Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 14


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 μετα δε τριετη χρονον προσεπεσεν τοις περι τον ιουδαν δημητριον τον του σελευκου δια του κατα τριπολιν λιμενος εισπλευσαντα μετα πληθους ισχυρου και στολου1 Ma di lì a tre anni Giuda, e i suoi intesero come Demetrio figliuolo di Seleuco con grosso esercito, e con molte navi sbarcato al porto di Tripoli era andato ad occupare dei posti importanti.
2 κεκρατηκεναι της χωρας επανελομενον αντιοχον και τον τουτου επιτροπον λυσιαν2 E aveva occupate varie regioni a dispetto di Antioco, e di Lisia.
3 αλκιμος δε τις προγεγονως αρχιερευς εκουσιως δε μεμολυσμενος εν τοις της αμειξιας χρονοις συννοησας οτι καθ' οντιναουν τροπον ουκ εστιν αυτω σωτηρια ουδε προς το αγιον θυσιαστηριον ετι προσοδος3 Ma un certo Alcimo, che era state sommo Sacerdote, ma volontariamente si era contaminato nei tempi della confusione, considerando non esservi più salute per lui, né accesso all'altare,
4 ηκεν προς τον βασιλεα δημητριον ως πρωτω και πεντηκοστω και εκατοστω ετει προσαγων αυτω στεφανον χρυσουν και φοινικα προς δε τουτοις των νομιζομενων θαλλων του ιερου και την ημεραν εκεινην ησυχιαν εσχεν4 Andò a trovare il re Demetrio l'anno cento cinquanta, offerendogli una corona d'oro, e una palma, e oltre a ciò dei ramoscelli d'ulivo, i quali parerà che fossero del tempio: e per allora non disse nulla.
5 καιρον δε λαβων της ιδιας ανοιας συνεργον προσκληθεις εις συνεδριον υπο του δημητριου και επερωτηθεις εν τινι διαθεσει και βουλη καθεστηκαν οι ιουδαιοι προς ταυτα εφη5 Ma trovato un tempo opportuno alla sua stoltezza, essendo stato chiamato in consiglio da Demetrio, ed essendo interrogato qual fosse il sistema de' Giudei, e con quali consigli si reggessero,
6 οι λεγομενοι των ιουδαιων ασιδαιοι ων αφηγειται ιουδας ο μακκαβαιος πολεμοτροφουσιν και στασιαζουσιν ουκ εωντες την βασιλειαν ευσταθειας τυχειν6 Rispose: Que' Giudei, che hanno il nome di Assidei, che hanno per caporione Giuda Maccabeo, nutriscon la guerra, e muovono le sedizioni, e non permettono, che il regno abbia pace:
7 οθεν αφελομενος την προγονικην δοξαν λεγω δη την αρχιερωσυνην δευρο νυν εληλυθα7 E io pure spogliato della dignità dei miei maggiori, voglio dire del sommo Sacerdozio, son venuto qua:
8 πρωτον μεν υπερ των ανηκοντων τω βασιλει γνησιως φρονων δευτερον δε και των ιδιων πολιτων στοχαζομενος τη μεν γαρ των προειρημενων αλογιστια το συμπαν ημων γενος ου μικρως ακληρει8 Primieramente per essere fedele alle convenienze del re, in secondo luogo ancora per fare il bene de' miei concittadini, imperocché non piccole vessazioni patisce tutta la nostra nazione per la malvagità di coloro.
9 εκαστα δε τουτων επεγνωκως συ βασιλευ και της χωρας και του περιισταμενου γενους ημων προνοηθητι καθ' ην εχεις προς απαντας ευαπαντητον φιλανθρωπιαν9 Ma tu, o re, per la tua bontà a tutti notissima, informato di ciascheduna di queste cose provvedi al paese, e alla nazione:
10 αχρι γαρ ιουδας περιεστιν αδυνατον ειρηνης τυχειν τα πραγματα10 Imperocché sino a tanto che Giuda sarà al mondo non è possibile, che vi sia pace.
11 τοιουτων δε ρηθεντων υπο τουτου θαττον οι λοιποι φιλοι δυσμενως εχοντες τα προς τον ιουδαν προσεπυρωσαν τον δημητριον11 Dopo ch'egli ebbe dette tali cose, anche tutti gli amici, che nutrivano odio contro di Giuda, riscaldaron Demetrio.
