Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΝΕΕΜΙΑΣ - Neemia - Ezra-Nehemiah 13


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εν τη ημερα εκεινη ανεγνωσθη εν τω βιβλιω του Μωυσεως εις τα ωτα του λαου? και ευρεθη γεγραμμενον εν αυτω, οτι οι Αμμωνιται και οι Μωαβιται δεν επρεπε να εισελθωσιν εις την συναγωγην του Θεου εως αιωνος?1 Azon a napon a nép jelenlétében felolvastak Mózes könyvéből és benne azt találták megírva, hogy az ammonitáknak meg a moabitáknak sohasem szabad az Isten közösségébe belépniük
2 διοτι δεν προυπηντησαν τους υιους Ισραηλ μετα αρτου και μετα υδατος, αλλ' εμισθωσαν τον Βαλααμ εναντιον αυτων, δια να καταρασθη αυτους? πλην ο Θεος ημων ετρεψε την καταραν εις ευλογιαν.2 azért, mert nem siettek kenyérrel és vízzel Izrael fiai elé, sőt felbérelték ellenük Bálámot, hogy átkozza meg őket. Istenünk azonban az átkot áldásra fordította.
3 Και ως ηκουσαν τον νομον, εχωρισαν απο του Ισραηλ παντα αλλογενη.3 Ezért az történt, hogy amikor meghallották a törvényt, elkülönítettek minden idegent Izraeltől.
4 Προ τουτου δε Ελιασειβ ο ιερευς, οστις ειχε την επιστασιαν των οικηματων του οικου του Θεου ημων, ειχε συγγενευσει μετα του Τωβια?4 Azelőtt Eljasib pap volt Istenünk házában a kincstár felügyelője, s Tóbiás közeli rokona volt.
5 και ειχεν ετοιμασει δι' αυτον μεγα οικημα, οπου προτερον εθετον τας εξ αλφιτων προσφορας, το λιβανιον και τα σκευη και τα δεκατα του σιτου, του οινου και του ελαιου, το διατεταγμενον των Λευιτων και των ψαλτωδων και των πυλωρων και τας προσφορας των ιερεων.5 Ő berendezett neki egy nagy kamrát, amelyben azelőtt az áldozati ajándékokat, a tömjént, az edényeket, a gabona-, bor- és olajtizedet, a leviták, az énekesek és a kapuőrök részét meg a papok zsengéjét raktározták el.
6 Πλην εν πασι τουτοις εγω δεν ημην εν Ιερουσαλημ? διοτι εν τω τριακοστω δευτερω ετει Αρταξερξου του βασιλεως της Βαβυλωνος ηλθον προς τον βασιλεα και μεθ' ημερας τινας εζητησα παρα του βασιλεως,6 Ezalatt azonban én nem voltam Jeruzsálemben, mert Artaxerxésznek, Babilon királyának harminckettedik esztendejében a királyhoz mentem és csak bizonyos idő múltával kértem engedélyt a királytól,
7 και ηλθον εις Ιερουσαλημ και εμαθον το κακον, το οποιον ο Ελιασειβ εκαμε χαριν του Τωβια, ετοιμασας εις αυτον οικημα εν ταις αυλαις του οικου του Θεου.7 és mentem el Jeruzsálembe. Ekkor rájöttem a gonoszságra, amelyet Eljasib Tóbiás javára véghez vitt azáltal, hogy neki az Isten házának előcsarnokában kamrát rendezett be.
8 Και δυσηρεστηθην πολυ? και ερριψα εξω του οικηματος παντα τα σκευη του οικου του Τωβια.8 Mivel én ebben nagyon gonosz dolgot láttam, Tóbiás házának holmiját a kamrából kidobáltam,
9 Και προσεταξα, και εκαθαρισαν τα οικηματα? και επανεφερα εκει τα σκευη του οικου του Θεου, τας εξ αλφιτων προσφορας και το λιβανιον.9 a kamrát pedig megtisztíttattam és visszavitettem oda az Isten házának edényeit, az ételáldozatot meg a tömjént.
10 Και εμαθον οτι τα μεριδια των Λευιτων δεν εδοθησαν εις αυτους? διοτι οι Λευιται και οι ψαλτωδοι, οι ποιουντες το εργον, εφυγον εκαστος εις τον αγρον αυτου.10 Arról is értesültem, hogy nem szolgáltatták be a levitáknak járó részt, a leviták meg az énekesek pedig mindannyian földjükre szöktek, még azok is, akiknek szolgálatot kellett volna teljesíteniük.
