ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ - Proverbi - Proverbs 6
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | NOVA VULGATA |
---|---|
1 Υιε μου, εαν εγεινας εγγυητης δια τον φιλον σου, εαν εδωκας την χειρα σου εις ξενον, | 1 Fili mi, si spoponderis pro amico tuo, defixisti apud extraneum manum tuam; |
2 επαγιδευθης δια των λογων του στοματος σου, επιασθης δια των λογων του στοματος σου? | 2 illaqueatus es verbis oris tui et captus propriis sermonibus. |
3 Καμε λοιπον τουτο, υιε μου, και σωζου, επειδη ηλθες εις τας χειρας του φιλου σου? υπαγε, μη αποκαμης, και βιαζε τον φιλον σου. | 3 Fac ergo, quod dico, fili mi, et temetipsum libera, quia incidisti in manum proximi tui; discurre, prosternere, insta amico tuo. |
4 Μη δωσης υπνον εις τους οφθαλμους σου, μηδε νυσταγμον εις τα βλεφαρα σου? | 4 Ne dederis somnum oculis tuis nec palpebris tuis dormitationem. |
5 Σωζου, ως δορκαδιον εκ χειρος του κυνηγου και ως πτηνον εκ χειρος του ιξευτου. | 5 Eruere quasi dammula de rete, et quasi avis de manu aucupis. |
6 Υπαγε προς τον μυρμηκα, ω οκνηρε? παρατηρησον τας οδους αυτου και γινου σοφος? | 6 Vade ad formicam, o piger, et considera vias eius et disce sapientiam. |
7 οστις μη εχων αρχοντα, επιστατην η κυβερνητην, | 7 Quae, cum non habeat ducem nec praeceptorem nec principem, |
8 ετοιμαζει την τροφην αυτου το θερος, συναγει τας τροφας αυτου εν τω θερισμω. | 8 parat in aestate cibum sibi et congregat in messe, quod comedat. |
9 Εως ποτε θελεις κοιμασθαι, οκνηρε; ποτε θελεις σηκωθη εκ του υπνου σου; | 9 Usquequo, piger, dormies? Quando consurges e somno tuo? |
10 Ολιγος υπνος, ολιγος νυσταγμος, ολιγη συμπλοκη των χειρων εις τον υπνον? | 10 Paululum dormis, paululum dormitas, paululum conseres manus, ut dormias; |
11 Επειτα η πτωχεια σου ερχεται ως ταχυδρομος, και η ενδεια σου ως ανηρ ενοπλος. | 11 et veniet tibi quasi viator egestas, et pauperies quasi vir armatus. |
12 Ο αχρειος ανθρωπος, ο κακοτροπος ανθρωπος, περιπατει με στομα διεστραμμενον? | 12 Homo iniquus, vir inutilis, graditur ore perverso; |
13 Καμνει νευμα δια των οφθαλμων αυτου, σημαινει δια των ποδων αυτου, διδασκει δια των δακτυλων αυτου? | 13 annuit oculis, terit pede, digito loquitur. |
14 μετα διεστραμμενης καρδιας μηχαναται κακα εν παντι καιρω? εγειρει εριδας? | 14 Prava in corde suo machinatur, malum in omni tempore, iurgia seminat. |
15 δια τουτο εξαιφνης θελει επελθει η απωλεια αυτου? εξαιφνης θελει συντριφθη ανιατως. | 15 Ideo extemplo veniet perditio sua, et subito conteretur nec habebit medicinam. |
16 Ταυτα τα εξ μισει ο Κυριος, επτα μαλιστα βδελυττεται η ψυχη αυτου? | 16 Sex sunt, quae odit Dominus, et septem detestatur anima eius: |
17 οφθαλμους υπερηφανους, γλωσσαν ψευδη και χειρας εκχεουσας αιμα αθωον, | 17 oculos sublimes, linguam mendacem, manus effundentes innoxium sanguinem, |
18 καρδιαν μηχανευομενην λογισμους κακους, ποδας τρεχοντας ταχεως εις το κακοποιειν, | 18 cor machinans cogitationes pravas, pedes veloces ad currendum in malum, |
