Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΝΕΕΜΙΑΣ - Neemia - Ezra-Nehemiah 2


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και εν τω μηνι Νισαν, εν τω εικοστω ετει Αρταξερξου του βασιλεως, ητο οινος εμπροσθεν αυτου? και λαβων τον οινον, εδωκα εις τον βασιλεα. Ποτε δε δεν ειχον σκυθρωπασει ενωπιον αυτου.1 Donc, en la vingtième année du roi Artaxerxès, au mois de Nisan, puisque je servais le vin, je le prends et j’en donne au roi. Jamais jusque là, je n’avais été triste devant lui.
2 Οθεν ο βασιλευς ειπε προς εμε, Δια τι το προσωπον σου ειναι σκυθρωπον, ενω συ αρρωστος δεν εισαι; τουτο δεν ειναι ειμη λυπη καρδιας. Τοτε εφοβηθην πολυ σφοδρα.2 Le roi me demanda: - “Pourquoi es-tu si triste? Tu n’es pas malade, il y a certainement quelque chose qui te fait de la peine.” Après un moment de crainte,
3 Και ειπα προς τον βασιλεα, Ζητω ο βασιλευς εις τον αιωνα? δια τι το προσωπον μου να μη ηναι σκυθρωπον, ενω η πολις, ο τοπος των ταφων των πατερων μου, κειται ηρημωμενος, και αι πυλαι αυτης κατηναλωμεναι υπο του πυρος;3 je dis au roi: - “Que le roi vive à jamais! Comment ne serais-je pas triste alors que la ville où se trouvent les tombes de mes ancêtres est en ruines et que ses portes ont été brûlées par le feu?”
4 Τοτε ο βασιλευς ειπε προς εμε, Περι τινος καμνεις συ αιτησιν; Και προσηυχηθην εις τον Θεον του ουρανου.4 Le roi me répond: - “Que veux-tu?” Alors je prie le Dieu du ciel
5 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, και εαν ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, να με πεμψης εις τον Ιουδαν, εις την πολιν των ταφων των πατερων μου, και να ανοικοδομησω αυτην.5 et je dis au roi: - “Si le roi le veut bien et si son serviteur lui est agréable, envoie-moi en Juda vers la ville où se trouvent les tombes de mes ancêtres, je la reconstruirai.”
6 Και ειπεν ο βασιλευς προς εμε, καθημενης πλησιον αυτου της βασιλισσης, Ποσον μακρα θελει εισθαι η πορεια σου; και ποτε θελεις επιστρεψει; Και ευηρεστηθη ο βασιλευς και με επεμψε? και εδωκα εις αυτον προθεσμιαν.6 La reine était assise à côté du roi, et les deux me demandent: - “Combien de temps durera ton voyage et quand reviendras-tu?” Alors je fixe un délai et le roi accepte de me laisser partir.
7 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, ας μοι δοθωσιν επιστολαι προς τους περαν του ποταμου επαρχους, δια να με συμπαραπεμψωσιν, εωσου ελθω εις τον Ιουδαν?7 Je dis encore au roi: - “Si le roi le veut bien, qu’on me remette des lettres pour les gouverneurs de la province qui se trouve au-delà de l’Euphrate: il faut qu’ils me laissent passer jusqu’à ce que j’arrive en Juda.
8 και επιστολη προς τον Ασαφ τον φυλακα του βασιλικου δασους, δια να μοι δωση ξυλα να κατασκευασω τας πυλας του φρουριου του ναου και το τειχος της πολεως και τον οικον, εις τον οποιον θελω εισελθει. Και εχαρισεν ο βασιλευς εις εμε παντα, κατα την επ' εμε αγαθην χειρα του Θεου μου.8 Qu’on me donne aussi une lettre pour Asaf, le gouverneur du parc royal, pour qu’il me donne du bois de charpente pour les portes de la forteresse du Temple, pour le rempart de la ville et pour la maison que j’habiterai.” La main bienveillante de mon Dieu était avec moi, et voici que le roi m’accorde tout.
9 Ηλθον λοιπον προς τους περαν του ποταμου επαρχους και εδωκα εις αυτους τας επιστολας του βασιλεως. Ειχε δε αποστειλει ο βασιλευς αρχηγους δυναμεως και ιππεις μετ' εμου.9 Quand je suis arrivé chez les gouverneurs de la province qui se trouve au-delà de l’Euphrate, je leur ai donné les lettres du roi; le roi m’avait fait accompagner par des officiers et des cavaliers.
10 Οτε δε Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, ηκουσαν, ελυπηθησαν καθ' υπερβολην οτι ηλθεν ανθρωπος να ζητηση το καλον των υιων Ισραηλ.10 Mais Samballat le Horonite, et Tobiyas, le fonctionnaire ammonite, ont appris la chose et ils en ont été très contrariés: quelqu’un venait prendre en charge les intérêts des Israélites!
