Scrutatio

Lunedi, 10 giugno 2024 - Santa Faustina di Cizico ( Letture di oggi)

ΕΣΘΗΡ - Ester - Esther 6


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Εν εκεινη τη νυκτι ο υπνος εφυγεν απο του βασιλεως? και προσεταξε να φερωσι το βιβλιον των υπομνηματων των χρονικων? και ανεγινωσκοντο ενωπιον του βασιλεως.1 Quella notte il re, non potendo chiudere un occhio, si fece portar le storie e gli annali dei tempi trascorsi. Mentre questi venivan letti alla sua presenza,
2 Και ευρεθη γεγραμμενον οτι ο Μαροδοχαιος απηγγειλε περι του Βιχθαν και Θερες, δυο εκ των ευνουχων του βασιλεως, θυρωρων, οιτινες εζητησαν να επιβαλωσι χειρα επι τον βασιλεα Ασσουηρην.2 si arrivò al luogo dove stava scritto come Mardocheo avesse rivelato al re la congiura degli eunuchi Bagatan e Zares, che volevano uccidere il re Assuero.
3 Και ειπεν ο βασιλευς, Ποια τιμη και αξιοπρεπεια εγεινεν εις τον Μαροδοχαιον δια τουτο; Και ειπον οι δουλοι του βασιλεως οι υπηρετουντες αυτον, Δεν εγεινεν ουδεν εις αυτον.3 Il re, dopo avere sentite queste cose, disse: « Qual onore e qual premio ha avuto Mardocheo per tanta fedeltà? » I suoi servi e i suoi ministri gli dissero: « Nessuna ricompensa ha ricevuto ».
4 Και ειπεν ο βασιλευς, Τις ειναι εν τη αυλη; ειχε δε ελθει ο Αμαν εις την εξωτεραν αυλην του βασιλικου οικου, δια να ειπη προς τον βασιλεα να κρεμαση τον Μαροδοχαιον εις το ξυλον το οποιον ητοιμασε δι' αυτον.4 E il re disse subito: « Chi c'è nell'atrio? » Proprio allora Aman era entrato nell'atrio interiore della casa reale per suggerire al re di fare appiccare Mardocheo al patibolo che gli era stato preparato.
5 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως, Ιδου, ο Αμαν ισταται εν τη αυλη. Και ειπεν ο βασιλευς, Ας εισελθη.5 I servi risposero: « Aman è nell'atrio ». Il re disse: « Entri ».
6 Και οτε εισηλθεν ο Αμαν, ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Τι πρεπει να γεινη εις τον ανθρωπον, τον οποιον ευαρεστειται ο βασιλευς να τιμηση; Ο δε Αμαν εστοχασθη εν τη καρδια αυτου, εις ποιον αλλον ο βασιλευς ηθελεν ευαρεστηθη να καμη τιμην, παρα εις εμε;6 Appena fu entrato, gli disse: « Che deve farsi ad un uomo che il re brama onorare? » Aman pensò dentro di sè, e credendo che il re non volesse onorare altro che lui,
7 Απεκριθη λοιπον ο Αμαν προς τον βασιλεα, Περι του ανθρωπου, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση,7 rispose: « L'uomo che il re brama onorare,
8 ας φερωσι την βασιλικην στολην, την οποιαν ο βασιλευς ενδυεται, και τον ιππον επι του οποιου ο βασιλευς ιππευει, και να τεθη το βασιλικον διαδημα επι της κεφαλης αυτου?8 deve esser vestito degli abiti reali, e fatto salire sopra uno dei cavalli cavalcati dal re, deve ricevere un diadema reale sulla sua testa,
9 και η στολη αυτη και ο ιππος ας δοθωσιν εις την χειρα τινος εκ των μεγαλητερων αρχοντων του βασιλεως, δια να στολιση τον ανθρωπον τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση? και φερων αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως ας κηρυττη εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.9 e il primo dei principi reali e dei grandi della corte ne tenga il cavallo, e, girando per la piazza della città, gridi e dica: Così sarà onorato colui che il re vuole onorare ».
10 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αμαν, Σπευσον, λαβε την στολην και τον ιππον, ως ειπας, και καμε ουτως εις τον Μαροδοχαιον τον Ιουδαιον τον καθημενον εν τη βασιλικη πυλη? ας μη λειψη μηδεν εκ παντων οσα ειπας.10 Il re gli disse: « Allora sbrigati, prendi il manto e il cavallo, e fa' quanto hai detto al giudeo Mardocheo, che siede dinanzi alla porta del palazzo; bada bene di non ometter nulla di quello che hai detto ».
11 Και ελαβεν ο Αμαν την στολην και τον ιππον, και εστολισε τον Μαροδοχαιον και εφερεν αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως, κηρυττων εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.11 E Aman, preso il manto e il cavallo, rivestì Mardocheo sulla piazza della città, e fattolo salire sul cavallo, gli andava innanzi e gridava: « E' degno di questo onore colui che il re vuole onorare ».
12 Και επανηλθεν ο Μαροδοχαιος εις την πυλην του βασιλεως? ο δε Αμαν εσπευσε προς τον οικον αυτου περιλυπος και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην.12 Tornato che fu Mardocheo alla porta del palazzo, Aman s'affrettò d'andare a casa sua, triste e col capo coperto,
13 Και διηγηθη ο Αμαν προς Ζερες την γυναικα αυτου και προς παντας τους φιλους αυτου παν ο, τι συνεβη εις αυτον. Και ειπον προς αυτον οι σοφοι αυτου και Ζερες η γυνη αυτου, Εαν ο Μαροδοχαιος, εμπροσθεν του οποιου ηρχισας να εκπιπτης, ηναι εκ του σπερματος των Ιουδαιων, δεν θελεις κατισχυσει εναντιον αυτου, αλλ' εξαπαντος θελεις πεσει εμπροσθεν αυτου.13 e narrò alla sua moglie Zares e agli amici quanto gli era accaduto. Gli dissero i savi da cui prendeva consiglio e la moglie: « Se Mardocheo, davanti a cui hai cominciato a cadere, è della razza dei Giudei, tu non potrai resistergli, ma cadrai davanti a lui ».
14 Ενω ελαλουν ετι μετ' αυτου, εφθασαν οι ευνουχοι του βασιλεως και εσπευσαν να φερωσι τον Αμαν εις το συμποσιον, το οποιον ητοιμασεν η Εσθηρ.14 Essi parlavano ancora, quando vennero gli eunuchi del re e lo forzarono ad andare subito al convito preparato dalla regina.