Scrutatio

Domenica, 2 giugno 2024 - Santi Marcellino e Pietro ( Letture di oggi)

ΕΞΟΔΟΣ - Esodo - Exodus 15


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Τοτε εψαλεν ο Μωυσης και οι υιοι Ισραηλ την ωδην ταυτην προς τον Κυριον, και ειπον λεγοντες, Ας ψαλλω προς τον Κυριον? διοτι εδοξασθη ενδοξως? τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν.1 E allora Moisè cantò, e li figliuoli d'Israel, questo cantico al Signore, e dissero: cantiamo al Signore, però che gloriosamente egli hae fatte le cose grandi; lo cavallo (d'Egitto) e lo suo ascensore gittò in mare.
2 Ο Κυριος ειναι η δυναμις μου και το ασμα μου, και εσταθη η σωτηρια μου? αυτος ειναι Θεος μου και θελω δοξασει αυτον? Θεος του πατρος μου, και θελω υψωσει αυτον.2 Lo Signore è stato la mia fortezza e la mia laude, e hammi fatto salvo. Questo è lo mio Iddio, e glorificato sia; questo Iddio del padre mio, e l'esalterò.
3 Ο Κυριος ειναι δυνατος πολεμιστης? Κυριος το ονομα αυτου.3 Lo Signore quasi uomo combattitore; onni potente lo nome suo.
4 Του Φαραω τας αμαξας και το στρατευμα αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν? και εκλεκτοι πολεμαρχοι αυτου κατεποντισθησαν εν τη Ερυθρα θαλασση.4 Lo carro di Faraone e lo esercito suo gitto nel mare; e gli eletti principi suoi affogati sono nel mare rubro.
5 Αι αβυσσοι εσκεπασαν αυτους? ως πετρα κατεβυθισθησαν εις τα βαθη.5 Gli abissi coprirono loro; e disceseno nel profondo, come pietra.
6 Η δεξια σου, Κυριε, εδοξασθη εις δυναμιν? η δεξια σου, Κυριε, συνετριψε τον εχθρον.6 La mano tua dritta, Signore, è magnificata; la tua mano dritta percosse lo inimico.
7 Και με το μεγεθος της υπεροχης σου εξωλοθρευσας τους υπεναντιους σου? εξαπεστειλας την οργην σου και κατεφαγεν αυτους ως καλαμην.7 E nella moltitudine della gloria tua deponesti li avversarii miei; mandasti l'ira tua, la quale divorò loro siccome paglia.
8 Και με την πνοην του θυμου σου τα υδατα επεσωρευθησαν ομου? τα κυματα εσταθησαν ως σωρος, αι αβυσσοι επηξαν εν τω μεσω της θαλασσης.8 E nello spirito del furore tuo raunate sono l'acque, e istette l'onda scorrente; raunati sono gli abissi nel mezzo del mare.
9 Ο εχθρος ειπε, Θελω καταδιωξει, θελω καταφθασει, θελω διαμοιρασθη τα λαφυρα? η ψυχη μου θελει χορτασθη επ' αυτους? θελω συρει την μαχαιραν μου, η χειρ μου θελει αφανισει αυτους.9 E disse lo inimico: perseguiterò e piglierò, e dividerò le robbe che piglierò; riempierassi l'anima mia; isguainerò lo coltello mio, e ucciderà loro la mano mia.
10 Εφυσησας με τον ανεμον σου και η θαλασσα εσκεπασεν αυτους? κατεβυθισθησαν ως μολυβδος εις τα φοβερα υδατα.10 Soffiò lo spirito tuo, e coprì loro il mare; iti sono a fondo, quasi come piombo, nell'acque grandissime.
11 Τις ομοιος σου Κυριε, μεταξυ των θεων; Τις ομοιος σου, ενδοξος εις αγιοτητα, θαυμαστος εις υμνους, ενεργων τεραστια;11 Chi è simile a te nelle forze, Signore? Chi è simile a te, grandissimo nella santitade, ispaventevole e laudabile, e faciente le maravigliose cose?
12 Εξετεινας την δεξιαν σου, και η γη κατεπιεν αυτους.12 Tu estendesti la mano tua, e divorò [ loro ] la terra.
13 Με το ελεος σου ωδηγησας τον λαον τουτον, τον οποιον ελυτρωσας? ωδηγησας αυτον με την δυναμιν σου προς την κατοικιαν της αγιοτητος σου.13 Duca fosti nella misericordia tua al popolo che tu ricomperasti; portasti loro, nella fortezza tua, all'abitacolo santo tuo.
14 Οι λαοι θελουσιν ακουσει και φριξει? πονοι θελουσι κατακυριευσει τους κατοικους της Παλαιστινης.14 Salirono li popoli, e adirati sono; li dolori compresono li abitatori de' Filistei.
15 Τοτε θελουσιν εκπλαγη οι ηγεμονες Εδωμ? τρομος θελει καταλαβει τους αρχοντας του Μωαβ? παντες οι κατοικοι της Χανααν θελουσιν αναλυθη.15 Allora conturbati sono li principi d'Edom; gli forti di Moab oppresse la paura; ispaventarono tutti li abitatori di Chanaan.
