитимуть мені на оцім місці. |
| 8 Και εδωκεν εις αυτον διαθηκην περιτομης? και ουτως εγεννησε τον Ισαακ και περιετεμεν αυτον τη ογδοη ημερα, και ο Ισαακ εγεννησε τον Ιακωβ, και ο Ιακωβ τους δωδεκα πατριαρχας. | 8 І дав йому союз обрізання, тож Авраам породив Ісаака й на восьмий день його обрізав, а Ісаак — Якова, а Яків — дванадцять патріярхів. |
| 9 Και οι πατριαρχαι, φθονησαντες τον Ιωσηφ, επωλησαν εις την Αιγυπτον. Ο Θεος ομως ητο μετ' αυτου, | 9 А патріярхи із заздрости продали Йосифа у Єгипет, та Бог був з ним |
| 10 και ηλευθερωσεν αυτον εκ πασων των θλιψεων αυτου και εδωκεν εις αυτον χαριν και σοφιαν ενωπιον Φαραω του βασιλεως της Αιγυπτου, οστις κατεστησεν αυτον κυβερνητην επι της Αιγυπτου και ολου του οικου αυτου. | 10 і визволив його з усіх його скорбот, і дав йому мудрість і ласку перед фараоном, царем єгипетським, а цей настановив його правителем над Єгиптом та над усім домом. |
| 11 Ηλθε δε πεινα εφ' ολην την γην της Αιγυπτου και Χανααν και θλιψις μεγαλη, και δεν ευρισκον τροφας οι πατερες ημων. | 11 Аж тут настала голоднеча по всьому Єгипті й Ханаані та велике лихо, і наші батьки не знаходили поживи. |
| 12 Ακουσας δε ο Ιακωβ οτι υπηρχε σιτος εν Αιγυπτω, εξαπεστειλε πρωτην φοραν τους πατερας ημων? | 12 Зачувши ж Яків, що в Єгипті є збіжжя, послав туди перше батьків наших; |
| 13 και εν τη δευτερα ανεγνωρισθη ο Ιωσηφ εις τους αδελφους αυτου, και εφανερωθη εις τον Φαραω το γενος του Ιωσηφ. | 13 а другим разом Йосиф дав себе пізнати своїм братам, і фараонові стало відомим походження Йосифа. |
| 14 Αποστειλας δε ο Ιωσηφ, εκαλεσε προς εαυτον τον πατερα αυτου Ιακωβ και πασαν την συγγενειαν αυτου εβδομηκοντα πεντε ψυχας. | 14 А Йосиф послав і прикликав до себе свого батька Якова й усю родину — сімдесят п’ять душ. |
| 15 Και κατεβη ο Ιακωβ εις Αιγυπτον και ετελευτησεν εκει αυτος και οι πατερες ημων, | 15 От і зійшов Яків у Єгипет і помер, сам він і батьки наші. |
| 16 και μετεκομισθησαν εις Συχεμ και ετεθησαν εν τω μνηματι, το οποιον ηγορασεν ο Αβρααμ με τιμην αργυριου παρα των υιων του Εμμωρ πατρος του Συχεμ. | 16 І перенесли їх у Сихем, і поклали в гробі, що його Авраам був собі купив за ціну срібла в синів Хамора у Сихемі. |
| 17 Καθως δε επλησιαζεν ο καιρος της επαγγελιας, την οποιαν ωμοσεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, ηυξησεν ο λαος και επληθυνθη εν Αιγυπτω, | 17 Якже наближався час обітниці, що нею Бог поклявся був Авраамові, народ розрісся і намножився в Єгипті, |
| 18 εωσου εσηκωθη βασιλευς αλλος, οστις δεν ηξευρε τον Ιωσηφ. | 18 аж поки настав інший цар в Єгипті, що не знав Йосифа. |
| 19 Ουτος δολιευθεις το γενος ημων, κατεθλιψε τους πατερας ημων, ωστε να καμη να ριπτωνται τα βρεφη αυτων, δια να μη ζωογονωνται? | 19 Він, обходячись підступно з нашим людом, гнобив батьків наших і змушував їх викидати власних дітей, щоб вони не жили. |
| 20 εν τουτω τω καιρω εγεννηθη ο Μωυσης, και ειχε θειον καλλος? οστις ανετραφη τρεις μηνας εν τω οικω του πατρος αυτου. | 20 І саме під ту пору народився Мойсей і був угодний Богу; його годовано три місяці у домі батька його. |
| 21 Αφου δε ερριφθη, ανελαβεν αυτον η θυγατηρ του Φαραω και ανεθρεψεν αυτον δια να ηναι υιος αυτης. | 21 Коли ж він був викинутий, взяла його дочка фараонова і вигодувала його собі за сина. |
