Scrutatio

Domenica, 16 giugno 2024 - Sant´ Aureliano ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 1


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Αρχη του ευαγγελιου του Ιησου Χριστου, Υιου του Θεου.1 Il principio dell' evangelio di Iesù Cristo, figliuolo di Dio.
2 Καθως ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις? Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου?2 Come è scritto in Isaia profeta: ecco ch' io mando l'angelo mio dinanzi alla faccia tua, il quale innanzi di te preparerà la via tua.
3 Φωνη βοωντος εν τη ερημω, ετοιμασατε την οδον του Κυριου, ευθειας καμετε τας τριβους αυτου.3 Egli è voce gridante nel deserto: apparecchiate la via del Signore, fate diritte le vie sue.
4 Ητο ο Ιωαννης βαπτιζων εν τη ερημω και κηρυττων βαπτισμα μετανοιας εις αφεσιν αμαρτιων.4 Fu Ioanne battezzante nel deserto, e predicante il battesimo della penitenza in remissione dei peccati.
5 Και εξηρχοντο προς αυτον ολος ο τοπος της Ιουδαιας και οι Ιεροσολυμιται, και εβαπτιζοντο παντες εν τω Ιορδανη ποταμω υπ' αυτου, εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων.5 E andavano da lui tutti quelli della regione di Iudea, e tutti di Ierusalem; e battezzavansi da quello nel fiume Giordano, confessandosi li suoi peccati.
6 Ητο δε ο Ιωαννης ενδεδυμενος τριχας καμηλου και εχων ζωνην δερματινην περι την οσφυν αυτου, και τρωγων ακριδας και μελι αγριον.6 Ed eravi Ioanne vestito di pelle di cammelli, e circa li suoi lumbi era cinto di pelliccia, e mangiava le locuste e il miele salvatico. Ed egli predicava dicendo:
7 Και εκηρυττε, λεγων? Ερχεται ο ισχυροτερος μου οπισω μου, του οποιου δεν ειμαι αξιος σκυψας να λυσω το λωριον των υποδηματων αυτου.7 Dopo di me verrà il più forte di me; del quale, inclinato, non sono degno di sciogliere la corrigia del suo calzamento.
8 Εγω μεν σας εβαπτισα εν υδατι, αυτος δε θελει σας βαπτισει εν Πνευματι Αγιω.8 Io vi ho battezzato con acqua; ma egli vi battezzerà con lo Spirito santo.
9 Και εν εκειναις ταις ημεραις ηλθεν ο Ιησους απο Ναζαρετ της Γαλιλαιας και εβαπτισθη υπο Ιωαννου εις τον Ιορδανην.9 E fatto è; in quelli giorni venne Iesù di Nazaret di Galilea, e fu battezzato da Ioanne nel Giordano..
10 Και ευθυς ενω ανεβαινεν απο του υδατος, ειδε τους ουρανους σχιζομενους και το Πνευμα καταβαινον ως περιστεραν επ' αυτον?10 E incontinente, ascendendo fuori dell' acqua, vide li cieli aperti, e il Spirito (santo) come colomba discendente e stante in esso.
11 και φωνη εγεινεν εκ των ουρανων? Συ εισαι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις τον οποιον ευηρεστηθην.11 E fu fatta la voce dal cielo: tu sei il figliuolo mio diletto, in te mi sono compiaciuto.
12 Και ευθυς το Πνευμα εκβαλλει αυτον εις την ερημον?12 E incontinente il Spirito (santo) costringettelo andare nel deserto.
13 και ητο εκει εν τη ερημω ημερας τεσσαρακοντα πειραζομενος υπο του Σατανα, και ητο μετα των θηριων, και οι αγγελοι υπηρετουν αυτον.13 Ed egli era nel deserto per quaranta giorni e per quaranta notti; ed era tentato da satana; ed era con le bestie, ma li angioli il servivano.
14 Αφου δε παρεδοθη ο Ιωαννης, ηλθεν ο Ιησους εις την Γαλιλαιαν κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας του Θεου14 Ma dopo che Ioanne fu preso, venne Iesù in Galilea, predicando l' evangelio del regno di Dio,
15 και λεγων οτι επληρωθη ο καιρος και επλησιασεν η βασιλεια του Θεου? μετανοειτε και πιστευετε εις το ευαγγελιον.15 dicendo: imperò ch' egli è adempiuto il tempo, ed evvisi appressato il regno di Dio, fate penitenza, e crediate all' evangelio.
