Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 10


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Μετα δε ταυτα διωρισεν ο Κυριος και αλλους εβδομηκοντα, και απεστειλεν αυτους ανα δυο εμπροσθεν αυτου εις πασαν πολιν και τοπον, οπου εμελλεν αυτος να υπαγη.1 - Dopo queste cose il Signore scelse altri settantadue e li mandò a due a due dinanzi a sè, in ogni città e luogo dove egli doveva andare.
2 Ελεγε λοιπον προς αυτους? Ο μεν θερισμος ειναι πολυς, οι δε εργαται ολιγοι? παρακαλεσατε λοιπον τον Κυριον του θερισμου να αποστειλη εργατας εις τον θερισμον αυτου.2 E disse loro: «La mèsse è molta, ma gli operai son pochi; pregate dunque il padrone della mèsse che mandi operai alla sua mèsse.
3 Υπαγετε? ιδου, εγω σας αποστελλω ως αρνια εν μεσω λυκων.3 Andate: ecco io vi mando come agnelli tra i lupi.
4 Μη βασταζετε βαλαντιον, μη σακκιον, μηδε υποδηματα, και μηδενα χαιρετησητε κατα την οδον.4 Non portate sacco, nè bisaccia, nè calzari e non salutate nessuno per via.
5 Εις ηντινα δε οικιαν εισερχησθε, πρωτον λεγετε? Ειρηνη εις τον οικον τουτον.5 In qualunque casa entrerete, dite prima: - Pace a questa casa! -
6 Και εαν μεν ηναι εκει υιος ειρηνης, θελει αναπαυθη επ' αυτον η ειρηνη σας? ει δε μη, θελει επιστρεψει εις εσας.6 Che se vi sarà un figlio di pace, la vostra pace riposerà su di lui; altrimenti, essa ritornerà a voi.
7 Εν αυτη δε τη οικια μενετε τρωγοντες και πινοντες τα παρ' αυτων διδομενα? διοτι ο εργατης ειναι αξιος του μισθου αυτου? μη μεταβαινετε εξ οικιας εις οικιαν.7 Restate nella medesima casa, mangiando e bevendo quel che vi daranno; perchè l'operaio è degno della sua mercede. Non passate di casa in casa.
8 Και εις ηντινα πολιν εισερχησθε και σας δεχωνται, τρωγετε τα παρατιθεμενα εις εσας,8 In qualunque città entrerete se vi ricevono, mangiate ciò che vi sarà messo innanzi.
9 και θεραπευετε τους εν αυτη ασθενεις και λεγετε προς αυτους? Επλησιασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.9 Guarite gl'infermi che ci saranno in essa e dite loro: - Il regno di Dio s'avvicina a voi. -
10 Εις ηντινα ομως πολιν εισερχησθε και δεν σας δεχωνται, εξελθοντες εις τας πλατειας αυτης, ειπατε?10 Ma in qualunque città entrerete se non vi ricevono uscendo sulle piazze dite:
11 Και τον κονιορτον, οστις εκολληθη εις ημας εκ της πολεως σας, εκτινασσομεν εις εσας? πλην τουτο γινωσκετε, οτι επλησιασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.11 - Abbiamo scosso contro di voi perfin la polvere che dalla vostra città si era attaccata ai nostri piedi; sappiate tuttavia che il regno di Dio s'avvicina. -
12 Σας λεγω δε οτι εν τη ημερα εκεινη ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα παρα εις την πολιν εκεινην.12 Vi dico che nel gran giorno Sodoma sarà trattata men duramente di quella città.
13 Ουαι εις σε, Χοραζιν, ουαι εις σε, Βηθσαιδα? διοτι εαν εν τη Τυρω και Σιδωνι ηθελον γεινει τα θαυματα τα γενομενα εν τω μεσω υμων, προ πολλου ηθελον μετανοησει καθημεναι εν σακκω και σποδω.13 Guai a te, Corozain! Guai a te, Betsaida! Perchè se in Tiro e Sidone fossero stati fatti i prodigi che furono operati tra voi, già da lungo tempo prostrati in cenere e cilicio, avrebbero fatto penitenza.
14 Πλην εις την Τυρον και Σιδωνα ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εν τη κρισει παρα εις εσας.14 Nel giorno del giudizio quindi, Tiro e Sidone saranno trattate men rigorosamente di voi.
15 Και συ, Καπερναουμ, ητις υψωθης εως του ουρανου, θελεις καταβιβασθη εως αδου.15 E tu, Cafarnao, che ti esalti fino al cielo, sarai sprofondata sino all'Inferno.
16 Οστις ακουει εσας εμε ακουει, και οστις αθετει εσας εμε αθετει, ο δε αθετων εμε αθετει τον αποστειλαντα με.16 Chi ascolta voi, ascolta me, e chi disprezza voi, disprezza me; e chi disprezza me, disprezza Colui che mi ha mandato».
