Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 10


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 και εν ετει εξηκοστω και εκατοστω ανεβη αλεξανδρος ο του αντιοχου ο επιφανης και κατελαβετο πτολεμαιδα και επεδεξαντο αυτον και εβασιλευσεν εκει1 L'anno 160 Alessandro Epifane, figlio di Antioco, s'imbarcò e occupò Tolemaide, dove fu ben accolto e incominciò a regnare.
2 και ηκουσεν δημητριος ο βασιλευς και συνηγαγεν δυναμεις πολλας σφοδρα και εξηλθεν εις συναντησιν αυτω εις πολεμον2 Avendolo saputo, il re Demetrio radunò forze in grande quantità e uscì per combattere contro di lui.
3 και απεστειλεν δημητριος προς ιωναθαν επιστολας λογοις ειρηνικοις ωστε μεγαλυναι αυτον3 Allo stesso tempo Demetrio inviò lettere a Gionata in termini pacifici per esaltarlo.
4 ειπεν γαρ προφθασωμεν του ειρηνην θειναι μετ' αυτων πριν η θειναι αυτον μετα αλεξανδρου καθ' ημων4 Pensava, infatti: "Affrettiamoci a concludere la pace con costoro, prima che egli la concluda con Alessandro contro di noi.
5 μνησθησεται γαρ παντων των κακων ων συνετελεσαμεν προς αυτον και εις τους αδελφους αυτου και εις το εθνος5 Poiché egli si ricorderà di tutti i mali che abbiamo compiuto contro di lui, i suoi fratelli e la sua nazione".
6 και εδωκεν αυτω εξουσιαν συναγαγειν δυναμεις και κατασκευαζειν οπλα και ειναι αυτον συμμαχον αυτου και τα ομηρα τα εν τη ακρα ειπεν παραδουναι αυτω6 Pertanto gli diede il potere di radunare truppe, di fabbricarsi armi e di considerarsi suo alleato; inoltre comandò che gli fossero consegnati gli ostaggi che erano nell'Acra.
7 και ηλθεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ και ανεγνω τας επιστολας εις τα ωτα παντος του λαου και των εκ της ακρας7 Gionata, allora, venne a Gerusalemme e lesse le lettere davanti a tutto il popolo e a quelli dell'Acra,
8 και εφοβηθησαν φοβον μεγαν οτε ηκουσαν οτι εδωκεν αυτω ο βασιλευς εξουσιαν συναγαγειν δυναμιν8 i quali furono presi da gran timore all'udire che il re gli aveva dato il potere di arruolare un esercito.
9 και παρεδωκαν οι εκ της ακρας ιωναθαν τα ομηρα και απεδωκεν αυτους τοις γονευσιν αυτων9 Quelli dell'Acra perciò consegnarono a Gionata gli ostaggi ed egli li restituì ai loro genitori.
10 και ωκησεν ιωναθαν εν ιερουσαλημ και ηρξατο οικοδομειν και καινιζειν την πολιν10 Gionata, pertanto, stabilitosi a Gerusalemme, cominciò a ricostruire e a rinnovare la città,
11 και ειπεν προς τους ποιουντας τα εργα οικοδομειν τα τειχη και το ορος σιων κυκλοθεν εκ λιθων τετραποδων εις οχυρωσιν και εποιησαν ουτως11 ordinando a quelli che eseguivano i lavori di costruire le mura e la cinta muraria del monte Sion con pietre quadrate come per una fortezza. Quelli fecero così.
12 και εφυγον οι αλλογενεις οι οντες εν τοις οχυρωμασιν οις ωκοδομησεν βακχιδης12 Allora gli stranieri che erano nelle fortezze costruite da Bàcchide fuggirono
13 και κατελιπεν εκαστος τον τοπον αυτου και απηλθεν εις την γην αυτου13 e abbandonarono ciascuno il suo posto per far ritorno alla propria terra,
14 πλην εν βαιθσουροις υπελειφθησαν τινες των καταλιποντων τον νομον και τα προσταγματα ην γαρ εις φυγαδευτηριον14 ad eccezione di alcuni di quelli che avevano abbandonato la legge e i comandamenti, i quali rimasero a Bet-Zur e ne fecero il loro rifugio.
