1 και εγενετο μετα το παταξαι αλεξανδρον τον φιλιππου μακεδονα ος εξηλθεν εκ γης χεττιιμ και επαταξεν τον δαρειον βασιλεα περσων και μηδων και εβασιλευσεν αντ' αυτου προτερον επι την ελλαδα | 1 Et factum est, postquam percussit Alexander Philippi Macedo, qui primus regnavit in Græcia, egressus de terra Cethim, Darium regem Persarum et Medorum : |
2 και συνεστησατο πολεμους πολλους και εκρατησεν οχυρωματων και εσφαξεν βασιλεις της γης | 2 constituit prælia multa, et obtinuit omnium munitiones, et interfecit reges terræ, |
3 και διηλθεν εως ακρων της γης και ελαβεν σκυλα πληθους εθνων και ησυχασεν η γη ενωπιον αυτου και υψωθη και επηρθη η καρδια αυτου | 3 et pertransiit usque ad fines terræ : et accepit spolia multitudinis gentium, et siluit terra in conspectu ejus. |
4 και συνηξεν δυναμιν ισχυραν σφοδρα και ηρξεν χωρων εθνων και τυραννων και εγενοντο αυτω εις φορον | 4 Et congregavit virtutem, et exercitum fortem nimis : et exaltatum est, et elevatum cor ejus : |
5 και μετα ταυτα επεσεν επι την κοιτην και εγνω οτι αποθνησκει | 5 et obtinuit regiones gentium, et tyrannos : et facti sunt illi in tributum. |
6 και εκαλεσεν τους παιδας αυτου τους ενδοξους τους συνεκτροφους αυτου εκ νεοτητος και διειλεν αυτοις την βασιλειαν αυτου ετι αυτου ζωντος | 6 Et post hæc decidit in lectum, et cognovit quia moreretur. |
7 και εβασιλευσεν αλεξανδρος ετη δωδεκα και απεθανεν | 7 Et vocavit pueros suos nobiles, qui secum erant nutriti a juventute : et divisit illis regnum suum, cum adhuc viveret. |
8 και επεκρατησαν οι παιδες αυτου εκαστος εν τω τοπω αυτου | 8 Et regnavit Alexander annis duodecim, et mortuus est. |
9 και επεθεντο παντες διαδηματα μετα το αποθανειν αυτον και οι υιοι αυτων οπισω αυτων ετη πολλα και επληθυναν κακα εν τη γη | 9 Et obtinuerunt pueri ejus regnum, unusquisque in loco suo : |
10 και εξηλθεν εξ αυτων ριζα αμαρτωλος αντιοχος επιφανης υιος αντιοχου του βασιλεως ος ην ομηρα εν ρωμη και εβασιλευσεν εν ετει εκατοστω και τριακοστω και εβδομω βασιλειας ελληνων | 10 et imposuerunt omnes sibi diademata post mortem ejus, et filii eorum post eos annis multis, et multiplicata sunt mala in terra.
|
11 εν ταις ημεραις εκειναις εξηλθον εξ ισραηλ υιοι παρανομοι και ανεπεισαν πολλους λεγοντες πορευθωμεν και διαθωμεθα διαθηκην μετα των εθνων των κυκλω ημων οτι αφ' ης εχωρισθημεν απ' αυτων ευρεν ημας κακα πολλα | 11 Et exiit ex eis radix peccatrix, Antiochus illustris, filius Antiochi regis, qui fuerat Romæ obses : et regnavit in anno centesimo trigesimo septimo regni Græcorum. |
12 και ηγαθυνθη ο λογος εν οφθαλμοις αυτων | 12 In diebus illis, exierunt ex Israël filii iniqui, et suaserunt multis, dicentes : Eamus, et disponamus testamentum cum gentibus, quæ circa nos sunt : quia ex quo recessimus ab eis, invenerunt nos multa mala. |
13 και προεθυμηθησαν τινες απο του λαου και επορευθησαν προς τον βασιλεα και εδωκεν αυτοις εξουσιαν ποιησαι τα δικαιωματα των εθνων | 13 Et bonus visus est sermo in oculis eorum. |
14 και ωκοδομησαν γυμνασιον εν ιεροσολυμοις κατα τα νομιμα των εθνων | 14 Et destinaverunt aliqui de populo, et abierunt ad regem : et dedit illis potestatem ut facerent justitiam gentium. |
15 και εποιησαν εαυτοις ακροβυστιας και απεστησαν απο διαθηκης αγιας και εζευγισθησαν τοις εθνεσιν και επραθησαν του ποιησαι το πονηρον | 15 Et ædificaverunt gymnasium in Jerosolymis secundum leges nationum : |