12 προχειρισαμενος δε ευθεως νικανορα τον γενομενον ελεφανταρχην και στρατηγον αναδειξας της ιουδαιας εξαπεστειλεν12 Ed egli mandò subito per capitano nella Giudea Nicanore, il quale aveva il comando sopra gli elefanti:
13 δους εντολας αυτον μεν τον ιουδαν επανελεσθαι τους δε συν αυτω σκορπισαι καταστησαι δε αλκιμον αρχιερεα του μεγιστου ιερου13 Dando a lui commissione di prender vivo Giuda, di dispergere la gente, che era con lui, e di mettere Alcimo in possesso del sommo Sacerdozio del massimo tempio.
14 οι δε επι της ιουδαιας πεφυγαδευκοτες τον ιουδαν εθνη συνεμισγον αγεληδον τω νικανορι τας των ιουδαιων ατυχιας και συμφορας ιδιας ευημεριας δοκουντες εσεσθαι14 Allora i Gentili fuggiti dalla Giudea per timore di Giuda, si unirono a branchi con Nicanore, tenendo per propria felicità le miserie, e le rovine de' Giudei.
15 ακουσαντες δε την του νικανορος εφοδον και την επιθεσιν των εθνων καταπασαμενοι γην ελιτανευον τον αχρι αιωνος συστησαντα τον αυτου λαον αει δε μετ' επιφανειας αντιλαμβανομενον της εαυτου μεριδος15 I Giudei pertanto, saputo l'arrivo di Nicanore, e l'unione de' Gentili con esso, sparso il capo di terra pregavan colui, il quale avea fondato quel suo popolo per conservarlo eternamente, e il quale avea protetta con evidenti miracoli la sua eredità.
16 προσταξαντος δε του ηγουμενου εκειθεν ευθεως αναζευξας συμμισγει αυτοις επι κωμην δεσσαου16 E secondo l'ordine del condottiere si mossero immediatamente, e si adunarono al castello di Dessau.
17 σιμων δε ο αδελφος ιουδου συμβεβληκως ην τω νικανορι βραδεως δε δια την αιφνιδιον των αντιπαλων αφασιαν επταικως17 Ma Simone fratello di Giuda essendo venuto alle mani con Nicanore, si atterri per essere sopì aggiunti improvvisamente altri nemici.
18 ομως δε ακουων ο νικανωρ ην ειχον οι περι τον ιουδαν ανδραγαθιαν και εν τοις περι της πατριδος αγωσιν ευψυχιαν υπευλαβειτο την κρισιν δι' αιματων ποιησασθαι18 Contuttociò Nicanore informato del valore de' soldati di Giuda, e della grandezza d'animo, colla quale combattevano per la patria, non ardiva di decidere la contesa colla spada.
19 διοπερ επεμψεν ποσιδωνιον και θεοδοτον και ματταθιαν δουναι και λαβειν δεξιας19 Per la qual cosa mandò innanzi Posidonio, e Teodozio, e Mattia a portar le parole, e riferir le risposte.
20 πλειονος δε γενομενης περι τουτων επισκεψεως και του ηγουμενου τοις πληθεσιν ανακοινωσαμενου και φανεισης ομοψηφου γνωμης επενευσαν ταις συνθηκαις20 E tenutosi lungo consiglio sopra tal materia, e lo stesso condottiere avendone dato conto al popolo, fu concorde parere di tutti, che si accettasse la pace.
21 εταξαντο δε ημεραν εν η κατ' ιδιαν ηξουσιν εις το αυτο και προηλθεν παρ' εκαστου διφραξ εθεσαν διφρους21 Per la qual cosa stabilirono il giorno, nel quale i capitani conferissero tra di loro segretamente, e furono portate, e messe le sedie per l'uno, e per l'altro.
22 διεταξεν ιουδας ενοπλους ετοιμους εν τοις επικαιροις τοποις μηποτε εκ των πολεμιων αιφνιδιως κακουργια γενηται την αρμοζουσαν εποιησαντο κοινολογιαν22 Ma Giuda avea comandato, che stesse un numero di soldati in luoghi opportuni, affinchè non potessero i nemici improvvisamente far qualche male: ma il colloquio passò bene.
23 διετριβεν ο νικανωρ εν ιεροσολυμοις και επραττεν ουθεν ατοπον τους δε συναχθεντας αγελαιους οχλους απελυσεν23 Indi Nicanore si fermò a Gerusalemme, e non fece cosa contro ragione, e licenziò quei branchi di gente, che si erano raunati.
24 και ειχεν τον ιουδαν δια παντος εν προσωπω ψυχικως τω ανδρι προσεκεκλιτο24 Egli amava sempre Giuda di cuore, essendo inclinato verso la sua persona.