15 και ηκουσεν αλεξανδρος ο βασιλευς τας επαγγελιας οσας απεστειλεν δημητριος τω ιωναθαν και διηγησαντο αυτω τους πολεμους και τας ανδραγαθιας ας εποιησεν αυτος και οι αδελφοι αυτου και τους κοπους ους εσχον15 Il re Alessandro venne a sapere delle promesse che Demetrio aveva fatto a Gionata. Gli parlarono pure delle guerre e degli atti di valore compiuti da lui e dai suoi fratelli, nonché delle pene che essi avevano sopportato.
16 και ειπεν μη ευρησομεν ανδρα τοιουτον ενα και νυν ποιησομεν αυτον φιλον και συμμαχον ημων16 Allora disse: "Troveremo forse un altro uomo siffatto? Faremo perciò di lui un nostro amico e alleato".
17 και εγραψεν επιστολας και απεστειλεν αυτω κατα τους λογους τουτους λεγων17 Scrisse pertanto una lettera e gliela inviò, esprimendosi in questi termini:
18 βασιλευς αλεξανδρος τω αδελφω ιωναθαν χαιρειν18 "Re Alessandro al fratello Gionata, salute!
19 ακηκοαμεν περι σου οτι ανηρ δυνατος ισχυι και επιτηδειος ει του ειναι ημων φιλος19 Abbiamo saputo di te che sei un uomo valoroso e che sei disposto ad essere nostro amico.
20 και νυν καθεστακαμεν σε σημερον αρχιερεα του εθνους σου και φιλον βασιλεως καλεισθαι σε και απεστειλεν αυτω πορφυραν και στεφανον χρυσουν και φρονειν τα ημων και συντηρειν φιλιας προς ημας20 Perciò ti costituiamo oggi sommo sacerdote della tua nazione e amico del re -- e gli inviò la porpora e una corona d'oro -- affinché tu pensi alle nostre cose e conservi con noi amicizia".
21 και ενεδυσατο ιωναθαν την αγιαν στολην τω εβδομω μηνι ετους εξηκοστου και εκατοστου εν εορτη σκηνοπηγιας και συνηγαγεν δυναμεις και κατεσκευασεν οπλα πολλα21 Gionata incominciò a rivestirsi delle sacre vesti il settimo mese dell'anno 160, nella festa delle Capanne. Radunò truppe e si fabbricò armi in quantità.
22 και ηκουσεν δημητριος τους λογους τουτους και ελυπηθη και ειπεν22 Avendo saputo queste cose, Demetrio se ne rattristò e disse:
23 τι τουτο εποιησαμεν οτι προεφθακεν ημας αλεξανδρος του φιλιαν καταλαβεσθαι τοις ιουδαιοις εις στηριγμα23 "Che cosa abbiamo fatto! Alessandro ci ha prevenuti nello stringere amicizia con i Giudei a suo vantaggio.
24 γραψω αυτοις καγω λογους παρακλησεως και υψους και δοματων οπως ωσιν συν εμοι εις βοηθειαν24 Scriverò loro anch'io parole di incitamento con promesse di onori e di doni, affinché mi prestino aiuto".
25 και απεστειλεν αυτοις κατα τους λογους τουτους βασιλευς δημητριος τω εθνει των ιουδαιων χαιρειν25 Inviò loro una lettera con queste parole: "Il re Demetrio alla nazione dei Giudei, salute!
26 επει συνετηρησατε τας προς ημας συνθηκας και ενεμεινατε τη φιλια ημων και ου προσεχωρησατε τοις εχθροις ημων ηκουσαμεν και εχαρημεν26 Abbiamo sentito con gioia che avete osservato i patti stabiliti con noi, che siete rimasti fedeli alla nostra amicizia e che non siete passati dalla parte dei nostri nemici.
