1 Τοτε θελει ομοιωθη η βασιλεια των ουρανων με δεκα παρθενους, αιτινες λαβουσαι τας λαμπαδας αυτων εξηλθον εις απαντησιν του νυμφιου. | 1 “Voyez ce qui se passera alors dans le Royaume des Cieux. Dix jeunes filles ont pris leurs lampes et sont parties à la rencontre du marié. |
2 Πεντε δε εξ αυτων ησαν φρονιμοι και πεντε μωραι. | 2 Cinq d’entre elles sont des étourdies, mais les cinq autres savent prévoir. |
3 Αιτινες μωραι, λαβουσαι τας λαμπαδας αυτων, δεν ελαβον μεθ' εαυτων ελαιον? | 3 Les étourdies ont pris leurs lampes, mais n’ont pas emporté d’huile en plus, |
4 αι φρονιμοι ομως ελαβον ελαιον εν τοις αγγειοις αυτων μετα των λαμπαδων αυτων. | 4 tandis que les prévoyantes ont pris en même temps que leurs lampes une réserve d’huile. |
5 Και επειδη ο νυμφιος εβραδυνεν, ενυσταξαν πασαι και εκοιμωντο. | 5 “Mais voici que le marié se fait attendre; toutes les filles tombent de sommeil et bientôt elles s’endorment. |
6 Εν τω μεσω δε της νυκτος εγεινε κραυγη? Ιδου, ο νυμφιος ερχεται, εξελθετε εις απαντησιν αυτου. | 6 “Au milieu de la nuit on entend un cri: ‘Voici le marié, sortez pour le recevoir!’ |
7 Τοτε εσηκωθησαν πασαι αι παρθενοι εκειναι και ητοιμασαν τας λαμπαδας αυτων. | 7 Toutes aussitôt se réveillent et préparent leurs lampes. |
8 Και αι μωραι ειπον προς τας φρονιμους? Δοτε εις ημας εκ του ελαιου σας, διοτι αι λαμπαδες ημων σβυνονται. | 8 Les étourdies disent alors aux prévoyantes: ‘Donnez-nous de votre huile, car nos lampes sont près de s’éteindre.’ |
9 Απεκριθησαν δε αι φρονιμοι, λεγουσαι? Μηποτε δεν αρκεση εις ημας και εις εσας? οθεν υπαγετε καλλιον προς τους πωλουντας και αγορασατε εις εαυτας. | 9 Mais les prévoyantes répondent: ‘Il n’y en aurait sûrement pas assez pour nous et pour vous. Allez trouver ceux qui en vendent et achetez-en pour vous.’ |
10 Ενω δε απηρχοντο δια να αγορασωσιν, ηλθεν ο νυμφιος και αι ετοιμοι εισηλθον μετ' αυτου εις τους γαμους, και εκλεισθη η θυρα. | 10 “Les voilà donc parties pour en acheter, et c’est alors que le marié arrive. Celles qui sont prêtes à le recevoir entrent avec lui pour les noces, et on referme la porte. |
11 Υστερον δε ερχονται και αι λοιπαι παρθενοι, λεγουσαι? Κυριε, Κυριε, ανοιξον εις ημας. | 11 “Plus tard arrivent aussi les autres: ‘Seigneur, Seigneur, disent-elles, ouvre-nous!’ |
12 Ο δε αποκριθεις ειπεν? Αληθως σας λεγω, δεν σας γνωριζω. | 12 Mais lui répond: ‘En vérité, je vous le dis, je ne vous connais pas!’ |
13 Αγρυπνειτε λοιπον, διοτι δεν εξευρετε την ημεραν ουδε την ωραν, καθ' ην ο Υιος του ανθρωπου ερχεται. | 13 “Restez donc éveillés car vous ne savez ni le jour ni l’heure.” |
14 Διοτι θελει ελθει ως ανθρωπος, οστις αποδημων εκαλεσε τους δουλους αυτου και παρεδωκεν εις αυτους τα υπαρχοντα αυτου, | 14 “Écoutez encore ceci: Un homme, avant de partir à l’étranger, fait appeler ses serviteurs pour leur remettre son argent. |
15 και εις αλλον μεν εδωκε πεντε ταλαντα, εις αλλον δε δυο, εις αλλον δε εν, εις εκαστον κατα την ιδιαν αυτου ικανοτητα, και απεδημησεν ευθυς. | 15 Il donne au premier cinq talents, à un autre deux, et au troisième un talent: à chacun selon sa capacité. Puis il part. |
16 Υπηγε δε ο λαβων τα πεντε ταλαντα και εργαζομενος δι' αυτων εκαμεν αλλα πεντε ταλαντα. | 16 “Celui qui a reçu les cinq talents va immédiatement les faire travailler et il en gagne cinq autres. |
17 Ωσαυτως και ο τα δυο εκερδησε και αυτος αλλα δυο. | 17 Celui qui en a reçu deux fait de même et en gagne deux autres. |
18 Ο δε λαβων το εν υπηγε και εσκαψεν εις την γην και εκρυψε το αργυριον του κυριου αυτου. | 18 Quant à celui qui n’en a reçu qu’un, il fait un trou dans la terre et cache l’argent de son maître. |