25 παρεκαλεσεν αυτον γημαι και παιδοποιησασθαι εγαμησεν ευσταθησεν εκοινωνησεν βιου25 E lo pregò che si ammogliasse per avere figliuoli; celebrò le sue nozze, si mantenne tranquillo, e viveano familiarmente.
26 ο δε αλκιμος συνιδων την προς αλληλους ευνοιαν και τας γενομενας συνθηκας λαβων ηκεν προς τον δημητριον και ελεγεν τον νικανορα αλλοτρια φρονειν των πραγματων τον γαρ επιβουλον της βασιλειας ιουδαν αυτου διαδοχον αναδειξαι26 Ma Alcimo veggendolo scambievole affetto, che era tra loro, e i patti onde erano convenuti, andò a trovar Demetrio, e gli disse, che Nicanore favoriva gli interessi degli altri, e avea dato a lui per successore Giuda, il quale aspirava a regnare.
27 ο δε βασιλευς εκθυμος γενομενος και ταις του παμπονηρου διαβολαις ερεθισθεις εγραψεν νικανορι φασκων υπερ μεν των συνθηκων βαρεως φερειν κελευων δε τον μακκαβαιον δεσμιον εξαποστελλειν εις αντιοχειαν ταχεως27 Onde esasperato il re, e per le calunnie orribili di colui altamente sdegnato scrisse a Nicanore facendogli sapere, che non volea sentir parlare del trattato di amicizia, ma ordinava subito mandasse Giuda incatenato ad Antiochia.
28 προσπεσοντων δε τουτων τω νικανορι συνεκεχυτο και δυσφορως εφερεν ει τα διεσταλμενα αθετησει μηδεν τανδρος ηδικηκοτος28 Intese tali cose Nicanore ne restò grandemente commosso, e non poteva soffrire di avere ad annullare quello, che era stato convenuto, senza aver ricevuto verun torto da quell'uomo:
29 επει δε τω βασιλει αντιπραττειν ουκ ην ευκαιρον ετηρει στρατηγηματι τουτ' επιτελεσαι29 Ma non potendo disubbidire al re, attendeva l'opportunità per eseguire i comandi.
30 ο δε μακκαβαιος αυστηροτερον διεξαγαγοντα συνιδων τον νικανορα τα προς αυτον και την ειθισμενην απαντησιν αγροικοτερον εσχηκοτα νοησας ουκ απο του βελτιστου την αυστηριαν ειναι συστρεψας ουκ ολιγους των περι αυτον συνεκρυπτετο τον νικανορα30 Maccabeo però osservando che Nicanore se gli mostrava più sostenuto, e nelle usate visite lo trattava con qual che durezza, comprese, che quella durezza non indicava nulla di buono, e messo insieme un piccol numero de' suoi, si tenne nascosto a Nicanore.
31 συγγνους δε ο ετερος οτι γενναιως υπο του ανδρος εστρατηγηται παραγενομενος επι το μεγιστον και αγιον ιερον των ιερεων τας καθηκουσας θυσιας προσαγοντων εκελευσεν παραδιδοναι τον ανδρα31 Or questi quand'ebbe riconosciuto, che l'altro lo avea giudiziosamente prevenuto, si portò al massimo, e santissimo tempio in tempo che i sacerdoti offerivano le vittime consuete, e ordinò loro, che gli consegnassero quell'uomo:
32 των δε μεθ' ορκων φασκοντων μη γινωσκειν που ποτ' εστιν ο ζητουμενος32 E affermando quelli con giuramento di non sapere dove si fosse quegli ch'ei ricercava, stesa la mano verso il tempio,
33 προτεινας την δεξιαν επι τον νεω ταυτ' ωμοσεν εαν μη δεσμιον μοι τον ιουδαν παραδωτε τονδε τον του θεου σηκον εις πεδιον ποιησω και το θυσιαστηριον κατασκαψω και ιερον ενταυθα τω διονυσω επιφανες αναστησω33 Giurò, e disse: Se voi non mi darete nelle mani Giuda legato, io agguaglierò al suolo questo tempio di Dio, e distruggerò l'altare, e consagrerò qui un tempio a Bacco.
34 τοσαυτα δε ειπων απηλθεν οι δε ιερεις προτειναντες τας χειρας εις τον ουρανον επεκαλουντο τον δια παντος υπερμαχον του εθνους ημων ταυτα λεγοντες34 E detto questo se n'andò: Ma i sacerdoti stendendo al cielo le mani invocavan colui, che era stato mai sempre il difensore della loro nazione, e dicevano:
35 συ κυριε των ολων απροσδεης υπαρχων ηυδοκησας ναον της σης σκηνωσεως εν ημιν γενεσθαι35 Tu Signore dell'universo, che di nulla abbisogni, tu volesti avere tra noi un tempio per tua abitazione.