27 και νυν εμμεινατε ετι του συντηρησαι προς ημας πιστιν και ανταποδωσομεν υμιν αγαθα ανθ' ων ποιειτε μεθ' ημων27 Perseverate, dunque, ancora nel conservarci fedeltà; noi in contraccambio a quanto fate per noi, vi beneficheremo,
28 και αφησομεν υμιν αφεματα πολλα και δωσομεν υμιν δοματα28 vi concederemo molte immunità e vi invieremo doni.
29 και νυν απολυω υμας και αφιημι παντας τους ιουδαιους απο των φορων και της τιμης του αλος και απο των στεφανων29 Già da ora sciolgo ed esento tutti i Giudei dai tributi, dalla tassa del sale e dalle corone.
30 και αντι του τριτου της σπορας και αντι του ημισους του καρπου του ξυλινου του επιβαλλοντος μοι λαβειν αφιημι απο της σημερον και επεκεινα του λαβειν απο γης ιουδα και απο των τριων νομων των προστιθεμενων αυτη απο της σαμαριτιδος και γαλιλαιας απο της σημερον ημερας και εις τον απαντα χρονον30 Rinunzio anche da oggi alla terza parte del seminato e alla metà dei frutti degli alberi che mi toccherebbe, lasciando di prendere tutto ciò dalla terra di Giudea e dai tre distretti che le sono stati annessi, dalla Samaria e dalla Galilea, a partire dal giorno di oggi e per sempre.
31 και ιερουσαλημ εστω αγια και αφειμενη και τα ορια αυτης αι δεκαται και τα τελη31 Gerusalemme con il suo territorio sia santa ed esente dalle decime e dai tributi.
32 αφιημι και την εξουσιαν της ακρας της εν ιερουσαλημ και διδωμι τω αρχιερει οπως αν καταστηση εν αυτη ανδρας ους αν αυτος εκλεξηται του φυλασσειν αυτην32 Rinunzio ad ogni potestà sull'Acra che è in Gerusalemme e la cedo al sommo sacerdote affinché vi ponga gli uomini che vorrà scegliere per custodirla.
33 και πασαν ψυχην ιουδαιων την αιχμαλωτισθεισαν απο γης ιουδα εις πασαν βασιλειαν μου αφιημι ελευθεραν δωρεαν και παντες αφιετωσαν τους φορους και των κτηνων αυτων33 Infine, rendo la libertà gratuitamente a qualunque persona giudea, condotta in schiavitù dalla terra di Giudea in qualunque parte del mio regno, e tutti siano esenti dai tributi, anche da quello sul loro bestiame.
34 και πασαι αι εορται και τα σαββατα και νουμηνιαι και ημεραι αποδεδειγμεναι και τρεις ημεραι προ εορτης και τρεις μετα εορτην εστωσαν πασαι ημεραι ατελειας και αφεσεως πασιν τοις ιουδαιοις τοις ουσιν εν τη βασιλεια μου34 Tutte le feste, i sabati, le neomenie, i giorni stabiliti, i tre giorni prima della festa e i tre dopo la festa, siano tutti giorni di esenzione e di remissione per tutti i Giudei che sono nel mio regno;
35 και ουχ εξει εξουσιαν ουδεις πρασσειν και παρενοχλειν τινα αυτων περι παντος πραγματος35 e nessuno abbia autorità di intentare causa o di molestare qualcuno di loro per qualunque motivo.
36 και προγραφητωσαν των ιουδαιων εις τας δυναμεις του βασιλεως εις τριακοντα χιλιαδας ανδρων και δοθησεται αυτοις ξενια ως καθηκει πασαις ταις δυναμεσιν του βασιλεως36 Saranno reclutati tra i Giudei per gli eserciti del re circa trentamila uomini, ai quali sarà pagato il soldo che è dovuto a tutte le truppe del re.