| 22 Και εδιδαχθη ο Μωυσης πασαν την σοφιαν των Αιγυπτιων και ητο δυνατος εν λογοις και εν εργοις. | 22 І Мойсея вивчено всієї мудрости єгиптян, і він був сильний у своїх словах і ділах. |
| 23 Ενω δε ετελειονε το τεσσαρακοστον ετος της ηλικιας αυτου, ηλθεν εις την καρδιαν αυτου να επισκεφθη τους αδελφους αυτου, τους υιους Ισραηλ. | 23 А як йому сповнилося сорок років, спало йому на думку відвідати братів своїх, синів Ізраїля; |
| 24 Και ιδων τινα αδικουμενον, υπερησπισθη αυτον και εκαμεν εκδικησιν υπερ του καταθλιβομενου, παταξας τον Αιγυπτιον. | 24 і як він побачив, що одному з них чинили кривду, заступився за нього і відомстив покривдженого, вбивши єгиптянина. |
| 25 Ενομιζε δε οτι οι αδελφοι αυτου ηθελον νοησει οτι ο Θεος δια της χειρος αυτου διδει εις αυτους σωτηριαν? εκεινοι ομως δεν ενοησαν. | 25 Брати його, гадав собі, зрозуміють, що Бог його рукою давав спасіння їм; але вони не зрозуміли. |
| 26 Την δε ακολουθον ημεραν εφανη εις αυτους, ενω εμαχοντο, και παρεκινησεν αυτους εις ειρηνην, ειπων? Ανθρωποι, αδελφοι εισθε σεις? δια τι αδικειτε αλληλους; | 26 На другий день з’явився їм, як вони бились, і єднав їх у мирі, кажучи: Мужі, ви ж брати, чому один одному завдаєте кривду? |
| 27 Ο δε αδικων τον πλησιον απεσπρωξεν αυτον, ειπων? Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην εφ' ημας; | 27 А той, що кривдив ближнього, відіпхнув його і мовив: Хто це тебе поставив над нами князем і суддею? |
| 28 Μηπως θελεις συ να με φονευσης, καθ' ον τροπον εφονευσας χθες τον Αιγυπτιον; | 28 Чи не хочеш ти й мене вбити, як учора вбив єгиптянина? |
| 29 Τοτε ο Μωυσης εφυγε δια τον λογον τουτον και εγεινε παροικος εν γη Μαδιαμ, οπου εγεννησε δυο υιους. | 29 При цім же слові втік Мойсей і жив приходнем у землі Мідіянській, де породив двох синів. |
| 30 Και αφου συνεπληρωθησαν τεσσαρακοντα ετη, εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου εν τη ερημω του ορους Σινα εν μεσω φλογος καιομενης βατου. | 30 Коли минуло сорок років, з’явився йому в пустині гори Синаю ангел у полум’ї куща вогняного. |
| 31 Ο δε Μωυσης ιδων εθαυμασε δια το οραμα? και ενω επλησιαζε δια να παρατηρηση, ηλθε φωνη Κυριου προς αυτον? | 31 Мойсей, побачивши, здивувався тим видінням; та коли підійшов ближче, щоб придивитись, пролунав голос Господній: |
| 32 Εγω ειμαι ο Θεος των πατερων σου, ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ. Εντρομος δε γενομενος ο Μωυσης, δεν ετολμα να παρατηρηση. | 32 Я — Бог твоїх батьків, Бог Авраама, Ісаака та Якова. — Увесь тремтячи, Мойсей не зважувався глянути. |
| 33 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος? Λυσον το υποδημα των ποδων σου? διοτι ο τοπος, επι του οποιου ιστασαι, ειναι γη αγια. | 33 Тоді Господь сказав до нього: Скинь з ніг твоїх взуття, бо місце, де стоїш — земля свята. |
| 34 Ειδον, ειδον την ταλαιπωριαν του λαου μου του εν Αιγυπτω και ηκουσα τον στεναγμον αυτων και κατεβην δια να ελευθερωσω αυτους? και τωρα ελθε, θελω σε αποστειλει εις Αιγυπτον. | 34 Бачив я, бачив муку мого народу в Єгипті і стогін його почув я, і от зійшов їх визволити. Ходи ж тепер, пошлю тебе в Єгипет. — |