16 Περιπατων δε παρα την θαλασσαν της Γαλιλαιας, ειδε τον Σιμωνα και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, ριπτοντας δικτυον εις την θαλασσαν? διοτι ησαν αλιεις?16 E andando appresso il mare di Galilea, vide Simone e Andrea suo fratello, li quali ponevano le reti nel mare; conciosia che fussero pescatori.
17 και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Ελθετε οπισω μου, και θελω σας καμει να γεινητε αλιεις ανθρωπων.17 Alli quali disse Iesù; venite dopo di me, e farovvi essere pescatori degli uomini.
18 Και ευθυς αφησαντες τα δικτυα αυτων, ηκολουθησαν αυτον.18 E incontanente, lassate ivi le reti, seguironlo.
19 Και προχωρησας εκειθεν ολιγον, ειδεν Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον αυτου, και αυτους εν τω πλοιω επισκευαζοντας τα δικτυα,19 E andando da quindi uno poco più oltre, vide Iacobo figliuolo di Zebedeo, e Ioanne suo fratello, ed etiam loro che ordinavano le reti nella nave.
20 και ευθυς εκαλεσεν αυτους. Και αφησαντες τον πατερα αυτων Ζεβεδαιον εν τω πλοιω μετα των μισθωτων, υπηγον οπισω αυτου.20 E immantinenti chiamolli. E lasciato il loro padre Zebedeo con l'altre cose ch' erano nella navicella, seguironlo.
21 Και εισερχονται εις Καπερναουμ? και ευθυς εν τω σαββατω εισελθων ο Ιησους εις την συναγωγην εδιδασκε.21 Li quali entrorono in Cafarnao; e incontanente nel giorno del sabbato, entrato nella sinagoga, ammaestravali.
22 Και εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου? διοτι εδιδασκεν αυτους ως εχων εξουσιαν, και ουχι ως οι γραμματεις.22 Li quali maravigliavansi sopra la sua dottrina; egli era certo insegnante a quelli, come avente (grande) potestà, e non come scrivano.
23 Και ητο εν τη συναγωγη αυτων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον, και ανεκραξε,23 E nella (loro) sinagoga eravi uno uomo, avente il spirito immondo, e gridò,
24 λεγων? Φευ, τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου Ναζαρηνε; ηλθες να μας απολεσης; σε γνωριζω τις εισαι, ο Αγιος του Θεου.24 dicendo che giova a noi e a te, o Iesù Nazareno? tu ci sei venuto a uccidere? Io so, come sei il Santo di Dio.
25 Και επετιμησεν αυτο ο Ιησους, λεγων? Σιωπα και εξελθε εξ αυτου.25 E Iesù minacciollo, dicendo: taci, ed esci fuori da quell' uomo.
26 Και το πνευμα το ακαθαρτον, αφου εσπαραξεν αυτον και εκραξε μετα φωνης μεγαλης, εξηλθεν εξ αυτου.26 E stracciandolo il spirito maligno, e gridando con grande voce, uscitte fuori da quello.
27 Και παντες εξεπλαγησαν, ωστε συνεζητουν προς αλληλους, λεγοντες? Τι ειναι τουτο; τις αυτη η νεα διδαχη, διοτι μετα εξουσιας προσταζει και τα ακαθαρτα πνευματα, και υπακουουσιν εις αυτον;27 E meravigliavansi tutti, per modo che cercavano tra sè, dicendo: che vuole dire questo (e che cosa è questa)? e che dottrina è questa? imperò che egli comanda con potenza alli spiriti immondi, e quelli gli obbediscono.
28 Εξηλθε δε η φημη αυτου ευθυς εις ολην την περιχωρον της Γαλιλαιας.28 E incontinente andò per tutta la regione di Galilea il rumore della fama sua.
29 Και ευθυς εξελθοντες εκ της συναγωγης, ηλθον εις την οικιαν Σιμωνος και Ανδρεου μετα του Ιακωβου και Ιωαννου.29 E immantinente, usciti della sinagoga, vennero nella casa di Simone e di Andrea, con Iacobo e Ioanne.
