1 Ειθε να εσχιζες τους ουρανους, να κατεβαινες, να διελυοντο τα ορη εν τη παρουσια σου, | 1 comme le feu enflamme des bindilles, comme le feu fait bouillir l'eau -- pour faire connaître ton nomà tes adversaires, devant ta face les nations trembleraient |
2 ως πυρ καιον θαμνους, ως πυρ καμνον το υδωρ να κοχλαζη, δια να γεινη το ονομα σου γνωστον εις τους εναντιους σου, να λαβη τρομος τα εθνη εν τη παρουσια σου. | 2 quand tu ferais des prodiges inattendus. (Tu es descendu: devant ta face les montagnes ont étéébranlées.) |
3 Οτε εκαμες τρομερα πραγματα, οποια δεν επροσμεναμεν, κατεβης, και τα ορη διελυθησαν εν τη παρουσια σου. | 3 Jamais on n'avait ouï dire, on n'avait pas entendu, et l'oeil n'avait pas vu un Dieu, toi excepté, agirainsi en faveur de qui a confiance en lui. |
4 Διοτι εκ του αιωνος δεν εμαθον οι ανθρωποι, τα ωτα αυτων δεν ηκουσαν, οι οφθαλμοι αυτων δεν ειδον Θεον εκτος σου, οστις να εκαμε τοιαυτα εις τους επικαλουμενους αυτον. | 4 Tu as rencontré celui qui, plein d'allégresse, pratique la justice; en suivant tes voies, ils sesouviendront de toi. Voici que toi, tu t'es irrité, et nous avons péché. Nous sommes à jamais dans tes voies etnous serons sauvés. |
5 Ερχεσαι εις συναντησιν του ευφραινομενου και εργαζομενου δικαιοσυνην, των ενθυμουμενων σε εν ταις οδοις σου? ιδου, συ ωργισθης, διοτι ημεις ημαρτησαμεν? εαν διεμενομεν εν αυταις, ηθελομεν σωθη; | 5 Tous, nous étions comme des êtres impurs, et nos bonnes actions comme du linge souillé. Tous, nousnous flétrissons comme des feuilles mortes, et nos fautes nous emportent comme le vent. |
6 Παντες τωοντι εγειναμεν ως ακαθαρτον πραγμα, και πασα η δικαιοσυνη ημων ειναι ως ρυπαρον ιματιον? δια τουτο επεσαμεν παντες ως το φυλλον, και αι ανομιαι ημων αφηρπασαν ημας ως ο ανεμος. | 6 Plus personne pour invoquer ton nom, pour se réveiller en s'attachant à toi, car tu nous as caché taface et tu nous as livrés au pouvoir de nos fautes. |
7 Και δεν υπαρχει ο επικαλουμενος το ονομα σου, ο εγειρομενος δια να πιασθη απο σου? διοτι εκρυψας το προσωπον σου αφ' ημων και ηφανισας ημας δια της χειρος των ανομιων ημων. | 7 Et pourtant, Yahvé, tu es notre père, nous sommes l'argile, tu es notre potier, nous sommes tousl'oeuvre de tes mains. |
8 Αλλα τωρα, Κυριε, συ εισαι ο Πατηρ ημων? ημεις ειμεθα ο πηλος και συ ο Πλαστης ημων? και παντες ειμεθα το εργον της χειρος σου. | 8 Yahvé, ne t'irrite pas à l'excès, ne garde pas à jamais le souvenir de la faute. Vois donc, nous sommestous ton peuple. |
9 Μη οργιζου σφοδρα, Κυριε, μηδε ενθυμου παντοτε την ανομιαν? και τωρα επιβλεψον, δεομεθα? λαος σου ειμεθα παντες. | 9 Tes villes saintes sont devenues un désert, Sion est devenue un désert, Jérusalem, un lieu désolé. |
10 Αι αγιαι πολεις σου εγειναν ερημοι, η Σιων εγεινεν ερημος, η Ιερουσαλημ ηρημωμενη. | 10 Notre Temple saint et magnifique, où nos ancêtres te louaient, est devenu la proie du feu. Tout ceque nous aimions est devenu ruine. |
11 Ο αγιος ημων και ο ωραιος ημων οικος, εν ω οι πατερες ημων σε εδοξολογουν, κατεκαη εν πυρι? και παντα τα εις ημας αγαπητα ηφανισθησαν. | 11 Peux-tu rester insensible à tout cela, Yahvé? Te taire serait nous humilier à l'excès. |
12 Θελεις, Κυριε, κρατησει σεαυτον εν τουτοις; θελεις σιωπησει και θελεις θλιψει ημας εως σφοδρα; | |