| 35 Τουτον τον Μωυσην τον οποιον ηρνηθησαν ειποντες? Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην; τουτον ο Θεος απεστειλεν αρχηγον και λυτρωτην δια χειρος του αγγελου του φανεντος εις αυτον εν τη βατω. | 35 Оцього Мойсея, якого вони відцурались, кажучи: Хто тебе поставив князем і суддею? — оцього Бог послав як князя та збавителя, за посередництвом ангела, що йому в кущі з’явився. |
| 36 Ουτος εξηγαγεν αυτους, αφου εκαμε τερατα και σημεια εν γη Αιγυπτου και εν τη Ερυθρα θαλασση και εν τη ερημω τεσσαρακοντα ετη. | 36 Оцей вивів їх, робивши чудеса та знаки в Єгипетській землі й у Червонім морі, й у пустині сорок років. |
| 37 Ουτος ειναι ο Μωυσης, οστις ειπε προς τους υιους του Ισραηλ? προφητην εκ των αδελφων σας θελει σας αναστησει Κυριος ο Θεος σας, ως εμε? αυτου θελετε ακουσει. | 37 Це той Мойсей, що сказав синам Ізраїля: Бог воздвигне з-поміж братів ваших пророка, як мене. |
| 38 Ουτος ειναι οστις εν τη εκκλησια εν τη ερημω εσταθη μετα του αγγελου του λαλουντος προς αυτον εν τω ορει Σινα και μετα των πατερων ημων, και παρελαβε λογια ζωοποια δια να δωση εις ημας. | 38 Це той що в громаді, на пустині був з ангелом, який говорив до нього на горі Синай, та з нашими батьками; то він одержав живі слова, щоб вам їх передати. |
| 39 Εις τον οποιον οι πατερες ημων δεν ηθελησαν να υπακουσωσιν, αλλ' απεβαλον και εστραφησαν εν ταις καρδιαις αυτων εις Αιγυπτον | 39 Це той, якому батьки наші коритись не хотіли, а відіпхнули його й серцями своїми повернулись у Єгипет, |
| 40 ειποντες προς τον Ααρων? Καμε εις ημας θεους, οιτινες θελουσι προπορευεσθαι ημων? διοτι ουτος ο Μωυσης, οστις εξηγαγεν ημας εξ Αιγυπτου, δεν εξευρομεν τι συνεβη εις αυτον. | 40 кажучи, Аронові: Зроби нам богів, які б ходили перед нами; бо той Мойсей, що вивів нас з Єгипетського краю — не відаємо, що з ним сталося. |
| 41 Και κατεσκευασαν μοσχον εν ταις ημεραις εκειναις και προσεφεραν θυσιαν εις το ειδωλον και ευφραινοντο εις τα εργα των χειρων αυτων. | 41 І теля зробили собі тими днями, і жертви приносили бовванові, і були раді ділом рук своїх. |
| 42 Οθεν εστραφη ο Θεος και παρεδωκεν αυτους εις το να λατρευσωσι την στρατιαν του ουρανου, καθως ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω των προφητων. Μηπως προσεφερατε εις εμε σφαγια και θυσιας τεσσαρακοντα ετη εν τη ερημω, οικος Ισραηλ; | 42 І відвернувся Бог і видав їх, щоб служили небесному війську, як то написано у книзі пророків: Чи ви приносили мені заколене і жертви за сорок років у пустині, доме Ізраїля? |
| 43 Μαλιστα ανελαβετε την σκηνην του Μολοχ και το αστρον του Θεου σας Ρεμφαν, τους τυπους, τους οποιους εκαμετε δια να προσκυνητε αυτους? δια τουτο θελω σας μετοικισει επεκεινα της Βαβυλωνος. | 43 Ви носили намет Молоха і зорю бога Рефана, образи, що ви собі зробили, щоб їм поклонятись! Тому виселю вас поза Вавилон. |
| 44 Η σκηνη του μαρτυριου ητο μετα των πατερων ημων εν τη ερημω, καθως διεταξεν εκεινος, οστις ελαλει προς τον Μωυσην, να κατασκευαση αυτην κατα τον τυπον τον οποιον ειχεν ιδει? | 44 У наших батьків був намет свідоцтва у пустині, як повелів був той, хто говорив до Мойсея зробити його за зразком, що його він бачив. |