37 και κατασταθησεται εξ αυτων εν τοις οχυρωμασιν του βασιλεως τοις μεγαλοις και εκ τουτων κατασταθησονται επι χρειων της βασιλειας των ουσων εις πιστιν και οι επ' αυτων και οι αρχοντες εστωσαν εξ αυτων και πορευεσθωσαν τοις νομοις αυτων καθα και προσεταξεν ο βασιλευς εν γη ιουδα37 Alcuni di essi saranno posti nelle maggiori fortezze del re ed altri saranno preposti agli affari di fiducia del regno. I loro superiori e comandanti siano scelti fra essi e possano vivere secondo le loro leggi, come il re ha prescritto anche nella terra di Giudea.
38 και τους τρεις νομους τους προστεθεντας τη ιουδαια απο της χωρας σαμαρειας προστεθητω τη ιουδαια προς το λογισθηναι του γενεσθαι υφ' ενα του μη υπακουσαι αλλης εξουσιας αλλ' η του αρχιερεως38 I tre distretti, che dalla regione di Samaria sono stati annessi alla Giudea, siano annessi alla Giudea in modo da essere considerati dipendenti da uno solo e che non ubbidiscano ad altra autorità che a quella del sommo sacerdote.
39 πτολεμαιδα και την προσκυρουσαν αυτη δεδωκα δομα τοις αγιοις τοις εν ιερουσαλημ εις την καθηκουσαν δαπανην τοις αγιοις39 Faccio dono di Tolemaide e delle sue dipendenze al tempio di Gerusalemme per le spese necessarie del santuario.
40 καγω διδωμι κατ' ενιαυτον δεκα πεντε χιλιαδας σικλων αργυριου απο των λογων του βασιλεως απο των τοπων των ανηκοντων40 Da parte mia dono ogni anno quindicimila sicli d'argento, da prendersi dalle casse del re sui proventi dei luoghi più confacenti.
41 και παν το πλεοναζον ο ουκ απεδιδοσαν απο των χρειων ως εν τοις πρωτοις ετεσιν απο του νυν δωσουσιν εις τα εργα του οικου41 Tutto il sovrappiù che i preposti ai negozi non hanno consegnato negli ultimi anni, da questo momento lo daranno per le opere del tempio.
42 και επι τουτοις πεντακισχιλιους σικλους αργυριου ους ελαμβανον απο των χρειων του αγιου απο του λογου κατ' ενιαυτον και ταυτα αφιεται δια το ανηκειν αυτα τοις ιερευσιν τοις λειτουργουσιν42 Oltre a ciò, i cinquemila sicli d'argento che venivano riscossi sui proventi del santuario dal conto di ogni anno, siano rimessi anch'essi perché appartengono ai sacerdoti che prestano servizio.
43 και οσοι εαν φυγωσιν εις το ιερον το εν ιεροσολυμοις και εν πασιν τοις οριοις αυτου οφειλων βασιλικα και παν πραγμα απολελυσθωσαν και παντα οσα εστιν αυτοις εν τη βασιλεια μου43 Tutti quelli che si rifugiano nel tempio di Gerusalemme e dentro tutte le sue dipendenze, perché gravati da debiti verso il re o da qualunque altra obbligazione, siano lasciati liberi con tutti i beni che possiedono nel mio regno.
44 και του οικοδομηθηναι και επικαινισθηναι τα εργα των αγιων και η δαπανη δοθησεται εκ του λογου του βασιλεως44 Anche per i lavori di ricostruzione e di restauro del santuario si provvederà alla spesa a conto del re.
45 και του οικοδομηθηναι τα τειχη ιερουσαλημ και οχυρωσαι κυκλοθεν και η δαπανη δοθησεται εκ του λογου του βασιλεως και του οικοδομηθηναι τα τειχη εν τη ιουδαια45 Similmente per ricostruire le mura di Gerusalemme e per le fortificazioni all'intorno si provvederà alla spesa a conto del re, come pure per ricostruire le altre mura in Giudea".
