ΙΩΒ - Giobbe - Job 32
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 2008 |
---|---|
1 Επαυσαν δε και οι τρεις ουτοι ανθρωποι αποκρινομενοι προς τον Ιωβ, διοτι ητο δικαιος εις τους οφθαλμους αυτου. | 1 Quei tre uomini cessarono di rispondere a Giobbe, perché egli si riteneva giusto. |
2 Τοτε εξηφθη ο θυμος του Ελιου, υιου του Βαραχιηλ του Βουζιτου, εκ της συγγενειας του Αραμ? κατα του Ιωβ εξηφθη ο θυμος αυτου, διοτι εδικαιονεν εαυτον μαλλον παρα τον Θεον. | 2 Allora si accese lo sdegno di Eliu, figlio di Barachele, il Buzita, della tribù di Ram. Si accese di sdegno contro Giobbe, perché si considerava giusto di fronte a Dio; |
3 Και κατα των τριων αυτου φιλων εξηφθη ο θυμος αυτου, διοτι δεν ευρηκαν αποκρισιν και κατεδικασαν τον Ιωβ. | 3 si accese di sdegno anche contro i suoi tre amici, perché non avevano trovato di che rispondere, sebbene avessero dichiarato Giobbe colpevole. |
4 Ο δε Ελιου περιεμενε να λαληση προς τον Ιωβ, διοτι εκεινοι ησαν γεροντοτεροι αυτου. | 4 Eliu aveva aspettato, mentre essi parlavano con Giobbe, perché erano più vecchi di lui in età. |
5 Οτε δε ο Ελιου ειδεν, οτι δεν ητο αποκρισις εν τω στοματι των τριων ανδρων, εξηφθη ο θυμος αυτου. | 5 Quando vide che sulla bocca di questi tre uomini non vi era più alcuna risposta, Eliu si accese di sdegno. |
6 και απεκριθη ο Ελιου ο υιος του Βαραχιηλ του Βουζιτου και ειπεν? Εγω ειμαι νεος την ηλικιαν, και σεις γεροντες? δια τουτο εφοβηθην και συνεσταλην να σας φανερωσω την γνωμην μου. | 6 Eliu, figlio di Barachele, il Buzita, prese a dire: «Giovane io sono di anni e voi siete già canuti; per questo ho esitato, per rispetto, a manifestarvi il mio sapere. |
7 Εγω ειπα, Αι ημεραι ας λαλησωσι και το πληθος των ετων ας διδαξη, σοφιαν. | 7 Pensavo: “Parlerà l’età e gli anni numerosi insegneranno la sapienza”. |
8 Βεβαιως ειναι πνευμα εν τω ανθρωπω η εμπνευσις ομως του Παντοδυναμου συνετιζει αυτον. | 8 Ma è lo spirito che è nell’uomo, è il soffio dell’Onnipotente che lo fa intelligente. |
9 Οι μεγαλητεροι δεν ειναι παντοτε σοφοι? ουτε οι γεροντες νοουσι κρισιν. | 9 Essere anziani non significa essere sapienti, essere vecchi non significa saper giudicare. |
10 Δια τουτο ειπα, Ακουσατε μου? θελω φανερωσει και εγω την γνωμην μου. | 10 Per questo io oso dire: “Ascoltatemi; esporrò anch’io il mio parere”. |
11 Ιδου, επροσμενα τους λογους σας? ηκροασθην τα επιχειρηματα σας, εωσου εξετασητε τους λογους. | 11 Ecco, ho atteso le vostre parole, ho teso l’orecchio ai vostri ragionamenti. Finché andavate in cerca di argomenti, |
12 Και σας παρετηρουν, και ιδου, ουδεις εξ υμων ηδυνηθη να καταπειση τον Ιωβ, αποκρινομενος εις τους λογους αυτου? | 12 su di voi fissai l’attenzione. Ma ecco, nessuno ha potuto confutare Giobbe, nessuno tra voi ha risposto ai suoi detti. |
13 δια να μη ειπητε, Ημεις ευρηκαμεν σοφιαν. Ο Θεος θελει καταβαλει αυτον, ουχι ανθρωπος. | 13 Non venite a dire: “Abbiamo trovato noi la sapienza, Dio solo può vincerlo, non un uomo!”. |
14 Εκεινος δε δεν διηυθυνε λογους προς εμε? και δεν θελω αποκριθη προς αυτον κατα τας ομιλιας σας. | 14 Egli non ha rivolto a me le sue parole, e io non gli risponderò con i vostri argomenti. |
15 Εκεινοι ετρομαξαν, δεν απεκριθησαν πλεον? εχασαν τους λογους αυτων. | 15 Sono sconcertati, non rispondono più, mancano loro le parole. |
16 Και περιεμενον, επειδη δεν ελαλουν? αλλ' ισταντο? δεν απεκρινοντο πλεον. | 16 Ho atteso, ma poiché non parlano più, poiché stanno lì senza risposta, |
17 Ας αποκριθω και εγω το μερος μου? ας φανερωσω και εγω την γνωμην μου. | 17 risponderò anch’io per la mia parte, esporrò anch’io il mio parere; |
18 Διοτι ειμαι πληρης λογων? το πνευμα εντος μου με αναγκαζει. | 18 mi sento infatti pieno di parole, mi preme lo spirito che è nel mio ventre. |
19 Ιδου, η κοιλια μου ειναι ως οινος οστις δεν ηνοιχθη? ειναι ετοιμη να σπαση, ως ασκοι γλευκους. | 19 Ecco, il mio ventre è come vino senza aria di sfogo, come otri nuovi sta per scoppiare. |
20 Θελω λαλησει δια να αναπνευσω? θελω ανοιξει τα χειλη μου και αποκριθη. | 20 Parlerò e avrò un po’ d’aria, aprirò le labbra e risponderò. |
21 Μη γενοιτο να γεινω προσωποληπτης, μηδε να κολακευσω ανθρωπον. | 21 Non guarderò in faccia ad alcuno, e non adulerò nessuno, |
22 Διοτι δεν εξευρω να κολακευω? ο Ποιητης μου ηθελε με αναρπασει ευθυς. | 22 perché io non so adulare: altrimenti il mio creatore in breve mi annienterebbe. |