11 Και ηλθον εις Ιερουσαλημ και ημην εκει τρεις ημερας.11 À mon arrivée à Jérusalem j’ai attendu trois jours,
12 Και εσηκωθην την νυκτα, εγω και ολιγοι τινες μετ' εμου? και δεν εφανερωσα εις ουδενα τι ειχε βαλει ο Θεος μου εν τη καρδια μου να καμω εις την Ιερουσαλημ? και αλλο κτηνος δεν ητο μετ' εμου, ειμη το κτηνος επι του οποιου εκαθημην.12 puis de nuit je me suis levé avec quelques hommes mais je n’avais dit à personne ce que mon Dieu m’avait inspiré de faire pour Jérusalem, et je n’avais avec moi aucune autre bête que celle sur laquelle j’étais monté.
13 Και εξηλθον την νυκτα δια της πυλης της φαραγγος, και ηλθον απεναντι της πηγης του δρακοντος και προς την θυραν της κοπριας, και παρετηρουν τα τειχη της Ιερουσαλημ, τα οποια ησαν κατακεκρημνισμενα, και τας πυλας αυτης κατηναλωμενας υπο του πυρος.13 De nuit donc, je suis sorti par la Porte de la Vallée, je me suis dirigé vers la source du Dragon et vers la Porte du Fumier. J’ai regardé attentivement le rempart de Jérusalem: il y avait des brèches et les portes avaient été dévorées par le feu.
14 Επειτα διεβην εις την πυλην της πηγης και εις την βασιλικην κολυμβηθραν? και δεν ητο τοπος δια να περαση το κτηνος το υποκατω μου.14 J’ai continué vers la Porte de la Source et vers l’Étang du roi, mais il n’y avait plus de passage pour la bête sur laquelle j’étais monté.
15 Και ανεβην την νυκτα δια του χειμαρρου? και αφου παρετηρησα το τειχος, εστραφην και εισηλθον δια της πυλης της φαραγγος και επεστρεψα.15 Alors je suis reparti en remontant de nuit le long du ravin; j’examinais toujours le rempart et, après avoir fait demi-tour, je suis revenu en passant par la Porte de la Vallée.
16 Οι δε προεστωτες δεν ηξευρον που υπηγα και τι εκαμον? ουδε ειχον φανερωσει ετι τουτο ουτε εις τους Ιουδαιους, ουτε εις τους ιερεις, ουτε εις τους προκριτους, ουτε εις τους προεστωτας, ουτε εις τους λοιπους τους εργαζομενους το εργον.16 Les conseillers ne savaient pas où j’étais allé ni ce que j’avais fait. En effet, jusque là je n’avais rien dit, ni aux Juifs, ni aux prêtres, ni aux responsables, ni aux conseillers, ni à aucun autre fonctionnaire.
17 Και ειπα προς αυτους, Σεις βλεπετε την δυστυχιαν εις την οποιαν ειμεθα, πως η Ιερουσαλημ κειται ηρημωμενη και αι πυλαι αυτης ειναι κατηναλωμεναι υπο του πυρος? ελθετε και ας ανοικοδομησωμεν το τειχος της Ιερουσαλημ, δια να μη ημεθα πλεον ονειδος.17 Mais alors je leur ai dit: - “Regardez la misère où nous sommes, Jérusalem est en ruines et ses portes sont brûlées. Allons, il nous faut reconstruire le rempart de Jérusalem pour qu’on cesse de se moquer de nous.”
18 Και απηγγειλα προς αυτους περι της επ' εμε αγαθης χειρος του Θεου μου, και ετι τους λογους του βασιλεως, τους οποιους ειπε προς εμε. Οι δε ειπον, Ας σηκωθωμεν και ας οικοδομησωμεν. Ουτως ενισχυσαν τας χειρας αυτων προς το αγαθον.18 Je leur ai dit encore comment la main de mon Dieu, sa main pleine de bonté, avait été avec moi, et je leur ai rapporté les paroles du roi. “Debout! s’écrièrent-ils, construisons!” Et ils se mirent courageusement à l’œuvre pour ce beau travail.
19 Αλλ' οτε ηκουσαν ο Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, και ο Γησεμ ο Αραψ, περιεγελασαν ημας και περιεφρονησαν ημας, λεγοντες, Τι ειναι το πραγμα τουτο το οποιον καμνετε; θελετε να επαναστατησητε κατα του βασιλεως;19 Lorsque Samballat le Horonite, Tobiyas le fonctionnaire ammonite, et Guéchem l’Arabe, apprirent cela, ils se moquèrent de nous. Ils nous regardèrent avec mépris: - “Que faites-vous là, dirent-ils, voulez-vous donc vous révolter contre le roi?”
20 Και εγω απεκριθην προς αυτους και ειπα προς αυτους, Ο Θεος του ουρανου, αυτος θελει ευοδωσει ημας? δια τουτο ημεις οι δουλοι αυτου θελομεν σηκωθη και οικοδομησει? σεις ομως δεν εχετε μεριδα ουδε δικαιωμα ουδε μνημοσυνον εν Ιερουσαλημ.20 Mais je leur répondis sèchement: - “Le Dieu du Ciel nous fera réussir, nous sommes ses serviteurs et nous allons nous mettre au travail. Quant à vous, vous n’avez ni droit, ni héritage, ni aucun souvenir dans Jérusalem.”