16 και ητοιμασθη η βασιλεια ενωπιον αντιοχου και υπελαβεν βασιλευσαι γης αιγυπτου οπως βασιλευση επι τας δυο βασιλειας | 16 et fecerunt sibi præputia, et recesserunt a testamento sancto, et juncti sunt nationibus, et venundati sunt ut facerent malum. |
17 και εισηλθεν εις αιγυπτον εν οχλω βαρει εν αρμασιν και ελεφασιν και εν ιππευσιν και εν στολω μεγαλω | 17 Et paratum est regnum in conspectu Antiochi, et cœpit regnare in terra Ægypti ut regnaret super duo regna. |
18 και συνεστησατο πολεμον προς πτολεμαιον βασιλεα αιγυπτου και ενετραπη πτολεμαιος απο προσωπου αυτου και εφυγεν και επεσον τραυματιαι πολλοι | 18 Et intravit in Ægyptum in multitudine gravi, in curribus, et elephantis, et equitibus, et copiosa navium multitudine : |
19 και κατελαβοντο τας πολεις τας οχυρας εν γη αιγυπτω και ελαβεν τα σκυλα γης αιγυπτου | 19 et constituit bellum adversus Ptolemæum regem Ægypti, et veritus est Ptolemæus a facie ejus, et fugit, et ceciderunt vulnerati multi. |
20 και επεστρεψεν αντιοχος μετα το παταξαι αιγυπτον εν τω εκατοστω και τεσσαρακοστω και τριτω ετει και ανεβη επι ισραηλ και ανεβη εις ιεροσολυμα εν οχλω βαρει | 20 Et comprehendit civitates munitas in terra Ægypti, et accepit spolia terræ Ægypti.
|
21 και εισηλθεν εις το αγιασμα εν υπερηφανια και ελαβεν το θυσιαστηριον το χρυσουν και την λυχνιαν του φωτος και παντα τα σκευη αυτης | 21 Et convertit Antiochus, postquam percussit Ægyptum in centesimo et quadragesimo tertio anno : et ascendit ad Israël, |
22 και την τραπεζαν της προθεσεως και τα σπονδεια και τας φιαλας και τας θυισκας τας χρυσας και το καταπετασμα και τους στεφανους και τον κοσμον τον χρυσουν τον κατα προσωπον του ναου και ελεπισεν παντα | 22 et ascendit Jerosolymam in multitudine gravi. |
23 και ελαβεν το αργυριον και το χρυσιον και τα σκευη τα επιθυμητα και ελαβεν τους θησαυρους τους αποκρυφους ους ευρεν | 23 Et intravit in sanctificationem cum superbia, et accepit altare aureum, et candelabrum luminis, et universa vasa ejus, et mensam propositionis, et libatoria, et phialas, et mortariola aurea, et velum, et coronas, et ornamentum aureum, quod in facie templi erat : et comminuit omnia. |
24 και λαβων παντα απηλθεν εις την γην αυτου και εποιησεν φονοκτονιαν και ελαλησεν υπερηφανιαν μεγαλην | 24 Et accepit argentum, et aurum, et vasa concupiscibilia : et accepit thesauros occultos, quos invenit : et sublatis omnibus, abiit in terram suam. |
25 και εγενετο πενθος μεγα επι ισραηλ εν παντι τοπω αυτων | 25 Et fecit cædem hominum, et locutus est in superbia magna. |
26 και εστεναξαν αρχοντες και πρεσβυτεροι παρθενοι και νεανισκοι ησθενησαν και το καλλος των γυναικων ηλλοιωθη | 26 Et factus est planctus magnus in Israël, et in omni loco eorum : |
27 πας νυμφιος ανελαβεν θρηνον και καθημενη εν παστω επενθει | 27 et ingemuerunt principes et seniores ; virgines et juvenes infirmati sunt : et speciositas mulierum immutata est. |
28 και εσεισθη η γη επι τους κατοικουντας αυτην και πας ο οικος ιακωβ ενεδυσατο αισχυνην | 28 Omnis maritus sumpsit lamentum, et quæ sedebant in thoro maritali, lugebant : |
29 μετα δυο ετη ημερων απεστειλεν ο βασιλευς αρχοντα φορολογιας εις τας πολεις ιουδα και ηλθεν εις ιερουσαλημ εν οχλω βαρει | 29 et commota est terra super habitantes in ea, et universa domus Jacob induit confusionem.
