ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 22
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 1974 |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αγελεθ Σαχαρ. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες; δια τι ιστασαι μακραν απο της σωτηριας μου και απο των λογων των στεναγμων μου; | 1 'Al maestro del coro. Sull'aria: "Cerva dell'aurora". Salmo. Di Davide.' |
2 Θεε μου, κραζω την ημεραν, και δεν αποκρινεσαι? και την νυκτα, και δεν σιωπω. | 2 "Dio mio, Dio mio, perché mi hai abbandonato? Tu sei lontano dalla mia salvezza": sono le parole del mio lamento. |
3 Συ δε ο Αγιος κατοικεις μεταξυ των επαινων του Ισραηλ. | 3 Dio mio, invoco di giorno e non rispondi, grido di notte e non trovo riposo. |
4 Επι σε ηλπισαν οι πατερες ημων? ηλπισαν, και ηλευθερωσας αυτους. | 4 Eppure tu abiti la santa dimora, tu, lode di Israele. |
5 Προς σε εκραξαν και εσωθησαν? επι σε ηλπισαν και δεν κατησχυνθησαν. | 5 In te hanno sperato i nostri padri, hanno sperato e tu li hai liberati; |
6 Εγω δε ειμαι σκωληξ και ουχι ανθρωπος? ονειδος ανθρωπων και εξουθενημα του λαου. | 6 a te gridarono e furono salvati, sperando in te non rimasero delusi. |
7 Με εμυκτηρισαν παντες οι βλεποντες με? ανοιγουσι τα χειλη, κινουσι την κεφαλην, λεγοντες, | 7 Ma io sono verme, non uomo, infamia degli uomini, rifiuto del mio popolo. |
8 Ηλπισεν επι τον Κυριον? ας ελευθερωση αυτον? ας σωση αυτον, επειδη θελει αυτον. | 8 Mi scherniscono quelli che mi vedono, storcono le labbra, scuotono il capo: |
9 Αλλα συ εισαι ο εκσπασας με εκ της κοιλιας? η ελπις μου απο των μαστων της μητρος μου. | 9 "Si è affidato al Signore, lui lo scampi; lo liberi, se è suo amico". |
10 Επι σε ερριφθην εκ μητρας? εκ κοιλιας της μητρος μου συ εισαι ο Θεος μου. | 10 Sei tu che mi hai tratto dal grembo, mi hai fatto riposare sul petto di mia madre. |
11 Μη απομακρυνθης απ' εμου? διοτι η θλιψις ειναι πλησιον? διοτι ουδεις ο βοηθων. | 11 Al mio nascere tu mi hai raccolto, dal grembo di mia madre sei tu il mio Dio. |
12 Ταυροι πολλοι με περιεκυκλωσαν? ταυροι δυνατοι εκ Βασαν με περιεστοιχισαν. | 12 Da me non stare lontano, poiché l'angoscia è vicina e nessuno mi aiuta. |
13 Ηνοιξαν επ' εμε το στομα αυτων, ως λεων αρπαζων και βρυχομενος. | 13 Mi circondano tori numerosi, mi assediano tori di Basan. |
14 Εξεχυθην ως υδωρ, και εξηρθρωθησαν παντα τα οστα μου? η καρδια μου εγεινεν ως κηριον, κατατηκεται εν μεσω των εντοσθιων μου. | 14 Spalancano contro di me la loro bocca come leone che sbrana e ruggisce. |
15 Η δυναμις μου εξηρανθη ως οστρακον, και η γλωσσα μου εκολληθη εις τον λαρυγγα μου? και συ με κατεβιβασας εις το χωμα του θανατου. | 15 Come acqua sono versato, sono slogate tutte le mie ossa. Il mio cuore è come cera, si fonde in mezzo alle mie viscere. |
16 Διοτι κυνες με περιεκυκλωσαν? συναξις πονηρευομενων με περιεκλεισεν? ετρυπησαν τας χειρας μου και τους ποδας μου? | 16 È arido come un coccio il mio palato, la mia lingua si è incollata alla gola, su polvere di morte mi hai deposto. |
17 Δυναμαι να αριθμησω παντα τα οστα μου? ουτοι με ενατενιζουσι και με παρατηρουσι. | 17 Un branco di cani mi circonda, mi assedia una banda di malvagi; hanno forato le mie mani e i miei piedi, |
