Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ - Levitico - Leviticus 19


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,1 Locutus est Dominus ad Moysen, dicens :
2 Λαλησον προς πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Αγιοι θελετε εισθαι? διοτι αγιος ειμαι εγω Κυριος ο Θεος σας.2 Loquere ad omnem cœtum filiorum Israël, et dices ad eos : Sancti estote, quia ego sanctus sum, Dominus Deus vester.
3 Θελετε φοβεισθαι εκαστος την μητερα αυτου και τον πατερα αυτου? και τα σαββατα μου θελετε φυλαττει. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.3 Unusquisque patrem suum, et matrem suam timeat. Sabbata mea custodite. Ego Dominus Deus vester.
4 Μη στραφητε εις ειδωλα μηδε καμητε εις εαυτους θεους χωνευτους. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.4 Nolite converti ad idola, nec deos conflatiles faciatis vobis. Ego Dominus Deus vester.
5 Και οταν προσφερητε θυσιαν ειρηνικης προσφορας προς τον Κυριον, αυτοπροαιρετως θελετε προσφερει αυτην.5 Si immolaveritis hostiam pacificorum Domino, ut sit placabilis,
6 Θελει τρωγεσθαι την ημεραν καθ' ην προσφερετε αυτην, και την επαυριον? εαν δε μεινη τι εως της τριτης ημερας, με πυρ θελει κατακαυθη.6 eo die quo fuerit immolata, comedetis eam, et die altero : quidquid autem residuum fuerit in diem tertium, igne comburetis.
7 Εαν δε ποτε φαγωθη την ημεραν την τριτην, ειναι βδελυκτον? δεν θελει εισθαι ευπροσδεκτος.7 Si quis post biduum comederit ex ea, profanus erit, et impietatis reus :
8 Δια τουτο οστις φαγη αυτην, θελει βαστασει την ανομιαν αυτου, διοτι εβεβηλωσε τα αγια του Κυριου? και η ψυχη αυτη θελει εξολοθρευθη εκ του λαου αυτης.8 portabitque iniquitatem suam, quia sanctum Domini polluit, et peribit anima illa de populo suo.
9 Και οταν θεριζητε τον θερισμον της γης σας, δεν θελεις θερισει ολοκληρως τας ακρας του αγρου σου και τα αποπιπτοντα του θερισμου σου δεν θελεις συλλεξει.9 Cumque messueris segetes terræ tuæ, non tondebis usque ad solum superficiem terræ, nec remanentes spicas colliges,
10 Και τον αμπελωνα σου δεν θελεις επανατρυγησει ουτε τας ρωγας του αμπελωνος σου θελεις συλλεξει? εις τον πτωχον και εις τον ξενον θελεις αφησει αυτας. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.10 neque in vinea tua racemos et grana decidentia congregabis : sed pauperibus et peregrinis carpenda dimittes. Ego Dominus Deus vester.
11 Δεν θελετε κλεπτει ουδε θελετε ψευδεσθαι ουδε θελετε απατησει εκαστος τον πλησιον αυτου.11 Non facietis furtum. Non mentiemini, nec decipiet unusquisque proximum suum.
12 Και δεν θελετε ομνυει εις το ονομα μου ψευδως και δεν θελεις βεβηλονει το ονομα του Θεου σου. Εγω ειμαι ο Κυριος.12 Non perjurabis in nomine meo, nec pollues nomen Dei tui. Ego Dominus.
13 Δεν θελεις αδικησει τον πλησιον σου ουδε θελεις αρπασει? δεν θελει διανυκτερευσει ο μισθος του μισθωτου μετα σου εως πρωι.13 Non facies calumniam proximo tuo nec vi opprimes eum. Non morabitur opus mercenarii tui apud te usque mane.
14 Δεν θελεις κακολογησει τον κωφον, και εμπροσθεν του τυφλου δεν θελεις βαλει προσκομμα, αλλα θελεις φοβηθη τον Θεον σου. Εγω ειμαι ο Κυριος.14 Non maledices surdo, nec coram cæco pones offendiculum : sed timebis Dominum Deum tuum, quia ego sum Dominus.