|
30 και ελαλησεν αυτοις λογους ειρηνικους εν δολω και ενεπιστευσαν αυτω και επεπεσεν επι την πολιν εξαπινα και επαταξεν αυτην πληγην μεγαλην και απωλεσεν λαον πολυν εξ ισραηλ | 30 Et post duos annos dierum, misit rex principem tributorum in civitates Juda, et venit Jerusalem cum turba magna. |
31 και ελαβεν τα σκυλα της πολεως και ενεπρησεν αυτην πυρι και καθειλεν τους οικους αυτης και τα τειχη κυκλω | 31 Et locutus est ad eos verba pacifica in dolo : et crediderunt ei. |
32 και ηχμαλωτισαν τας γυναικας και τα τεκνα και τα κτηνη εκληρονομησαν | 32 Et irruit super civitatem repente, et percussit eam plaga magna, et perdidit populum multum ex Israël. |
33 και ωκοδομησαν την πολιν δαυιδ τειχει μεγαλω και οχυρω πυργοις οχυροις και εγενετο αυτοις εις ακραν | 33 Et accepit spolia civitatis : et succendit eam igni, et destruxit domos ejus, et muros ejus in circuitu : |
34 και εθηκαν εκει εθνος αμαρτωλον ανδρας παρανομους και ενισχυσαν εν αυτη | 34 et captivas duxerunt mulieres, et natos et pecora possederunt. |
35 και παρεθεντο οπλα και τροφην και συναγαγοντες τα σκυλα ιερουσαλημ απεθεντο εκει και εγενοντο εις μεγαλην παγιδα | 35 Et ædificaverunt civitatem David muro magno et firmo, et turribus firmis, et facta est illis in arcem : |
36 και εγενετο εις ενεδρον τω αγιασματι και εις διαβολον πονηρον τω ισραηλ δια παντος | 36 et posuerunt illic gentem peccatricem viros iniquos, et convaluerunt in ea : et posuerunt arma, et escas, et congregaverunt spolia Jerusalem : |
37 και εξεχεαν αιμα αθωον κυκλω του αγιασματος και εμολυναν το αγιασμα | 37 et reposuerunt illic : et facti sunt in laqueum magnum. |
38 και εφυγον οι κατοικοι ιερουσαλημ δι' αυτους και εγενετο κατοικια αλλοτριων και εγενετο αλλοτρια τοις γενημασιν αυτης και τα τεκνα αυτης εγκατελιπον αυτην | 38 Et factum est hoc ad insidias sanctificationi, et in diabolum malum in Israël : |
39 το αγιασμα αυτης ηρημωθη ως ερημος αι εορται αυτης εστραφησαν εις πενθος τα σαββατα αυτης εις ονειδισμον η τιμη αυτης εις εξουδενωσιν | 39 et effuderunt sanguinem innocentem per circuitum sanctificationis, et contaminaverunt sanctificationem. |
40 κατα την δοξαν αυτης επληθυνθη η ατιμια αυτης και το υψος αυτης εστραφη εις πενθος | 40 Et fugerunt habitatores Jerusalem propter eos, et facta est habitatio exterorum, et facta est extera semini suo, et nati ejus reliquerunt eam. |
41 και εγραψεν ο βασιλευς παση τη βασιλεια αυτου ειναι παντας εις λαον ενα | 41 Sanctificatio ejus desolata est sicut solitudo ; dies festi ejus conversi sunt in luctum, sabbata ejus in opprobrium, honores ejus in nihilum. |
42 και εγκαταλιπειν εκαστον τα νομιμα αυτου και επεδεξαντο παντα τα εθνη κατα τον λογον του βασιλεως | 42 Secundum gloriam ejus multiplicata est ignominia ejus, et sublimitas ejus conversa est in luctum.