17 Υπεστρεψαν δε οι εβδομηκοντα μετα χαρας, λεγοντες? Κυριε, και τα δαιμονια υποτασσονται εις ημας εν τω ονοματι σου.17 I settantadue tornarono pieni di gioia, dicendo: «Signore, anche i demoni sono sottomessi a noi in virtù del tuo nome».
18 Ειπε δε προς αυτους? Εθεωρουν τον Σαταναν ως αστραπην εκ του ουρανου πεσοντα.18 Ed egli rispose loro: «Io contemplavo Satana cader dal cielo a guisa di folgore.
19 Ιδου, διδω εις εσας την εξουσιαν του να πατητε επανω οφεων και σκορπιων και επι πασαν την δυναμιν του εχθρου, και ουδεν θελει σας βλαψει.19 Ecco, io vi ho dato il potere di calcare serpenti e scorpioni, e di superare tutta la potenza del nemico, e nulla potrà farvi del male.
20 Πλην εις τουτο μη χαιρετε, οτι τα πνευματα υποτασσονται εις εσας? αλλα χαιρετε μαλλον οτι τα ονοματα σας εγραφησαν εν τοις ουρανοις.20 Pure non vi rallegrate perchè vi stanno soggetti gli spiriti; ma rallegratevi piuttosto perchè i vostri nomi sono scritti nel cielo».
21 Εν αυτη τη ωρα ηγαλλιασθη κατα το πνευμα ο Ιησους και ειπεν? Ευχαριστω σοι, Πατερ, Κυριε του ουρανου και της γης, οτι απεκρυψας ταυτα απο σοφων και συνετων και απεκαλυψας αυτα εις νηπια? ναι, ω Πατερ, διοτι ουτως εγεινεν αρεστον εμπροσθεν σου.21 In quella stessa ora esultò lo Spirito Santo e disse: «Io ti rendo gloria, o Padre, Signore del cielo e della terra, perchè hai nascoste queste cose ai savi ed ai prudenti e le hai rivelate ai pargoli. Sì, o Padre, perchè così ti è piaciuto.
22 Παντα παρεδοθησαν εις εμε υπο του Πατρος μου? και ουδεις γινωσκει τις ειναι ο Υιος, ειμη ο Πατηρ, και τις ειναι ο Πατηρ, ειμη ο Υιος και εις οντινα θελη ο Υιος να αποκαλυψη αυτον.22 Tutte le cose mi sono state affidate dal Padre mio; e nessuno conosce chi sia il Figliuolo, all'infuori del Padre; nè chi sia il Padre all'infuori del Figliuolo e colui al quale il Figliuolo avrà voluto rivelarlo».
23 Και στραφεις προς τους μαθητας, ειπε κατ' ιδιαν? Μακαριοι οι οφθαλμοι οι βλεποντες οσα βλεπετε.23 Rivolto poi a' suoi discepoli, soggiunse: «Beati gli occhi che vedono le cose che vedete voi.
24 Διοτι σας λεγω οτι πολλοι προφηται και βασιλεις επεθυμησαν να ιδωσιν οσα σεις βλεπετε, και δεν ειδον, και να ακουσωσιν οσα ακουετε, και δεν ηκουσαν.24 Poichè vi dico, molti profeti e re desiderarono vedere quello che voi vedete, e non lo hanno veduto, ed ascoltare quello che voi udite, e non lo hanno udito».
25 Και ιδου, νομικος τις εσηκωθη πειραζων αυτον και λεγων? Διδασκαλε, τι πραξας θελω κληρονομησει ζωην αιωνιον;25 Ed ecco alzarsi un dottore della legge e dirgli, per metterlo alla prova: «Maestro, che cosa devo fare per ottenere la vita eterna?».
26 Ο δε ειπε προς αυτον? Εν τω νομω τι ειναι γεγραμμενον; πως αναγινωσκεις;26 Gesù gli rispose: «Cosa sta scritto nella legge? Cosa vi leggi?».
27 Ο δε αποκριθεις ειπε? Θελεις αγαπα Κυριον τον Θεον σου εξ ολης της καρδιας σου και εξ ολης της ψυχης σου και εξ ολης της δυναμεως σου και εξ ολης της διανοιας σου, και τον πλησιον σου ως σεαυτον.27 L'altro replicò: «Ama il Signore Dio tuo, con tutto il cuore, con tutta l'anima, con tutte le forze e con tutta l'intelligenza, e il tuo prossimo come te stesso».
28 Ειπε δε προς αυτον? Ορθως απεκριθης? τουτο καμνε και θελεις ζησει.28 Gesù gli rispose: «Hai risposto benissimo; fa' questo e vivrai».