15 Δεν θελετε καμει αδικιαν εις κρισιν? δεν θελεις αποβλεψει εις προσωπον πτωχου ουδε θελεις σεβασθη προσωπον δυναστου? εν δικαιοσυνη θελεις κρινει τον πλησιον σου.15 Non facies quod iniquum est, nec injuste judicabis. Non consideres personam pauperis, nec honores vultum potentis. Juste judica proximo tuo.
16 Δεν θελεις περιφερεσθαι συκοφαντων μεταξυ του λαου σου? ουδε θελεις σηκωθη κατα του αιματος του πλησιον σου. Εγω ειμαι ο Κυριος.16 Non eris criminator, nec susurro in populo. Non stabis contra sanguinem proximi tui. Ego Dominus.
17 Δεν θελεις μισησει τον αδελφον σου εν τη καρδια σου? θελεις ελεγξει παρρησια τον πλησιον σου και δεν θελεις υποφερει αμαρτιαν επ' αυτον.17 Non oderis fratrem tuum in corde tuo, sed publice argue eum, ne habeas super illo peccatum.
18 Δεν θελεις εκδικεισθαι ουδε θελεις μνησικακει κατα των υιων του λαου σου? αλλα θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον. Εγω ειμαι ο Κυριος.18 Non quæras ultionem, nec memor eris injuriæ civium tuorum. Diliges amicum tuum sicut teipsum. Ego Dominus.
19 Τα νομιμα μου θελετε φυλαττει? δεν θελεις καμει τα κτηνη σου να βατευωνται με ετεροειδη? εις τον αγρον σου δεν θελεις σπειρει ετεροειδη σπερματα? ουδε θελεις βαλει επανω σου ενδυμα συμμικτον εξ ετεροειδους κλωστης.19 Leges meas custodite. Jumentum tuum non facies coire cum alterius generis animantibus. Agrum tuum non seres diverso semine. Veste, quæ ex duobus texta est, non indueris.
20 Και εαν τις συνουσιασθη μετα γυναικος, ητις ειναι δουλη ηρραβωνισμενη μετα ανδρος και δεν ειναι εξηγορασμενη, ουδε εδοθη εις αυτην η ελευθερια, θελουσι μαστιγωθη? δεν θελουσι φονευθη, διοτι αυτη δεν ητο ελευθερα.20 Homo, si dormierit cum muliere coitu seminis, quæ sit ancilla etiam nubilis, et tamen pretio non redempta, nec libertate donata : vapulabunt ambo, et non morientur, quia non fuit libera.
21 Και αυτος θελει φερει την περι ανομιας προσφοραν αυτου προς τον Κυριον εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου, κριον δια προσφοραν περι ανομιας.21 Pro delicto autem suo offeret Domino ad ostium tabernaculi testimonii arietem :
22 Και θελει καμει ο ιερευς εξιλεωσιν περι αυτου δια του κριου της περι ανομιας προσφορας ενωπιον του Κυριου, δια την αμαρτιαν αυτου την οποιαν ημαρτησε? και θελει συγχωρηθη εις αυτον η αμαρτια αυτου την οποιαν ημαρτησε.22 orabitque pro eo sacerdos, et pro peccato ejus coram Domino, et repropitiabitur ei, dimitteturque peccatum.
23 Και οταν εισελθητε εις την γην και φυτευσητε παν δενδρον τροφιμον, τοτε θελετε περικαθαριζει τον καρπον αυτου ως ακαθαρτον? τρια ετη θελει εισθαι εις εσας ακαθαρτος? δεν θελει τρωγεσθαι.23 Quando ingressi fueritis terram, et plantaveritis in ea ligna pomifera, auferetis præputia eorum : poma, quæ germinant, immunda erunt vobis, nec edetis ex eis.