30 Η δε πενθερα του Σιμωνος ητο κατακοιτος πασχουσα πυρετον. Και ευθυς ελαλησαν προς αυτον περι αυτης.30 Ma la suocera di Simone giaceva in letto con la febbre; e incontanente dicono a lui di quella.
31 Και πλησιασας ηγειρεν αυτην πιασας την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος ευθυς, και υπηρετει αυτους.31 E accostandosi, pigliata per la mano sua, levolla; e immantinente fu liberata dalla febbre, ministravali.
32 Αφου δε εγεινεν εσπερα, οτε εδυσεν ο ηλιος, εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας και τους δαιμονιζομενους?32 E fatta la sera, essendo tramontato il sole portavano dinanzi a lui tutti li infermi e indemoniati.
33 και η πολις ολη ητο συνηγμενη εμπροσθεν της θυρας?33 E tutti della città erano raunati alla porta.
34 και εθεραπευσε πολλους πασχοντας διαφορους αρρωστιας, και δαιμονια πολλα εξεβαλε, και δεν αφινε τα δαιμονια να λαλωσιν, επειδη εγνωριζον αυτον.34 Ed egli sanò molti i quali erano tormentati da diversi dolori, e scacciava molti demonii, e non gli lasciava parlare, imperò che loro (il conoscevano e) sapevano chi egli era.
35 Και το πρωι ενω ητο ορθρος βαθυς, σηκωθεις εξηλθε? και υπηγεν εις ερημον τοπον και εκει προσηυχετο.35 E levandosi molto per tempo, uscito fuori, andossene nel luogo deserio, e quivi orava.
36 Και εδραμον κατοπιν αυτου ο Σιμων και οι μετ' αυτου,36 E seguitollo Simone, e quelli ch' erano con lui.
37 και ευροντες αυτον λεγουσι προς αυτον οτι παντες σε ζητουσι.37 E quando l' ebbero trovato, gli dissero: come? tutti ti vanno chiedendo.
38 Και λεγει προς αυτους? Ας υπαγωμεν εις τας πλησιον κωμοπολεις, δια να κηρυξω και εκει? επειδη δια τουτο εξηλθον.38 Ed egli li disse: andiamo alle vicine ville e alle città, acciò quivi predichi; imperò ch' io sono venuto per tale cagione.
39 Και εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις αυτων εις ολην την Γαλιλαιαν και εξεβαλλε τα δαιμονια.39 E predicava nelle loro sinagoghe, e per tutta la Galilea, e scacciava le demonia.
40 Και ερχεται προς αυτον λεπρος παρακαλων αυτον και γονυπετων εμπροσθεν αυτου και λεγων προς αυτον οτι, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.40 E venne a lui un leproso, pregandolo (con istanza), e inginocchiato disse: se vogli, tu mi puoi mondare.
41 Ο δε Ιησους σπλαγχνισθεις, εξετεινε την χειρα και ηγγισεν αυτον και λεγει προς αυτον? Θελω, καθαρισθητι.41 E Iesù, avendo misericordia di lui, ed estendendo la mano sua e toccandolo, gli disse: voglio, sii mondato.
42 Και ως ειπε τουτο, ευθυς εφυγεν απ' αυτου η λεπρα, και εκαθαρισθη.42 E quando egli ebbe detto, subitamente partissi da lui la lepra, e fu mondato.
43 Και προσταξας αυτον εντονως, ευθυς απεπεμψεν αυτον43 E subito ch' egli da sè il licenziò, gli comandò,
44 και λεγει προς αυτον? Προσεχε μη ειπης προς μηδενα μηδεν, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου οσα προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.44 e dissegli: guarda che a nullo il dichi; ma vattene, e mòstrati al principe de' sacerdoti, e per la tua mondazione offerisci quello che Moisè comandò in testimonianza a quelli.
45 Αλλ' εκεινος εξελθων ηρχισε να κηρυττη πολλα και να διαφημιζη τον λογον, ωστε πλεον δεν ηδυνατο αυτος να εισελθη φανερα εις πολιν, αλλ' ητο εξω εν ερημοις τοποις? και ηρχοντο προς αυτον πανταχοθεν.45 E partito, incominciò a predicare e pubblicamente raccontare tal cosa, per modo che Iesù già non poteva palesemente entrare nella città, ma stava fuori ne' luoghi deserti; e da ogni parte venivano a lui.