|
43 και πολλοι απο ισραηλ ευδοκησαν τη λατρεια αυτου και εθυσαν τοις ειδωλοις και εβεβηλωσαν το σαββατον | 43 Et scripsit rex Antiochus omni regno suo ut esset omnis populus unus : et relinqueret unusquisque legem suam. |
44 και απεστειλεν ο βασιλευς βιβλια εν χειρι αγγελων εις ιερουσαλημ και τας πολεις ιουδα πορευθηναι οπισω νομιμων αλλοτριων της γης | 44 Et consenserunt omnes gentes secundum verbum regis Antiochi : |
45 και κωλυσαι ολοκαυτωματα και θυσιαν και σπονδην εκ του αγιασματος και βεβηλωσαι σαββατα και εορτας | 45 et multi ex Israël consenserunt servituti ejus, et sacrificaverunt idolis, et coinquinaverunt sabbatum. |
46 και μιαναι αγιασμα και αγιους | 46 Et misit rex libros per manus nuntiorum in Jerusalem, et in omnes civitates Juda, ut sequerentur leges gentium terræ, |
47 οικοδομησαι βωμους και τεμενη και ειδωλια και θυειν υεια και κτηνη κοινα | 47 et prohiberent holocausta et sacrificia, et placationes fieri in templo Dei, |
48 και αφιεναι τους υιους αυτων απεριτμητους βδελυξαι τας ψυχας αυτων εν παντι ακαθαρτω και βεβηλωσει | 48 et prohiberent celebrari sabbatum, et dies solemnes : |
49 ωστε επιλαθεσθαι του νομου και αλλαξαι παντα τα δικαιωματα | 49 et jussit coinquinari sancta, et sanctum populum Israël. |
50 και ος αν μη ποιηση κατα τον λογον του βασιλεως αποθανειται | 50 Et jussit ædificari aras, et templa, et idola, et immolari carnes suillas, et pecora communia, |
51 κατα παντας τους λογους τουτους εγραψεν παση τη βασιλεια αυτου και εποιησεν επισκοπους επι παντα τον λαον και ενετειλατο ταις πολεσιν ιουδα θυσιαζειν κατα πολιν και πολιν | 51 et relinquere filios suos incircumcisos, et coinquinari animas eorum in omnibus immundis, et abominationibus, ita ut obliviscerentur legem, et immutarent omnes justificationes Dei : |
52 και συνηθροισθησαν απο του λαου πολλοι προς αυτους πας ο εγκαταλειπων τον νομον και εποιησαν κακα εν τη γη | 52 et quicumque non fecissent secundum verbum regis Antiochi, morerentur. |
53 και εθεντο τον ισραηλ εν κρυφοις εν παντι φυγαδευτηριω αυτων | 53 Secundum omnia verba hæc scripsit omni regno suo : et præposuit principes populo, qui hæc fieri cogerent. |
54 και τη πεντεκαιδεκατη ημερα χασελευ τω πεμπτω και τεσσαρακοστω και εκατοστω ετει ωκοδομησεν βδελυγμα ερημωσεως επι το θυσιαστηριον και εν πολεσιν ιουδα κυκλω ωκοδομησαν βωμους | 54 Et jusserunt civitatibus Juda sacrificare. |
55 και επι των θυρων των οικιων και εν ταις πλατειαις εθυμιων | 55 Et congregati sunt multi de populo ad eos qui dereliquerant legem Domini, et fecerunt mala super terram : |
56 και τα βιβλια του νομου α ευρον ενεπυρισαν εν πυρι κατασχισαντες | 56 et effugaverunt populum Israël in abditis, et in absconditis fugitivorum locis.
|
57 και οπου ευρισκετο παρα τινι βιβλιον διαθηκης και ει τις συνευδοκει τω νομω το συγκριμα του βασιλεως εθανατου αυτον | 57 Die quintadecima mensis Casleu, quinto et quadragesimo et centesimo anno, ædificavit rex Antiochus abominandum idolum desolationis super altare Dei, et per universas civitates Juda in circuitu ædificaverunt aras : |
58 εν ισχυι αυτων εποιουν τω ισραηλ τοις ευρισκομενοις εν παντι μηνι και μηνι εν ταις πολεσιν | 58 et ante januas domorum et in plateis incendebant thura, et sacrificabant : |
59 και τη πεμπτη και εικαδι του μηνος θυσιαζοντες επι τον βωμον ος ην επι του θυσιαστηριου | 59 et libros legis Dei combusserunt igni, scindentes eos : |
60 και τας γυναικας τας περιτετμηκυιας τα τεκνα αυτων εθανατωσαν κατα το προσταγμα | 60 et apud quemcumque inveniebantur libri testamenti Domini, et quicumque observabat legem Domini, secundum edictum regis trucidabant eum. |
61 και εκρεμασαν τα βρεφη εκ των τραχηλων αυτων και τους οικους αυτων και τους περιτετμηκοτας αυτους | 61 In virtute sua faciebant hæc populo Israël, qui inveniebatur in omni mense et mense in civitatibus. |
62 και πολλοι εν ισραηλ εκραταιωθησαν και ωχυρωθησαν εν αυτοις του μη φαγειν κοινα | 62 Et quinta et vigesima die mensis sacrificabant super aram, quæ erat contra altare. |
63 και επεδεξαντο αποθανειν ινα μη μιανθωσιν τοις βρωμασιν και μη βεβηλωσωσιν διαθηκην αγιαν και απεθανον | 63 Et mulieres, quæ circumcidebant filios suos, trucidabantur secundum jussum regis Antiochi, |
64 και εγενετο οργη μεγαλη επι ισραηλ σφοδρα | 64 et suspendebant pueros a cervicibus per universas domos eorum : et eos, qui circumciderant illos, trucidabant. |
| 65 Et multi de populo Israël definierunt apud se, ut non manducarent immunda : et elegerunt magis mori, quam cibis coinquinari immundis : |
| 66 et noluerunt infringere legem Dei sanctam, et trucidati sunt : |
| 67 et facta est ira magna super populum valde. |