19 μαρτυρα ψευδη λαλουντα ψευδος και τον εμβαλλοντα εριδας μεταξυ αδελφων. | 19 proferentem mendacia, testem fallacem et eum, qui seminat inter fratres discordias. |
20 Υιε μου, φυλαττε την εντολην του πατρος σου, και μη απορριψης τον νομον της μητρος σου. | 20 Conserva, fili mi, praecepta patris tui et ne reicias legem matris tuae; |
21 Περιαψον αυτα διαπαντος επι της καρδιας σου, περιδεσον αυτα περι τον τραχηλον σου. | 21 liga ea in corde tuo iugiter et circumda gutturi tuo. |
22 Οταν περιπατης, θελει σε οδηγει? οταν κοιμασαι, θελει σε φυλαττει? και οταν εξυπνησης, θελει συνομιλει μετα σου. | 22 Cum ambulaveris, dirigent te, cum dormieris, custodient te et, cum evigilaveris, colloquentur tecum. |
23 Διοτι λυχνος ειναι η εντολη και φως ο νομος, και οι ελεγχοι της παιδειας οδος ζωης? | 23 Quia mandatum lucerna est, et lex lux, et via vitae increpatio disciplinae, |
24 δια να σε φυλαττωσιν απο κακης γυναικος, απο κολακειας γλωσσης γυναικος αλλοτριας. | 24 ut custodiant te a muliere mala et a blanda lingua extraneae; |
25 Μη ορεχθης το καλλος αυτης εν τη καρδια σου? και ας μη σε θηρευση δια των βλεφαρων αυτης. | 25 non concupiscat pulchritudinem eius cor tuum, nec capiaris nutibus illius: |
26 Διοτι εξ αιτιας γυναικος πορνης καταντα τις εως τμηματος αρτου, η δε μοιχαλις θηρευει την πολυτιμον ψυχην. | 26 pretium enim scorti vix est torta panis, mulier autem viri pretiosam animam capit. |
27 Δυναται τις να βαλη πυρ εις τον κολπον αυτου, και τα ιματια αυτου να μη καωσι; | 27 Numquid potest homo abscondere ignem in sinu suo, et vestimenta illius non ardebunt? |
28 Δυναται τις να περιπατηση επ' ανθρακων πυρος, και οι ποδες αυτου να μη κατακαωσιν; | 28 Aut ambulare super prunas, et non comburentur plantae eius? |
29 Ουτω και ο εισερχομενος προς την γυναικα του πλησιον αυτου? οστις εγγιζει αυτην, δεν θελει αθωωθη. | 29 Sic qui ingreditur ad mulierem proximi sui; non erit mundus, quicumque tetigerit eam. |
30 Τον κλεπτην δεν αποστρεφονται, εαν κλεπτη δια να χορταση την ψυχην αυτου, οταν πεινα? | 30 Non contemptui erit fur, cum furatus fuerit, ut esurientem impleat animam. |
31 αλλ' εαν πιασθη, θελει αποδωσει επταπλασια? θελει δωσει παντα τα υπαρχοντα της οικιας αυτου. | 31 Deprehensus quoque reddet septuplum et omnem substantiam domus suae tradet. |
32 Οστις ομως μοιχευει με γυναικα, ειναι ενδεης φρενων? απωλειαν φερει εις την ψυχην αυτου, οστις πραττει τουτο. | 32 Qui autem adulter est cum muliere, vecors est; perdet animam suam, qui hoc fecerit. |
33 Πληγας και ατιμιαν θελει υποφερει? και το ονειδος αυτου δεν θελει εξαλειφθη. | 33 Plagam et ignominiam congregat sibi, et opprobrium illius non delebitur. |
34 Διοτι η ζηλοτυπια ειναι μανια του ανδρος, και δεν θελει δειξει ελεος εις την ημεραν της εκδικησεως. | 34 Quia zelus est furor viri, et non parcet in die vindictae |
35 Δεν θελει δεχθη ουδεν λυτρον? ουδε θελει εξιλεωθη, και αν πολλαπλασιασης τα δωρα. | 35 nec accipiet personam tuam in piaculum nec suscipiet dona plurima. |