Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΤΩΒΙΤ - Tobia - Tobit 1


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 βιβλος λογων τωβιτ του τωβιηλ του ανανιηλ του αδουηλ του γαβαηλ εκ του σπερματος ασιηλ εκ της φυλης νεφθαλιμ1 Tobia fue della tribù e della città di Neftali, la quale città è nelle parti superiori di Galilea sopra Naasson dopo la via che vae ad occidente, e hae dal lato manco la città di Sefet.
2 ος ηχμαλωτευθη εν ημεραις ενεμεσσαρου του βασιλεως ασσυριων εκ θισβης η εστιν εκ δεξιων κυδιως της νεφθαλιμ εν τη γαλιλαια υπερανω ασηρ2 Questo Tobia, essendo preso nel tempo di Salmanasar re degli Assirii, avvegna che egli fosse prigione, non abbandonò però la via della veritade.
3 εγω τωβιτ οδοις αληθειας επορευομην και δικαιοσυνης πασας τας ημερας της ζωης μου και ελεημοσυνας πολλας εποιησα τοις αδελφοις μου και τω εθνει τοις συμπορευθεισιν μετ' εμου εις χωραν ασσυριων εις νινευη3 Però che ciò ch' egli potea avere, dividea continuamente coi prigioni ch' erano della sua tribù, a guisa di fratelli.
4 και οτε ημην εν τη χωρα μου εν τη γη ισραηλ νεωτερου μου οντος πασα φυλη του νεφθαλιμ του πατρος μου απεστη απο του οικου ιεροσολυμων της εκλεγεισης απο πασων των φυλων ισραηλ εις το θυσιαζειν πασας τας φυλας και ηγιασθη ο ναος της κατασκηνωσεως του υψιστου και ωκοδομηθη εις πασας τας γενεας του αιωνος4 E avvegnadio ch' egli fosse più giovane di tutti nella tribù di Neftali, niuna cosa fece sì come fanciullo nella sua operazione.
5 και πασαι αι φυλαι αι συναποστασαι εθυον τη βααλ τη δαμαλει και ο οικος νεφθαλιμ του πατρος μου5 E conciofosse cosa che finalmente andassero tutti ad adorare vitelli dell' oro, i quali fece Ieroboam re d' Israel, egli (Tobia) solo fuggìa la loro compagnia.
6 καγω μονος επορευομην πλεονακις εις ιεροσολυμα εν ταις εορταις καθως γεγραπται παντι τω ισραηλ εν προσταγματι αιωνιω τας απαρχας και τας δεκατας των γενηματων και τας πρωτοκουριας εχων6 E andava in Ierusalem al tempio di Dio, e ivi adorava il Signore Iddio d' Israel, e offeriva fedelmente tutte le primizie e decime sue,
7 και εδιδουν αυτας τοις ιερευσιν τοις υιοις ααρων προς το θυσιαστηριον παντων των γενηματων την δεκατην εδιδουν τοις υιοις λευι τοις θεραπευουσιν εν ιερουσαλημ και την δευτεραν δεκατην απεπρατιζομην και επορευομην και εδαπανων αυτα εν ιεροσολυμοις καθ' εκαστον ενιαυτον7 sì che il terzo anno dava agli avventicii e a' peregrini tutta la decima di tutte le cose.
8 και την τριτην εδιδουν οις καθηκει καθως ενετειλατο δεββωρα η μητηρ του πατρος μου διοτι ορφανος κατελειφθην υπο του πατρος μου8 Queste cose e le somiglianti, essendo egli ancora fanciullo, osservava secondo la legge di Dio.
9 και οτε εγενομην ανηρ ελαβον ανναν γυναικα εκ του σπερματος της πατριας ημων και εγεννησα εξ αυτης τωβιαν9 E quando egli fu fatto uomo, prese moglie della schiatta sua, la quale moglie avea nome Anna; ed ella generoe uno figliuolo, al quale pose il nome suo.
10 και οτε ηχμαλωτισθην εις νινευη παντες οι αδελφοι μου και οι εκ του γενους μου ησθιον εκ των αρτων των εθνων10 E insino ch' egli era fanciullo, sì gli insegnò temere Iddio, e guardarsi da ogni peccato.
11 εγω δε συνετηρησα την ψυχην μου μη φαγειν11 Adunque, quando intervenne ch' egli fu menato in prigione, insieme con la moglie e col figliuolo e con tutta la sua schiatta, nella città di Ninive,
12 καθοτι εμεμνημην του θεου εν ολη τη ψυχη μου12 `e tutti gli altri mangiavano de' cibi de' pagani, egli guardò l'anima sua, e mai non si corruppe a mangiare le loro vivande.
