1 Που υπηγεν ο αγαπητος σου, ω ωραια μεταξυ των γυναικων; που εστραφη ο αγαπητος σου; και θελομεν ζητησει αυτον μετα σου. | 1 Bride: "My beloved has descended to his garden, to the courtyard of aromatic plants, in order to pasture in the gardens and gather the lilies." |
2 Ο αγαπητος μου κατεβη εις τον κηπον αυτου, εις τας πρασιας των αρωματων, δια να ποιμαινη εν τοις κηποις και να συναγη κρινα. | 2 "I am for my beloved, and my beloved is for me. He pastures among the lilies." |
3 Εγω ειμαι του αγαπητου μου, και εμου ο αγαπητος μου? ποιμαινει μεταξυ των κρινων. | 3 Groom to Bride: "My love, you are beautiful: sweet and graceful, like Jerusalem; terrible, like an army in battle array." |
4 Εισαι ωραια, αγαπητη μου, ως Θερσα, ευχαρις ως η Ιερουσαλημ, τρομερα ως στρατευμα με σημαιας. | 4 "Avert your eyes from me, for they have caused me fly away. Your hair is like a flock of goats, which have appeared out of Gilead." |
5 Αποστρεψον τους οφθαλμους σου απεναντιον μου, διοτι με κατεπληξαν? τα μαλλια σου ειναι ως ποιμνιον αιγων καταβαινοντων απο Γαλααδ. | 5 "Your teeth are like a flock of sheep, which have ascended from the washing, each one with its identical twin, and not one among them is barren." |
6 Οι οδοντες σου ειναι ως ποιμνιον προβατων, αναβαινοντων απο της λουσεως, τα οποια παντα γεννωσι διδυμα, και δεν υπαρχει ατεκνον μεταξυ αυτων? | 6 "Like the skin of a pomegranate, so are your cheeks, except for your hiddenness." |
7 αι παρειαι σου ως τμημα ροιδιου μεταξυ των πλοκαμων σου. | 7 "There are sixty queens, and eighty concubines, and maidens without number." |
8 Εξηκοντα βασιλισσαι ειναι και ογδοηκοντα παλλακαι, και νεανιδες αναριθμητοι? | 8 "One is my dove, my perfect one. One is her mother; elect is she who bore her. The daughters saw her, and they proclaimed her most blessed. The queens and concubines saw her, and they praised her." |
9 μια ειναι η περιστερα μου, η αμωμητος μου? αυτη ειναι η μονη της μητρος αυτης? ειναι η εκλεκτη της τεκουσης αυτην. Ειδον αυτην αι θυγατερες και εμακαρισαν αυτην? αι βασιλισσαι και αι παλλακαι, και επηνεσαν αυτην. | 9 Chorus to Groom: "Who is she, who advances like the rising dawn, as beautiful as the moon, as elect as the sun, as terrible as an army in battle array?" |
10 Τις αυτη, η προκυπτουσα ως αυγη, ωραια ως η σεληνη, λαμπουσα ως ο ηλιος, τρομερα ως στρατευμα με σημαιας; | 10 Bride: "I descended to the garden of nuts, in order to see the fruits of the steep valleys, and to examine whether the vineyard had flourished and the pomegranates had produced buds." |
11 Κατεβην εις τον κηπον των καρυων δια να ιδω την χλοην της κοιλαδος, να ιδω εαν εβλαστησεν η αμπελος και εξηνθησαν αι ροιδιαι. | 11 "I did not understand. My soul was stirred up within me because of the chariots of Amminadab." |
12 Χωρις να αισθανθω, η ψυχη μου με κατεστησεν ως τας αμαξας του Αμινναδιβ. | 12 Chorus to Bride: "Return, return, O Sulamitess. Return, return, so that we may consider you." |
13 Επιστρεψον, επιστρεψον, ω Σουλαμιτις? επιστρεψον, επιστρεψον, δια να σε θεωρησωμεν. Τι θελετε ιδει εις την Σουλαμιτιν; Ως χορον δυο στρατοπεδων; | |