29 Αλλ' εκεινος, θελων να δικαιωση εαυτον, ειπε προς τον Ιησουν? Και τις ειναι ο πλησιον μου;29 Ma costui, volendo giustificarsi domandò a Gesù: «E chi è il mio prossimo?».
30 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπεν? Ανθρωπος τις κατεβαινεν απο Ιερουσαλημ εις Ιεριχω και περιεπεσεν εις ληστας? οιτινες και γυμνωσαντες αυτον και καταπληγωσαντες, ανεχωρησαν αφησαντες αυτον ημιθανη.30 Gesù prese a dire: «Un uomo scendeva da Gerusalemme a Gerico e s'imbattè in ladroni, i quali, spogliatolo e feritolo se ne andarono, lasciandolo mezzo morto.
31 Κατα συγκυριαν δε ιερευς τις κατεβαινε δι' εκεινης της οδου, και ιδων αυτον επερασεν απο το αλλο μερος.31 Ora a caso scendeva per la stessa strada un sacerdote; vide quell'uomo e passò oltre.
32 Ομοιως δε και Λευιτης, φθασας εις τον τοπον, ελθων και ιδων επερασεν απο το αλλο μερος.32 Così pure un Levita, giunto nelle vicinanze guardò e tirò innanzi.
33 Σαμαρειτης δε τις οδοιπορων ηλθεν εις τον τοπον οπου ητο, και ιδων αυτον εσπλαγχνισθη,33 Ma un Samaritano, che era in viaggio, giunto vicino a lui e, vistolo, s'impietosì:
34 και πλησιασας εδεσε τας πληγας αυτου επιχεων ελαιον και οινον, και επιβιβασας αυτον επι το κτηνος αυτου, εφερεν αυτον εις ξενοδοχειον και επεμεληθη αυτου?34 gli si accostò, ne fasciò le piaghe, versandovi sopra olio e vino; e, collocatolo sulla propria cavalcatura, lo condusse all'albergo e si prese cura di lui.
35 και την επαυριον, οτε εξηρχετο, εκβαλων δυο δηναρια εδωκεν εις τον ξενοδοχον και ειπε προς αυτον? Επιμεληθητι αυτου, και ο, τι συ δαπανησης περιπλεον, εγω οταν επανελθω θελω σοι αποδωσει.35 Il giorno dopo, tratti fuori due danari li diede all'oste e gli disse: - Prenditi cura di lui, e quanto spenderai di più te lo pagherò al mio ritorno. -
36 Τις λοιπον εκ των τριων τουτων σοι φαινεται οτι εγεινε πλησιον του εμπεσοντος εις τους ληστας;36 Chi di questi tre ti pare sia stato prossimo, per colui che s'imbattè nei ladroni?».
37 Ο δε ειπεν? Ο ποιησας το ελεος εις αυτον? Ειπε λοιπον προς αυτον ο Ιησους? Υπαγε και συ, καμνε ομοιως.37 Quegli rispose: «Colui che gli usò misericordia». E Gesù gli soggiunse: «Va', e fa' tu pure lo stesso».
38 Ενω δε απηρχοντο, αυτος εισηλθεν εις κωμην τινα? και γυνη τις ονομαζομενη Μαρθα υπεδεχθη αυτον εις τον οικον αυτης.38 Mentre essi erano in cammino, [Gesù] entrò in un villaggio e una donna di nome Marta lo ricevette nella sua casa.
39 Και αυτη ειχεν αδελφην καλουμενην Μαριαν, ητις και καθησασα παρα τους ποδας του Ιησου, ηκουε τον λογον αυτου.39 Ella aveva una sorella chiamata Maria, la quale seduta ai piedi del Signore, ascoltava la sua parola.
40 Η δε Μαρθα ενησχολειτο εις πολλην υπηρεσιαν? και ελθουσα εμπροσθεν αυτου ειπε? Κυριε, δεν σε μελει οτι η αδελφη μου με αφηκε μονην να υπηρετω; ειπε λοιπον προς αυτην να μοι βοηθηση.40 Marta intanto s'affannava tra molte faccende, e si presentò a dire: «Signore, non t'importa che mia sorella mi lasci sola a servire? Dille, dunque, di aiutarmi».
41 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπε προς αυτην? Μαρθα, Μαρθα, μεριμνας και αγωνιζεσαι περι πολλα?41 Ma il Signore le rispose: «Marta, Marta, tu t'affanni e t'inquieti di troppe cose.
42 πλην ενος ειναι χρεια? η Μαρια ομως εξελεξε την αγαθην μεριδα, ητις δεν θελει αφαιρεθη απ' αυτης.42 Eppure una sola cosa è necessaria. Maria ha scelto la parte migliore, che non le sarà tolta».