46 ως δε ηκουσεν ιωναθαν και ο λαος τους λογους τουτους ουκ επιστευσαν αυτοις ουδε επεδεξαντο οτι επεμνησθησαν της κακιας της μεγαλης ης εποιησεν εν ισραηλ και εθλιψεν αυτους σφοδρα46 Quando Gionata e il popolo ebbero udito queste parole, non vi prestarono fede né le accettarono, poiché si ricordavano del grande male che egli aveva fatto in Israele e come li aveva oppressi fortemente.
47 και ευδοκησαν εν αλεξανδρω οτι αυτος εγενετο αυτοις αρχηγος λογων ειρηνικων και συνεμαχουν αυτω πασας τας ημερας47 Si decisero, invece, in favore di Alessandro, perché egli si era loro rivolto per primo con parole pacifiche e divennero suoi alleati per tutti i giorni.
48 και συνηγαγεν αλεξανδρος ο βασιλευς δυναμεις μεγαλας και παρενεβαλεν εξ εναντιας δημητριου48 Allora il re Alessandro radunò grandi forze e marciò contro Demetrio.
49 και συνηψαν πολεμον οι δυο βασιλεις και εφυγεν η παρεμβολη δημητριου και εδιωξεν αυτον ο αλεξανδρος και ισχυσεν επ' αυτους49 I due re attaccarono battaglia, ma l'armata di Demetrio si diede alla fuga e Alessandro l'inseguì, prevalendo su di essi.
50 και εστερεωσεν τον πολεμον σφοδρα εως εδυ ο ηλιος και επεσεν ο δημητριος εν τη ημερα εκεινη50 La battaglia si fece aspra fino al tramonto del sole e anche Demetrio cadde ucciso in quel giorno.
51 και απεστειλεν αλεξανδρος προς πτολεμαιον βασιλεα αιγυπτου πρεσβεις κατα τους λογους τουτους λεγων51 Alessandro mandò ambasciatori a Tolomeo, re d'Egitto, per dirgli:
52 επει ανεστρεψα εις την βασιλειαν μου και ενεκαθισα επι θρονου πατερων μου και εκρατησα της αρχης και συνετριψα τον δημητριον και επεκρατησα της χωρας ημων52 "Ecco, sono tornato nel mio regno e mi sono assiso sul trono dei miei padri. Ho preso il potere, ho sconfitto Demetrio e sono diventato padrone del nostro paese.
53 και συνηψα προς αυτον μαχην και συνετριβη αυτος και η παρεμβολη αυτου υφ' ημων και εκαθισαμεν επι θρονου βασιλειας αυτου53 Ho attaccato battaglia contro di lui; la sua armata e lui stesso sono stati battuti da noi e ci siamo assisi sul suo trono regale.
54 και νυν στησωμεν προς αυτους φιλιαν και νυν δος μοι την θυγατερα σου εις γυναικα και επιγαμβρευσω σοι και δωσω σοι δοματα και αυτη αξια σου54 Stringiamo amicizia tra noi; tu dammi tua figlia in moglie, io diventerò tuo genero e darò a te e a lei dei regali degni di te".
55 και απεκριθη πτολεμαιος ο βασιλευς λεγων αγαθη ημερα εν η επεστρεψας εις γην πατερων σου και εκαθισας επι θρονου βασιλειας αυτων55 Il re Tolomeo rispose dicendo: "Fausto il giorno in cui sei tornato nella terra dei tuoi padri e ti sei assiso sul loro trono regale!
56 και νυν ποιησω σοι α εγραψας αλλα απαντησον εις πτολεμαιδα οπως ιδωμεν αλληλους και επιγαμβρευσω σοι καθως ειρηκας56 Farò per te quanto mi hai scritto, ma vienimi incontro a Tolemaide affinché possiamo vederci l'un l'altro, e ti farò mio genero, come hai detto".