13 και εδωκεν ο υψιστος χαριν και μορφην ενωπιον ενεμεσσαρου και ημην αυτου αγοραστης13 Perciò ch' egli si ricordoe di Dio con tutto il suo cuore, sì gli diede Iddio grazia nel (suo) cospetto del re Salmanasar.
14 και επορευομην εις την μηδιαν και παρεθεμην γαβαηλω τω αδελφω γαβρια εν ραγοις της μηδιας αργυριου ταλαντα δεκα14 E diede il re a lui libertade d' andare dovunque egli volesse, e diedegli arbitrio di fare ciò che gli piacesse.
15 και οτε απεθανεν ενεμεσσαρος εβασιλευσεν σενναχηριμ ο υιος αυτου αντ' αυτου και αι οδοι αυτου ηκαταστατησαν και ουκετι ηδυνασθην πορευθηναι εις την μηδιαν15 Adunque andava (Tobia) visitando tutti quelli ch' erano in prigione, e dava loro ammaestramenti di salute.
16 και εν ταις ημεραις ενεμεσσαρου ελεημοσυνας πολλας εποιουν τοις αδελφοις μου16 Onde essendo egli venuto nella città di Rages nella regione de' Medi, da' quali era suto molto onorato, e avuto dal re di quella diece talenti d'argento;
17 τους αρτους μου εδιδουν τοις πεινωσιν και τα ιματια μου τοις γυμνοις και ει τινα εκ του γενους μου εθεωρουν τεθνηκοτα και ερριμμενον οπισω του τειχους νινευη εθαπτον αυτον17 e veggendo uno (gentile) uomo della sua schiatta, il quale avea nome Gabelo, essere in grande necessità, insieme con grande compagnia di sua gente, sì gli prestò X talenti d'ariento (i quali avea ricevuti Tobia dal re, quando il volse onorare. Promise Gabelo di rendergli, e fecegliene una scritta di sua mano).
18 και ει τινα απεκτεινεν σενναχηριμ ο βασιλευς οτε ηλθεν φευγων εκ της ιουδαιας εθαψα αυτους κλεπτων πολλους γαρ απεκτεινεν εν τω θυμω αυτου και εζητηθη υπο του βασιλεως τα σωματα και ουχ ευρεθη18 E dopo molto tempo, essendo morto il re Salmanasar, e regnando il suo figliuolo Sennacherib per lui, il quale avea in odio i figliuoli d' Israel,
19 πορευθεις δε εις των εν νινευη υπεδειξε τω βασιλει περι εμου οτι θαπτω αυτους και εκρυβην επιγνους δε οτι ζητουμαι αποθανειν φοβηθεις ανεχωρησα19 Tobia andava per tutta la sua schiatta, e consolavagli, e dividea il suo avere a ciascheduno di loro, secondo ch' egli potea.
20 και διηρπαγη παντα τα υπαρχοντα μου και ου κατελειφθη μοι ουδεν πλην αννας της γυναικος μου και τωβιου του υιου μου20 Egli nutricava gli affamati, e rivestiva gli ignudi, e sollecitamente seppelliva i morti e li uccisi.
21 και ου διηλθον ημεραι πεντηκοντα εως ου απεκτειναν αυτον οι δυο υιοι αυτου και εφυγον εις τα ορη αραρατ και εβασιλευσεν σαχερδονος ο υιος αυτου αντ' αυτου και εταξεν αχιαχαρον τον αναηλ υιον του αδελφου μου επι πασαν την εκλογιστιαν της βασιλειας αυτου και επι πασαν την διοικησιν21 E quando Sennacherib fu tornato, fuggendo di Giudea per la piaga che Dio gli avea fatta, però ch' egli avea biastemato, fece uccidere con grande ira molti de' figliuoli d' Israel; allora Tobia seppelliva i (morti e') corpi loro.
22 και ηξιωσεν αχιαχαρος περι εμου και ηλθον εις νινευη αχιαχαρος δε ην ο οινοχοος και επι του δακτυλιου και διοικητης και εκλογιστης και κατεστησεν αυτον ο σαχερδονος εκ δευτερας ην δε εξαδελφος μου22 Ma quando ciò fu detto al re, comandò ch' egli fosse morto; e tolsegli tutto il suo avere.
23 Ma Tobia ignudo si fuggì colla moglie e col figliuolo suo, e stette nascoso; però che molti lui amavano.
24 Ma dopo XLV die il re fu morto da' suoi figliuoli.
25 E Tobia si ritornò a casa sua; e tutto ciò ch' egli avea perduto gli fu renduto.