24 Και εις το τεταρτον ετος θελει εισθαι ολος ο καρπος αυτου αγιος εις δοξαν του Κυριου.24 Quarto autem anno omnis fructus eorum sanctificabitur, laudabilis Domino.
25 Εις δε το πεμπτον ετος θελετε τρωγει τον καρπον αυτου, δια να πληθυνθη εις εσας το εισοδημα αυτου. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.25 Quinto autem anno comedetis fructus, congregantes poma, quæ proferunt. Ego Dominus Deus vester.
26 Δεν θελετε τρωγει ουδεν μετα του αιματος αυτου? ουδε θελετε μεταχειριζεσθαι μαντειας ουδε θελετε προμαντευει καιρους.26 Non comedetis cum sanguine. Non augurabimini, nec observabitis somnia.
27 Δεν θελετε κουρευσει κυκλοειδως την κομην της κεφαλης σας ουδε θελετε φθειρει τα ακρα των πωγωνων σας.27 Neque in rotundum attondebitis comam, nec radetis barbam.
28 Δεν θελετε καμει εντομιδας εις το σωμα σας δια νεκρον, ουδε γραμματα στικτα θελετε εγχαραξει επανω σας. Εγω ειμαι ο Κυριος.28 Et super mortuo non incidetis carnem vestram, neque figuras aliquas aut stigmata facietis vobis. Ego Dominus.
29 Δεν θελεις βεβηλωσει την θυγατερα σου, καθιστων αυτην πορνην? μηπως ο τοπος πεση εις πορνειαν και γεμιση ο τοπος απο ασεβειας.29 Ne prostituas filiam tuam, ne contaminetur terra et impleatur piaculo.
30 Τα σαββατα μου θελετε φυλαττει, και το αγιαστηριον μου θελετε σεβεσθαι. Εγω ειμαι ο Κυριος.30 Sabbata mea custodite, et sanctuarium meum metuite. Ego Dominus.
31 Δεν θελετε ακολουθει τους εχοντας πνευμα μαντειας ουδε θελετε προσκολληθη εις επαοιδους, ωστε να μιαινησθε δι' αυτων. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.31 Non declinetis ad magos, nec ab ariolis aliquid sciscitemini, ut polluamini per eos. Ego Dominus Deus vester.
32 Ενωπιον της πολιας θελεις προσηκονεσθαι και θελεις τιμησει το προσωπον του γεροντος και θελεις φοβηθη τον Θεον σου. Εγω ειμαι ο Κυριος.32 Coram cano capite consurge, et honora personam senis : et time Dominum Deum tuum. Ego sum Dominus.
33 Και εαν τις ξενος παροικη μετα σου εν τη γη υμων, δεν θελετε θλιψει αυτον?33 Si habitaverit advena in terra vestra, et moratus fuerit inter vos, non exprobretis ei :
34 ο ξενος, ο παροικων με σας, θελει εισθαι εις εσας ως ο αυτοχθων, και θελεις αγαπα αυτον ως σεαυτον? διοτι ξενοι εσταθητε εν γη Αιγυπτου. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.34 sed sit inter vos quasi indigena, et diligetis eum quasi vosmetipsos : fuistis enim et vos advenæ in terra Ægypti. Ego Dominus Deus vester.
35 Δεν θελετε πραξει αδικιαν εις κρισιν, εις μετρα, εις σταθμα και εις ζυγια?35 Nolite facere iniquum aliquid in judicio, in regula, in pondere, in mensura.
36 ζυγια δικαια σταθμα δικαια, εφα δικαιον, και ιν δικαιον, θελετε εχει. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας, οστις σας εξηγαγον εκ γης Αιγυπτου.36 Statera justa, et æqua sint pondera, justus modius, æquusque sextarius. Ego Dominus Deus vester, qui eduxi vos de terra Ægypti.
37 Θελετε φυλαττει λοιπον παντα τα διαταγματα μου και πασας τας κρισεις μου και θελετε καμνει αυτα. Εγω ειμαι ο Κυριος.37 Custodite omnia præcepta mea, et universa judicia, et facite ea. Ego Dominus.