57 και εξηλθεν πτολεμαιος εξ αιγυπτου αυτος και κλεοπατρα η θυγατηρ αυτου και ηλθεν εις πτολεμαιδα ετους δευτερου και εξηκοστου και εκατοστου57 Tolomeo uscì dall'Egitto con Cleopatra sua figlia e venne a Tolemaide nell'anno 162.
58 και απηντησεν αυτω αλεξανδρος ο βασιλευς και εξεδετο αυτω κλεοπατραν την θυγατερα αυτου και εποιησεν τον γαμον αυτης εν πτολεμαιδι καθως οι βασιλεις εν δοξη μεγαλη58 Il re Alessandro gli andò incontro ed egli gli diede sua figlia Cleopatra, celebrando le sue nozze come sogliono fare i re, con grande sfarzo.
59 και εγραψεν αλεξανδρος ο βασιλευς ιωναθη ελθειν εις συναντησιν αυτω59 Il re Alessandro scrisse pure a Gionata affinché gli andasse incontro
60 και επορευθη μετα δοξης εις πτολεμαιδα και απηντησεν τοις δυσιν βασιλευσι και εδωκεν αυτοις αργυριον και χρυσιον και τοις φιλοις αυτων και δοματα πολλα και ευρεν χαριν ενωπιον αυτων60 e questi si recò a Tolemaide con grande pompa. Incontrò i due re e diede loro, al pari dei loro amici, argento e oro e altri doni, trovando grazia ai loro occhi.
61 και επισυνηχθησαν επ' αυτον ανδρες λοιμοι εξ ισραηλ ανδρες παρανομοι εντυχειν κατ' αυτου και ου προσεσχεν αυτοις ο βασιλευς61 Contro di lui, tuttavia, convennero alcuni uomini pestiferi d'Israele, uomini iniqui, che volevano intervenire contro di lui; ma il re non prestò loro attenzione.
62 και προσεταξεν ο βασιλευς και εξεδυσαν ιωναθαν τα ιματια αυτου και ενεδυσαν αυτον πορφυραν και εποιησαν ουτως62 Il re, anzi, comandò che togliessero di dosso a Gionata i suoi vestiti e lo rivestissero di porpora; e così fecero.
63 και εκαθισεν αυτον ο βασιλευς μετ' αυτου και ειπεν τοις αρχουσιν αυτου εξελθατε μετ' αυτου εις μεσον της πολεως και κηρυξατε του μηδενα εντυγχανειν κατ' αυτου περι μηδενος πραγματος και μηδεις αυτω παρενοχλειτω περι παντος λογου63 Poi il re lo fece sedere accanto a sé e disse ai suoi ufficiali: "Uscite con lui al centro della città e fate proclamare che nessuno cerchi di intervenire contro di lui per qualunque motivo e nessuno gli rechi molestia per qualsiasi ragione".
64 και εγενετο ως ειδον οι εντυγχανοντες την δοξαν αυτου καθως εκηρυξεν και περιβεβλημενον αυτον πορφυραν και εφυγον παντες64 Or quando gli accusatori videro che egli era onorato conforme a quanto il re aveva fatto proclamare, e come era stato rivestito di porpora, se ne fuggirono tutti.
65 και εδοξασεν αυτον ο βασιλευς και εγραψεν αυτον των πρωτων φιλων και εθετο αυτον στρατηγον και μεριδαρχην65 Il re lo colmò d'onori, lo iscrisse tra i suoi primi amici e lo costituì stratega e governatore della provincia.
66 και επεστρεψεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ μετ' ειρηνης και ευφροσυνης66 Dopo di che Gionata ritornò a Gerusalemme con serenità e gioia.
67 και εν ετει πεμπτω και εξηκοστω και εκατοστω ηλθεν δημητριος υιος δημητριου εκ κρητης εις την γην των πατερων αυτου67 Nell'anno 165 Demetrio, figlio di Demetrio, da Creta venne nella terra dei suoi padri.