16 Φοβος και τρομος θελει επιπεσει επ' αυτους? απο του μεγεθους του βραχιονος σου θελουσιν απολιθωθη, εωσου περαση ο λαος σου, Κυριε, εωσου περαση ο λαος ουτος, τον οποιον απεκτησας.16 Cada sopra loro la paura e lo spavento nella grandezza del braccio tuo; facciansi immobili, quasi come pietre, tanto che passi il popolo tuo, Signore; tanto che passi questo popolo che tu hae posseduto.
17 Θελεις εισαγαγει αυτους και φυτευσει αυτους εις το ορος της κληρονομιας σου, τον τοπον, Κυριε, τον οποιον ητοιμασας δια κατοικιαν σου, το αγιαστηριον, Κυριε, το οποιον αι χειρες σου εστησαν.17 Menerai loro dentro, e pianterai nel monte della eredità tua, con fermissimo abitacolo tuo, il quale tu hai preparato, o Signore; lo santuario tuo, Signore, il quale fermarono le mani tue.
18 Ο Κυριος θελει βασιλευει εις τους αιωνας των αιωνων.18 Lo Signore regnerà in eterno e più oltre.
19 Διοτι εισηλθον οι ιπποι του Φαραω εις την θαλασσαν μετα των αμαξων αυτου και μετα των ιππεων αυτου, και ο Κυριος εστρεψεν επ' αυτους τα υδατα της θαλασσης? οι δε υιοι Ισραηλ επερασαν δια ξηρας εν τω μεσω της θαλασσης.19 Venuto è certo a cavallo Faraone con carri suoi e cavalli nel mare; e ridusse sopra loro le acque del mare lo Signore; ma li figliuoli d'Israel andarono per lo secco nel mezzo del mare.
20 Μαριαμ δε η προφητις, η αδελφη του Ααρων ελαβε το τυμπανον εν τη χειρι αυτης και πασαι αι γυναικες εξηλθον κατοπιν αυτης μετα τυμπανων και χορων.20 Tolse adunque Maria profetessa, sorella di Aaron, lo timpano (cioè il tamburo) nella mano sua; e venute sono tutte le femine dopo lei colli timpani (cioè colli cimbali) e cori.
21 Και η Μαριαμ ανταπεκρινετο προς αυτους, λεγουσα, Ψαλλετε εις τον Κυριον? διοτι εδοξασθη ενδοξως? τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις θαλασσαν.21 Colli quali cantavano, dicendo: cantiamo al Signore, però che gloriosamente è in verità onorificato, e il cavallo (e il cavalcatore) e l'ascensore suo gittò nel mare.
22 Τοτε εσηκωσεν ο Μωυσης τους Ισραηλιτας απο της Ερυθρας θαλασσης, και εξηλθον εις την ερημον Σουρ? και περιεπατουν τρεις ημερας εν τη ερημω και δεν ευρισκον υδωρ.22 Menò adunque Moisè Israel del mare rosso; e venuti sono nel deserto di Sur, e andarono tre dì per la solitudine, e non trovarono acqua.
23 Και εκειθεν ηλθον εις Μερραν? δεν ηδυναντο ομως να πιωσιν εκ των υδατων της Μερρας, διοτι ησαν πικρα? δια τουτο και επωνομασθη Μερρα.23 E vennero in Mara, nè non poteano bevere l'acque di Mara, perciò ch' elle erano amare; donde al luogo ragunato nome pose, chiamando quello MARA, cioè amaritudine.
24 Και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγων, Τι θελομεν πιει;24 Mormorò il popolo contro Moisè, dicendo: che beveremo?
25 Ο δε Μωυσης εβοησε προς τον Κυριον? και εδειξεν εις αυτον ο Κυριος ξυλον, το οποιον οτε ερριψεν εις τα υδατα, τα υδατα εγλυκανθησαν. Εκει εδωκεν εις αυτους παραγγελιαν και διαταγμα, και εκει εδοκιμασεν αυτους?25 Ma quelli chiamò al Signore; il quale mostrò a lui lo legno (il quale) quando lo mise nell'acqua, in dolcezza sono tornate l'acque; e quivi ordinò a lui li comandamenti e li giudicii, e quivi tentò lui lo Signore,
26 και ειπεν, Εαν ακουσης επιμελως την φωνην Κυριου του Θεου σου και πραττης το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου και δωσης ακροασιν εις τας εντολας αυτου και φυλαξης παντα τα προσταγματα αυτου, δεν θελω φερει επι σε ουδεμιαν εκ των νοσων, τας οποιας εφερα κατα των Αιγυπτιων? διοτι εγω ειμαι ο Κυριος ο θεραπευων σε.26 dicendo: se tu udirai la voce del Signore Iddio tuo, e quello che diritto è innanzi a lui tu farai, e obbedirai li comandamenti suoi, e guarderai ogni comandamento suo, tutto lo languore che tu ponesti in Egitto non inducerò sopra te. Io certa mente sono Signore e sanatore tuo.
27 Επειτα ηλθον εις Αιλειμ, οπου ησαν δωδεκα πηγαι υδατων και εβδομηκοντα δενδρα φοινικων? και εκει εστρατοπεδευσαν πλησιον των υδατων.27 E vennero li figliuoli d'Israel in Elim, dove erano dodici fonti d'acque e LXX palme; ed accamparonsi appresso l'acque.