19 Μετα δε καιρον πολυν ερχεται ο κυριος των δουλων εκεινων και θεωρει λογαριασμον μετ' αυτων. | 19 “Longtemps après, le maître de ces serviteurs vient leur demander des comptes. |
20 Και ελθων ο λαβων τα πεντε ταλαντα, προσεφερεν αλλα πεντε ταλαντα, λεγων? Κυριε, πεντε ταλαντα μοι παρεδωκας? ιδου, αλλα πεντε ταλαντα εκερδησα επ' αυτοις. | 20 Celui qui a reçu les cinq talents lui en présente cinq de plus: ‘Seigneur, dit-il, tu m’as confié cinq talents, en voici cinq autres que j’ai gagnés.’ |
21 Και ειπε προς αυτον ο κυριος αυτου? Ευγε, δουλε αγαθε και πιστε? εις τα ολιγα εσταθης πιστος, επι πολλων θελω σε καταστησει? εισελθε εις την χαραν του κυριου σου. | 21 Son maître alors lui déclare: ‘Très bien, bon et fidèle serviteur, tu as été fidèle pour une petite chose, je te confierai beaucoup plus; viens partager la joie de ton maître.’ |
22 Προσελθων δε και ο λαβων τα δυο ταλαντα ειπε? Κυριε, δυο ταλαντα μοι παρεδωκας? ιδου, αλλα δυο ταλαντα εκερδησα επ' αυτοις. | 22 “Celui qui a reçu les deux talents s’avance à son tour: ‘Seigneur, dit-il, tu m’as confié deux talents, en voici deux autres que j’ai gagnés.’ |
23 Ειπε προς αυτον ο κυριος αυτου? Ευγε, δουλε αγαθε και πιστε? εις τα ολιγα εσταθης πιστος, επι πολλων θελω σε καταστησει? εισελθε εις την χαραν του κυριου σου. | 23 Son maître répond: ‘Très bien, bon et fidèle serviteur, tu as été fidèle pour une petite chose, je te confierai beaucoup plus; viens partager la joie de ton maître.’ |
24 Προσελθων δε και ο λαβων το εν ταλαντον, ειπε? Κυριε, σε εγνωρισα οτι εισαι σκληρος ανθρωπος, θεριζων οπου δεν εσπειρας και συναγων οθεν δεν διεσκορπισας? | 24 “Celui qui n’a reçu qu’un talent s’avance alors et dit: ‘Seigneur, je savais que tu es un homme dur. Tu moissonnes là où tu n’as pas semé et tu amasses quand tu n’as rien engagé. |
25 και φοβηθεις υπηγα και εκρυψα το ταλαντον σου εν τη γη? ιδου, εχεις το σον. | 25 J’ai donc pris peur et je suis allé cacher ton talent dans la terre. Voilà ce qui t’appartient.’ |
26 Αποκριθεις δε ο κυριος αυτου, ειπε προς αυτον? Πονηρε δουλε και οκνηρε? ηξευρες οτι θεριζω οπου δεν εσπειρα και συναγω οθεν δεν διεσκορπισα? | 26 “Mais son maître lui répond: ‘Mauvais serviteur, bon à rien, tu savais que je moissonne là où je n’ai pas semé et que j’amasse quand je n’ai rien engagé. |
27 επρεπε λοιπον να βαλης το αργυριον μου εις τους τραπεζιτας, και ελθων εγω ηθελον λαβει το εμον μετα τοκου. | 27 Mais alors, tu devais placer mon argent à la banque: à mon retour j’aurais repris ce qui est à moi avec les intérêts. |
28 Λαβετε λοιπον απ' αυτου το ταλαντον, και δοτε εις τον εχοντα τα δεκα ταλαντα. | 28 “Prenez-lui donc ce talent et donnez-le à celui qui en a dix. |
29 Διοτι εις παντα τον εχοντα θελει δοθη και περισσευθη, απο δε του μη εχοντος και εκεινο το οποιον εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου. | 29 On donnera à celui qui produit et il sera dans l’abondance, mais celui qui ne produit pas, on lui prendra même ce qu’il a. |
30 Και τον αχρειον δουλον ριψατε εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων. | 30 Et ce serviteur inutile, jetez-le dehors dans les ténèbres: là il y aura pleurs et grincements de dents.’” |
31 Οταν δε ελθη ο ιος του ανθρωπου εν τη δοξη αυτου και παντες οι αγιοι αγγελοι μετ' αυτου, τοτε θελει καθησει επι του θρονου της δοξης αυτου, | 31 “Lorsque le Fils de l’Homme viendra dans sa gloire accompagné de tous les anges, il s’assiéra sur le trône de Gloire, le sien. |
32 και θελουσι συναχθη εμπροσθεν αυτου παντα τα εθνη, και θελει χωρισει αυτους απ' αλληλων, καθως ο ποιμην χωριζει τα προβατα απο των εριφιων, | 32 Toutes les nations seront amenées devant lui; il séparera les uns d’avec les autres, comme le berger sépare les brebis d’avec les chèvres. |