68 και ηκουσεν αλεξανδρος ο βασιλευς και ελυπηθη σφοδρα και υπεστρεψεν εις αντιοχειαν68 Appena lo seppe, il re Alessandro fu assai preoccupato e fece ritorno in Antiochia.
69 και κατεστησεν δημητριος απολλωνιον τον οντα επι κοιλης συριας και συνηγαγεν δυναμιν μεγαλην και παρενεβαλεν επι ιαμνειαν και απεστειλεν προς ιωναθαν τον αρχιερεα λεγων69 Demetrio pertanto costituì Apollonio capo della Celesiria e questi, radunato un grosso esercito, andò ad accamparsi a Iamnia. Quindi mandò a dire al sommo sacerdote Gionata:
70 συ μονωτατος επαιρη εφ' ημας εγω δε εγενηθην εις καταγελωτα και εις ονειδισμον δια σε και δια τι συ εξουσιαζη εφ' ημας εν τοις ορεσι70 "Tu sei il solo a levarti contro di noi e io son diventato oggetto di derisione e di scherno a causa tua. Perché ti fai forte contro di noi sui monti?
71 νυν ουν ει πεποιθας επι ταις δυναμεσιν σου καταβηθι προς ημας εις το πεδιον και συγκριθωμεν εαυτοις εκει οτι μετ' εμου εστιν δυναμις των πολεων71 Se hai fiducia nelle tue truppe, scendi verso di noi nella pianura e misuriamoci l'un l'altro, poiché con me sta la forza delle città.
72 ερωτησον και μαθε τις ειμι και οι λοιποι οι βοηθουντες ημιν και λεγουσιν ουκ εστιν υμιν στασις ποδος κατα προσωπον ημων οτι δις ετροπωθησαν οι πατερες σου εν τη γη αυτων72 Interroga e apprenderai chi sono io e chi sono quelli che ci aiutano. Ti diranno: "Non vi è per voi stabilità di piede davanti a noi". Già due volte, infatti, i padri tuoi sono stati messi in fuga nella loro terra.
73 και νυν ου δυνηση υποστηναι την ιππον και δυναμιν τοιαυτην εν τω πεδιω οπου ουκ εστιν λιθος ουδε κοχλαξ ουδε τοπος του φυγειν73 Non potrai perciò resistere davanti alla cavalleria e a un tale esercito nella pianura, dove non v'è né pietra né rupe né luogo per fuggire".
74 ως δε ηκουσεν ιωναθαν των λογων απολλωνιου εκινηθη τη διανοια και επελεξεν δεκα χιλιαδας ανδρων και εξηλθεν εξ ιερουσαλημ και συνηντησεν αυτω σιμων ο αδελφος αυτου επι βοηθειαν αυτω74 Quando Gionata udì le parole di Apollonio il suo animo ne restò agitato. Scelti perciò diecimila uomini, uscì da Gerusalemme e Simone suo fratello gli andò incontro per aiutarlo.
75 και παρενεβαλεν επι ιοππην και απεκλεισαν αυτην οι εκ της πολεως οτι φρουρα απολλωνιου εν ιοππη και επολεμησαν αυτην75 Si accampò davanti a Giaffa, ma quelli della città gli chiusero le porte, giacché in Giaffa vi era una guarnigione di Apollonio. Egli allora l'attaccò
76 και φοβηθεντες ηνοιξαν οι εκ της πολεως και εκυριευσεν ιωναθαν ιοππης76 e, spaventati, quelli della città gli aprirono. Così Gionata si impadronì di Giaffa.
77 και ηκουσεν απολλωνιος και παρενεβαλεν τρισχιλιαν ιππον και δυναμιν πολλην και επορευθη εις αζωτον ως διοδευων και αμα προηγεν εις το πεδιον δια το εχειν αυτον πληθος ιππου και πεποιθεναι επ' αυτη77 Quando lo seppe, Apollonio equipaggiò tremila cavalieri e un grande esercito e si diresse verso Asdòd, come se volesse andarvi, ma subito piegò verso la pianura, poiché aveva moltissima cavalleria e aveva fiducia in essa.