| 45 την οποιαν και παραλαβοντες οι πατερες ημων, εφεραν μετα του Ιησου εις την κατακτηθεισαν γην των εθνων, τα οποια ο Θεος εξωσεν απ' εμπροσθεν των πατερων ημων, εως των ημερων του Δαβιδ? | 45 Його наші батьки взяли і винесли з Ісусом у землю, що нею погани володіли, яких Бог вигнав був з-перед обличчя батьків наших, аж до днів Давида, |
| 46 οστις ευρε χαριν ενωπιον του Θεου και ηυχηθη να ευρη κατοικιαν δια τον Θεον του Ιακωβ. | 46 що знайшов ласку перед Богом і просив знайти житло для Бога Якова. |
| 47 Ο Σολομων δε ωκοδομησεν εις αυτον οικον. | 47 А Соломон збудував йому дім. |
| 48 Αλλ' ο Υψιστος δεν κατοικει εν χειροποιητοις ναοις, καθως ο προφητης λεγει? | 48 Та не в рукотворених проживає Всевишній як пророк говорить: |
| 49 Ο ουρανος ειναι θρονος μου, η δε γη υποποδιον των ποδων μου? ποιον οικον θελετε οικοδομησει δι' εμε, λεγει Κυριος, η ποιος ο τοπος της αναπαυσεως μου; | 49 Небо — престол мій, земля ж — підніжок ніг моїх. Який дім ви мені збудуєте, каже Господь, або яке місце мого відпочинку? |
| 50 Η χειρ μου δεν εκαμε ταυτα παντα; | 50 Хіба то не моя рука створила те все? |
| 51 Σκληροτραχηλοι και απεριτμητοι την καρδιαν και τα ωτα, σεις παντοτε αντιφερεσθε κατα του Πνευματος του Αγιου? καθως οι πατερες σας, ουτω και σεις. | 51 Ви, твердошиї та необрізані серцем і вухом! Ви завжди противитеся Духові Святому! Які батьки ваші, такі й ви. |
| 52 Τινα των προφητων δεν εδιωξαν οι πατερες σας; μαλιστα εφονευσαν εκεινους, οιτινες προκατηγγειλαν περι της ελευσεως του δικαιου, του οποιου σεις εγεινατε τωρα προδοται και φονεις? | 52 Кого з пророків не гонили батьки ваші? Вони вбили тих, що наперед звіщали прихід Праведного, якого ви тепер стали зрадниками й убивцями; |
| 53 οιτινες ελαβετε τον νομον εκ διαταγων αγγελων και δεν εφυλαξατε. | 53 ви, що одержали закон через звістування ангелів, але не зберігали його.» |
| 54 Ακουοντες δε ταυτα, κατεκοπτοντο τας καρδιας αυτων και ετριζον τους οδοντας κατ' αυτου. | 54 Почувши це, вони розлютилися своїм серцем і скреготали зубами на нього. |
| 55 Ο δε Στεφανος, πληρης ων Πνευματος Αγιου, ατενισας εις τον ουρανον, ειδε την δοξαν του Θεου και τον Ιησουν ισταμενον εκ δεξιων του Θεου | 55 (Стефан же), повний Духа Святого, дивлячись у небо, побачив славу Божу й Ісуса, який стояв по правиці Бога, |
| 56 και ειπεν? Ιδου, θεωρω τους ουρανους ανεωγμενους και τον Υιον του ανθρωπου ισταμενον εκ δεξιων του Θεου. | 56 і мовив: «Ось бачу відкрите небо і Сина Чоловічого, який стоїть по правиці Бога.» |
| 57 Τοτε φωναξαντες μετα φωνης μεγαλης, εφραξαν τα ωτα αυτων και ωρμησαν ομοθυμαδον επ' αυτον, | 57 Вони ж закричали голосом великим і, затуливши вуха свої, кинулись на нього разом |
| 58 και εκβαλοντες εξω της πολεως ελιθοβολουν. Και οι μαρτυρες απεθεσαν τα ιματια αυτων εις τους ποδας νεανιου τινος ονομαζομενου Σαυλου. | 58 та вивели за місто, і почали каменувати. Свідки ж поклали свою одежу у ногах хлопця, що звався Савло. |
| 59 Και ελιθοβολουν τον Στεφανον, επικαλουμενον και λεγοντα? Κυριε Ιησου, δεξαι το πνευμα μου. | 59 І каменували Стефана, який взивав, мовивши: «Господи Ісусе, прийми дух мій!» |
| 60 Και γονατισας εφωναξε μετα φωνης μεγαλης? Κυριε, μη λογαριασης εις αυτους την αμαρτιαν ταυτην. Και τουτο ειπων εκοιμηθη. | 60 А впавши на коліна, закликав сильним голосом: «Господи, не постав їм цього за гріх!» І промовивши це, смертю заснув. |