33 και θελει στησει τα μεν προβατα εκ δεξιων αυτου, τα δε εριφια εξ αριστερων. | 33 À sa droite il rangera les brebis, et à sa gauche les chèvres. |
34 Τοτε ο Βασιλευς θελει ειπει προς τους εκ δεξιων αυτου? Ελθετε οι ευλογημενοι του Πατρος μου, κληρονομησατε την ητοιμασμενην εις εσας βασιλειαν απο καταβολης κοσμου. | 34 “Alors le Roi dira à ceux qui sont à sa droite: ‘Venez, les bénis de mon Père, prenez possession du Royaume qui est préparé pour vous depuis la création du monde. |
35 Διοτι επεινασα, και μοι εδωκατε να φαγω, εδιψησα, και με εποτισατε, ξενος ημην, και με εφιλοξενησατε, | 35 Car j’ai eu faim et vous m’avez donné à manger; j’ai eu soif et vous m’avez donné à boire; j’étais étranger et vous m’avez accueilli, |
36 γυμνος, και με ενεδυσατε, ησθενησα, και με επεσκεφθητε, εν φυλακη ημην, και ηλθετε προς εμε. | 36 sans vêtement, et vous m’avez habillé. J’étais malade et vous m’avez visité, j’étais en prison et vous êtes venus vers moi.’ |
37 Τοτε θελουσιν αποκριθη προς αυτον οι δικαιοι, λεγοντες? Κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα και εθρεψαμεν, η διψωντα και εποτισαμεν; | 37 “Alors les justes lui demanderont: ‘Quand donc, Seigneur, t’avons-nous vu affamé pour ainsi te nourrir? Quand t’avons-nous vu assoiffé et t’avons-nous donné à boire? |
38 ποτε δε σε ειδομεν ξενον και εφιλοξενησαμεν, η γυμνον και ενεδυσαμεν; | 38 Quand t’avons-nous vu étranger et t’avons-nous accueilli, quand étais-tu sans vêtements et t’avons-nous vêtu, |
39 ποτε δε σε ειδομεν ασθενη η εν φυλακη και ηλθομεν προς σε; | 39 quand t’avons-nous vu malade ou en prison et sommes-nous venus à toi?’ |
40 Και αποκριθεις ο Βασιλευς θελει ειπει προς αυτους? Αληθως σας λεγω, καθ' οσον εκαμετε εις ενα τουτων των αδελφων μου των ελαχιστων, εις εμε εκαμετε. | 40 “Et le roi leur répondra: ‘En vérité je vous le dis, tout ce que vous avez fait à l’un de ces petits qui sont mes frères, c’est à moi que vous l’avez fait.’ |
41 Τοτε θελει ειπει και προς τους εξ αριστερων? Υπαγετε απ' εμου οι κατηραμενοι εις το πυρ το αιωνιον, το ητοιμασμενον δια τον διαβολον και τους αγγελους αυτου. | 41 “Puis il dira à ceux qui sont à sa gauche: ‘Retirez-vous loin de moi, maudits! Allez au feu éternel qui a été préparé pour le démon et pour ses anges. |
42 Διοτι επεινασα, και δεν μοι εδωκατε να φαγω, εδιψησα, και δεν με εποτισατε, | 42 Car j’ai eu faim et vous ne m’avez pas donné à manger; j’avais soif et vous ne m’avez pas donné à boire; |
43 ξενος ημην, και δεν με εφιλοξενησατε, γυμνος, και δεν με ενεδυσατε, ασθενης και εν φυλακη, και δεν με επεσκεφθητε. | 43 j’étais étranger et vous ne m’avez pas accueilli, sans vêtement, et vous ne m’avez pas habillé; malade et en prison, et vous ne m’avez pas visité.’ |
44 Τοτε θελουσιν αποκριθη προς αυτον και αυτοι, λεγοντες? Κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα η διψωντα η ξενον η γυμνον η ασθενη η εν φυλακη, και δεν σε υπηρετησαμεν; | 44 “Tous alors protesteront: ‘Seigneur, quand t’avons-nous vu affamé ou assoiffé, quand t’avons-nous vu étranger, sans vêtement, malade et en prison, sans te porter secours?’ |
45 Τοτε θελει αποκριθη προς αυτους, λεγων? Αληθως σας λεγω, καθ' οσον δεν εκαμετε εις ενα τουτων των ελαχιστων, ουδε εις εμε εκαμετε. | 45 Et lui leur répondra: ‘En vérité, je vous le dis, si vous ne l’avez pas fait à l’un de ces petits, c’est à moi que vous ne l’avez pas fait.’ |
46 Και θελουσιν απελθει ουτοι μεν εις κολασιν αιωνιον, οι δε δικαιοι εις ζωην αιωνιον. | 46 “Alors ceux-ci iront au châtiment éternel, et les justes à la vie éternelle.” |