78 και κατεδιωξεν οπισω αυτου εις αζωτον και συνηψαν αι παρεμβολαι εις πολεμον78 Gionata lo seguì in direzione di Asdòd e i due eserciti attaccarono battaglia.
79 και απελιπεν απολλωνιος χιλιαν ιππον κρυπτως κατοπισθεν αυτων79 Apollonio aveva lasciato mille cavalieri nascosti alle loro spalle,
80 και εγνω ιωναθαν οτι εστιν ενεδρον κατοπισθεν αυτου και εκυκλωσαν αυτου την παρεμβολην και εξετιναξαν τας σχιζας εις τον λαον εκ πρωιθεν εως δειλης80 i quali, benché Gionata si fosse accorto che vi era un pericolo dietro alle sue spalle, circondarono il suo esercito, lanciando frecce contro il popolo dalla mattina alla sera.
81 ο δε λαος ειστηκει καθως επεταξεν ιωναθαν και εκοπιασαν οι ιπποι αυτων81 Il popolo però resistette, come aveva ordinato Gionata, e perciò i loro cavalli si stancarono.
82 και ειλκυσεν σιμων την δυναμιν αυτου και συνηψεν προς την φαλαγγα η γαρ ιππος εξελυθη και συνετριβησαν υπ' αυτου και εφυγον82 Allora Simone fece avanzare il suo esercito e attaccò la falange; e poiché la cavalleria era stremata, furono sconfitti e fuggirono,
83 και η ιππος εσκορπισθη εν τω πεδιω και εφυγον εις αζωτον και εισηλθον εις βηθδαγων το ειδωλιον αυτων του σωθηναι83 mentre la cavalleria si disperse per la pianura. Fuggirono verso Asdòd e per salvarsi entrarono nel Bet-Dagon, che è il loro tempio idolatrico.
84 και ενεπυρισεν ιωναθαν την αζωτον και τας πολεις τας κυκλω αυτης και ελαβεν τα σκυλα αυτων και το ιερον δαγων και τους συμφυγοντας εις αυτο ενεπυρισεν πυρι84 Gionata allora incendiò Asdòd e le città circonvicine, prese le loro spoglie e incendiò pure il tempio di Dagon con quelli che vi si erano rifugiati.
85 και εγενοντο οι πεπτωκοτες μαχαιρα συν τοις εμπυρισθεισιν εις ανδρας οκτακισχιλιους85 Quelli che perirono di spada insieme a quelli bruciati furono circa ottomila.
86 και απηρεν εκειθεν ιωναθαν και παρενεβαλεν επι ασκαλωνα και εξηλθον οι εκ της πολεως εις συναντησιν αυτω εν δοξη μεγαλη86 Partito di lì, Gionata andò ad accamparsi davanti ad Ascalòna e quelli della città gli andarono incontro con grande onore.
87 και επεστρεψεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ συν τοις παρ' αυτου εχοντες σκυλα πολλα87 Poi Gionata se ne tornò a Gerusalemme con i suoi, carichi di copioso bottino.
88 και εγενετο ως ηκουσεν αλεξανδρος ο βασιλευς τους λογους τουτους και προσεθετο ετι δοξασαι τον ιωναθαν88 Il re Alessandro, conosciuti questi fatti, volle glorificare ancora di più Gionata.
89 και απεστειλεν αυτω πορπην χρυσην ως εθος εστιν διδοσθαι τοις συγγενεσιν των βασιλεων και εδωκεν αυτω την ακκαρων και παντα τα ορια αυτης εις κληροδοσιαν89 Gli inviò una fibbia d'oro, di quelle che è uso donare ai parenti del re, e gli diede in proprietà Accaron con tutti i suoi territori.