Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 18


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ? και ειπε,>> Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου.1 [Für den Chormeister. Von David, dem Knecht des Herrn, der dem Herrn die Worte dieses Liedes sang an dem Tag, als ihn der Herr aus der Gewalt all seiner Feinde und aus der Hand Sauls errettet hatte.
2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου? Θεος μου, βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου? υψηλος πυργος μου.2 Er sprach:] Ich will dich rühmen, Herr, meine Stärke,
3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.3 Herr, du mein Fels, meine Burg, mein Retter,mein Gott, meine Feste, in der ich mich berge,
mein Schild und sicheres Heil, meine Zuflucht.
4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν?4 Ich rufe: Der Herr sei gepriesen!,
und ich werde vor meinen Feinden gerettet.
5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν.5 Mich umfingen die Fesseln des Todes,
mich erschreckten die Fluten des Verderbens.
6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου.6 Die Bande der Unterwelt umstrickten mich,
über mich fielen die Schlingen des Todes.
7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.7 In meiner Not rief ich zum Herrn
und schrie zu meinem Gott. Aus seinem Heiligtum hörte er mein Rufen,
mein Hilfeschrei drang an sein Ohr.
8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου.8 Da wankte und schwankte die Erde,
die Grundfesten der Berge erbebten.
Sie wankten, denn sein Zorn war entbrannt.
9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.9 Rauch stieg aus seiner Nase auf,
aus seinem Mund kam verzehrendes Feuer,
glühende Kohlen sprühten aus von ihm.
10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη? και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων.10 Er neigte den Himmel und fuhr herab,
zu seinen Füßen dunkle Wolken.
11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου? η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων.11 Er fuhr auf dem Kerub und flog daher;
er schwebte auf den Flügeln des Windes.
12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος.12 Er hüllte sich in Finsternis,
in dunkles Wasser und dichtes Gewölk wie in ein Zelt.
13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου? χαλαζα και ανθρακες πυρος.13 Von seinem Glanz erstrahlten die Wolken,
Hagel fiel nieder und glühende Kohlen.
14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους? και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους.14 Da ließ der Herr den Donner im Himmel erdröhnen,
der Höchste ließ seine Stimme erschallen.
15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου.15 Er schoss seine Pfeile und streute sie,
er schleuderte Blitze und jagte sie dahin.
16 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.16 Da wurden sichtbar die Tiefen des Meeres,
die Grundfesten der Erde wurden entblößtvor deinem Drohen, Herr,
vor dem Schnauben deines zornigen Atems.
17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.17 Er griff aus der Höhe herab und fasste mich,
zog mich heraus aus gewaltigen Wassern.
18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου?18 Er entriss mich meinen mächtigen Feinden,
die stärker waren als ich und mich hassten.
19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε.19 Sie überfielen mich am Tag meines Unheils,
doch der Herr wurde mein Halt.
20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.20 Er führte mich hinaus ins Weite,
er befreite mich, denn er hatte an mir Gefallen.
21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.21 Der Herr hat gut an mir gehandelt und mir vergolten,
weil ich gerecht bin und meine Hände rein sind.
22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου?22 Denn ich hielt mich an die Wege des Herrn
und fiel nicht ruchlos ab von meinem Gott.
23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.23 Ja, ich habe alle seine Gebote vor Augen,
weise seine Gesetze niemals ab.
24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.24 Ich war vor ihm ohne Makel,
ich nahm mich in Acht vor der Sünde.
25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι? μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι?25 Darum hat der Herr mir vergolten, weil ich gerecht bin
und meine Hände rein sind vor seinen Augen.
26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη.26 Gegen den Treuen zeigst du dich treu,
an dem Aufrichtigen handelst du recht.
27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει.27 Gegen den Reinen zeigst du dich rein,
doch falsch gegen den Falschen.
28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου? Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου.28 Dem bedrückten Volk bringst du Heil,
doch die Blicke der Stolzen zwingst du nieder.
29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.29 Du, Herr, lässt meine Leuchte erstrahlen,
mein Gott macht meine Finsternis hell.
30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος? ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον.30 Mit dir erstürme ich Wälle,
mit meinem Gott überspringe ich Mauern.
31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων;31 Vollkommen ist Gottes Weg,
das Wort des Herrn ist im Feuer geläutert.
Ein Schild ist er für alle, die sich bei ihm bergen.
32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου.32 Denn wer ist Gott als allein der Herr,
wer ist ein Fels, wenn nicht unser Gott?
33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.33 Gott hat mich mit Kraft umgürtet,
er führte mich auf einen Weg ohne Hindernis.
34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.34 Er ließ mich springen schnell wie Hirsche,
auf hohem Weg ließ er mich gehen.
35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.35 Er lehrte meine Hände zu kämpfen,
meine Arme, den ehernen Bogen zu spannen.
36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.36 Du gabst mir deine Hilfe zum Schild,
deine Rechte stützt mich;
du neigst dich mir zu und machst mich groß.
37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.37 Du schaffst meinen Schritten weiten Raum,
meine Knöchel wanken nicht.
38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? επεσον υπο τους ποδας μου.38 Ich verfolge meine Feinde und hole sie ein,
ich kehre nicht um, bis sie vernichtet sind.
39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε.39 Ich schlage sie nieder;
sie können sich nicht mehr erheben, sie fallen und liegen unter meinen Füßen.
40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.40 Du hast mich zum Kampf mit Kraft umgürtet,
hast alle in die Knie gezwungen, die sich gegen mich erhoben.
41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων? προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.41 Meine Feinde hast du zur Flucht gezwungen;
ich konnte die vernichten, die mich hassen.
42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου? απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων.42 Sie schreien, doch hilft ihnen niemand,
sie schreien zum Herrn, doch er gibt keine Antwort.
43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.43 Ich zermalme sie zu Staub vor dem Wind,
schütte sie auf die Straße wie Unrat.
44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε? ξενοι υπεταχθησαν εις εμε.44 Du rettest mich vor zahllosem Kriegsvolk,
du machst mich zum Haupt über ganze Völker. Stämme, die ich früher nicht kannte, sind mir nun untertan.
45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.45 Sobald sie mich nur hören, gehorchen sie. Mir huldigen die Söhne der Fremde,
46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου?46 sie kommen zitternd aus ihren Burgen hervor.
47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου?47 Es lebt der Herr! Mein Fels sei gepriesen.
Der Gott meines Heils sei hoch erhoben;
48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.48 denn Gott verschaffte mir Vergeltung
und unterwarf mir die Völker.
49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.49 Du hast mich von meinen Feinden befreit,
mich über meine Gegner erhoben,
dem Mann der Gewalt mich entrissen.
50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.50 Darum will ich dir danken, Herr, vor den Völkern,
ich will deinem Namen singen und spielen.
51 Seinem König verlieh er große Hilfe,
Huld erwies er seinem Gesalbten,
David und seinem Stamm auf ewig.