18 Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους? και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον. | 18 posso contare tutte le mie ossa. Essi mi guardano, mi osservano: |
19 Αλλα συ, Κυριε, μη απομακρυνθης? συ, η δυναμις μου, σπευσον εις βοηθειαν μου. | 19 si dividono le mie vesti, sul mio vestito gettano la sorte. |
20 Ελευθερωσον απο ρομφαιας την ψυχην μου την μεμονωμενην μου απο δυναμεως κυνος. | 20 Ma tu, Signore, non stare lontano, mia forza, accorri in mio aiuto. |
21 Σωσον με εκ στοματος λεοντος και εισακουσον μου, ελευθερονων με απο κερατων μονοκερωτων. | 21 Scampami dalla spada, dalle unghie del cane la mia vita. |
22 Θελω διηγεισθαι το ονομα σου προς τους αδελφους μου? εν μεσω συναξεως θελω σε επαινει. | 22 Salvami dalla bocca del leone e dalle corna dei bufali. |
23 Οι φοβουμενοι τον Κυριον, αινειτε αυτον? απαν το σπερμα Ιακωβ, δοξασατε αυτον? και φοβηθητε αυτον, απαν το σπερμα Ισραηλ. | 23 Annunzierò il tuo nome ai miei fratelli, ti loderò in mezzo all'assemblea. |
24 Διοτι δεν εξουθενωσε και δεν απεστραφη την θλιψιν του τεθλιμμενου, και δεν εκρυψε το προσωπον αυτου απ' αυτου? και οτε εβοησε προς αυτον, εισηκουσεν. | 24 Lodate il Signore, voi che lo temete, gli dia gloria la stirpe di Giacobbe, lo tema tutta la stirpe di Israele; |
25 Απο σου θελει αρχιζει η αινεσις μου εν εκκλησια μεγαλη? θελω αποδωσει τας ευχας μου ενωπιον των φοβουμενων αυτον. | 25 perché egli non ha disprezzato né sdegnato l'afflizione del misero, non gli ha nascosto il suo volto, ma, al suo grido d'aiuto, lo ha esaudito. |
26 Οι τεθλιμμενοι θελουσι φαγει και θελουσι χορτασθη? θελουσιν αινεσει τον Κυριον οι εκζητουντες αυτον? η καρδια σας θελει ζη εις τον αιωνα. | 26 Sei tu la mia lode nella grande assemblea, scioglierò i miei voti davanti ai suoi fedeli. |
27 Θελουσιν ενθυμηθη και επιστραφη προς τον Κυριον παντα τα περατα της γης? και θελουσι προσκυνησει ενωπιον σου πασαι αι φυλαι των εθνων. | 27 I poveri mangeranno e saranno saziati, loderanno il Signore quanti lo cercano: "Viva il loro cuore per sempre". |
28 Διοτι του Κυριου ειναι η βασιλεια, και αυτος εξουσιαζει τα εθνη. | 28 Ricorderanno e torneranno al Signore tutti i confini della terra, si prostreranno davanti a lui tutte le famiglie dei popoli. |
29 Θελουσι φαγει και θελουσι προσκυνησει παντες οι παχεις της γης? ενωπιον αυτου θελουσι κλινει παντες οι καταβαινοντες εις το χωμα? και ουδεις την ζωην αυτου θελει δυνηθη να φυλαξη. | 29 Poiché il regno è del Signore, egli domina su tutte le nazioni. |
30 Οι μεταγενεστεροι θελουσι δουλευσει αυτον? θελουσιν αναγραφη εις τον Κυριον ως γενεα αυτου. | 30 A lui solo si prostreranno quanti dormono sotto terra, davanti a lui si curveranno quanti discendono nella polvere. E io vivrò per lui, |
31 Θελουσιν ελθει και αναγγειλει την δικαιοσυνην αυτου, προς λαον, οστις μελλει να γεννηθη? διοτι αυτος εκαμε τουτο. | 31 lo servirà la mia discendenza. Si parlerà del Signore alla generazione che viene; |
32 annunzieranno la sua giustizia; al popolo che nascerà diranno: "Ecco l'opera del Signore!". |