36 και νυν αγιε παντος αγιασμου κυριε διατηρησον εις αιωνα αμιαντον τονδε τον προσφατως κεκαθαρισμενον οικον36 Or tu, Santo de' Santi, padrone di tutte le cose, conserva in eterno in contaminata questa casa, la quale poco tempo fa è stata purificata.
37 ραζις δε τις των απο ιεροσολυμων πρεσβυτερων εμηνυθη τω νικανορι ανηρ φιλοπολιτης και σφοδρα καλως ακουων και κατα την ευνοιαν πατηρ των ιουδαιων προσαγορευομενος37 Fu accusato davanti a Nicanore un certo Razia de' seniori di Gerusalemme, uomo amante della patria, e molto riputato, il quale pel suo affetto era chiamato il padre de' Giudei.
38 ην γαρ εν τοις εμπροσθεν χρονοις της αμειξιας κρισιν εισενηνεγμενος ιουδαισμου και σωμα και ψυχην υπερ του ιουδαισμου παραβεβλημενος μετα πασης εκτενιας38 Questi in molte occasioni si era mantenuto incontaminato, e costante nel Giudaismo, ed era pronto a dare il corpo, e la vita per mantener la perseveranza.
39 βουλομενος δε νικανωρ προδηλον ποιησαι ην ειχεν προς τους ιουδαιους δυσμενειαν απεστειλεν στρατιωτας υπερ τους πεντακοσιους συλλαβειν αυτον39 E Nicanore per dimostrare l'odio, che avea contro i Giudei, mandò cinquecento soldati a prenderlo:
40 εδοξεν γαρ εκεινον συλλαβων τουτοις ενεργασασθαι συμφοραν40 Perocché si credeva, che ove lo avesse sedotto, avrebbe fatto un grandissimo male a' Giudei.
41 των δε πληθων μελλοντων τον πυργον καταλαβεσθαι και την αυλαιαν θυραν βιαζομενων και κελευοντων πυρ προσαγειν και τας θυρας υφαπτειν περικαταλημπτος γενομενος υπεθηκεν εαυτω το ξιφος41 Or mentre quella turba di soldati tentavano di sforzare la casa, e di spezzare la porta, e di appiccarvi il fuoco, stando egli li per esser pigliato, si diede un colpo di spada,
42 ευγενως θελων αποθανειν ηπερ τοις αλιτηριοις υποχειριος γενεσθαι και της ιδιας ευγενειας αναξιως υβρισθηναι42 Eleggendosi di piuttosto morire gloriosamente, che essere soggetto ai peccatori, ed essere strapazzato con oltraggi indegni della sua nascita.
43 τη δε πληγη μη κατευθικτησας δια την του αγωνος σπουδην και των οχλων εσω των θυρωματων εισβαλλοντων αναδραμων γενναιως επι το τειχος κατεκρημνισεν εαυτον ανδρωδως εις τους οχλους43 Ma non essendo stato mortale il colpo, ch'ei si era dato in quella fretta, ed entrando a furia la turba nella casa, corse animosamente alla muraglia, e si precipitò addosso alla turba:
44 των δε ταχεως αναποδισαντων γενομενου διαστηματος ηλθεν κατα μεσον τον κενεωνα44 E quegli immantinente gli fecer luogo, perché non venisse sopra di loro; ed egli diede colla testa sul pavimento:
45 ετι δε εμπνους υπαρχων και πεπυρωμενος τοις θυμοις εξαναστας φερομενων κρουνηδον των αιματων και δυσχερων των τραυματων οντων δρομω τους οχλους διελθων και στας επι τινος πετρας απορρωγος45 E respirando tuttora, pieno di spiriti ardenti si rialzò, e benché versasse in gran copia il sangue dalle sue mortali ferite, passò correndo per mezzo alla turba:
46 παντελως εξαιμος ηδη γινομενος προβαλων τα εντερα και λαβων εκατεραις ταις χερσιν ενεσεισε τοις οχλοις και επικαλεσαμενος τον δεσποζοντα της ζωης και του πνευματος ταυτα αυτω παλιν αποδουναι τονδε τον τροπον μετηλλαξεν46 E standosi sopra un sasso isolato, essendo già senza sangue, prese colle sue mani le proprie viscere, le gettò sopra quella gente, invocando il Signore della vita, e dello spirito, affinchè quelle rendesse a lui un'altra volta; e in tal guisa fini di vivere.