11 Και επεπληξα τους προεστωτας και ειπα, Δια τι εγκατελειφθη ο οικος του Θεου; Και εσυναξα αυτους και αποκατεστησα αυτους εις την θεσιν αυτων.11 Erre vádat emeltem az elöljárók ellen: »Miért hanyagoljuk el az Isten házát?« Majd egybegyűjtöttem és odaállítottam őket a helyükre.
12 Τοτε εφερε πας ο Ιουδας εις τας αποθηκας το δεκατον του σιτου και του οινου και του ελαιου.12 Erre egész Júda beszolgáltatta a csűrökbe a gabona-, bor- és olajtizedet.
13 Και κατεστησα φυλακας επι των αποθηκων, Σελεμιαν τον ιερεα και Σαδωκ τον γραμματεα και εκ των Λευιτων? τον Φεδαιαν? και πλησιον αυτων, Αναν τον υιον του Ζακχουρ, υιου του Ματθανια? διοτι ελογιζοντο πιστοι? το εργον δε αυτων ητο να διανεμωσιν εις τους αδελφους αυτων.13 A csűrök élére odaállítottuk Selemját, a papot, Szádokot, az írástudót, a leviták közül pedig Fadáját és melléjük Hánánt, Zákurnak, Matanja fiának fiát, mert megbízható férfinak ismerték őket és rájuk bízták testvéreik járandóságát.
14 Μνησθητι μου, Θεε μου, περι τουτου, και μη εξαλειψης τα ελεη μου, τα οποια εκαμα εις τον οικον του Θεου μου και εις τας τελετας αυτου.14 Emlékezzél meg ezért rólam Istenem és ne engedd, hogy feledésbe menjenek jócselekedeteim, amelyeket Istenem háza és szolgálata érdekében véghezvittem.
15 Εν εκειναις ταις ημεραις ειδον τινας εν Ιουδα ληνοπατουντας εν σαββατω και εισφεροντας δραγματα και επιφορτιζοντας επι ονους, και οινον, σταφυλια και συκα και παν ειδος φορτιων, τα οποια εφερον εις Ιερουσαλημ την ημεραν του σαββατου? και διεμαρτυρηθην εν τη ημερα, καθ' ην επωλουν τροφιμα.15 Azokban a napokban láttam Júdában olyanokat, akik szombaton sajtót tiportak, kévét hordtak, megterhelték szamaraikat borral, szőlővel, fügével meg mindenféle rakománnyal és azt szombati napon beszállították Jeruzsálembe. Én erre figyelmeztettem őket, hogy olyan napon árusítsanak, amelyen szabad kereskedni.
16 Και οι Τυριοι, οι κατοικουντες εν αυτη, εφερον ιχθυας και παν ειδος ωνιων και επωλουν εν σαββατω εις τους υιους Ιουδα και εν Ιερουσαλημ.16 Letelepedtek oda tírusziak is, akik halat meg mindenféle árucikket hoztak és azt Júda fiainak Jeruzsálemben szombatonként árusítgatták.
17 Και επεπληξα τους προκριτους του Ιουδα και ειπα προς αυτους, Τι ειναι το πραγμα τουτο το κακον, το οποιον σεις καμνετε, βεβηλουντες την ημεραν του σαββατου;17 Erre megszidtam Júda előkelőit és azt mondtam nekik: »Micsoda gonoszság ez, amit itt műveltek, hogy megszentségtelenítitek a szombat napját!
18 δεν εκαμνον ουτως οι πατερες σας, και εφερεν ο Θεος ημων παντα ταυτα τα κακα εφ' ημας και επι την πολιν ταυτην; αλλα σεις επαναφερετε οργην επι τον Ισραηλ, βεβηλουντες το σαββατον.18 Nemde ezt tették atyáink is, és Istenünk ezért zúdította ránk és erre a városra ezt a sokféle bajt? Ti pedig még növelitek a haragot Izrael ellen azáltal, hogy megszegitek a szombatot.«
19 Δια τουτο, οτε ηρχιζε να συσκοταζη εις τας πυλας της Ιερουσαλημ προ του σαββατου, ειπα, και εκλεισαν τας πυλας, και προσεταξα να μη ανοιχθωσιν εως μετα το σαββατον? και κατεστησα επι τας πυλας τινας εκ των υπηρετων μου, δια να μη εισελθη φορτιον την ημεραν του σαββατου.19 Ezért amint Jeruzsálem kapuinál szombati napon beállott a szürkület, meghagytam, hogy zárják be a kapukat, és elrendeltem, hogy szombat elmúltáig ne nyissák ki őket. Majd felállítottam néhányat legényeimből a kapuknál, hogy szombati napon senki se hozhasson be terhet.
20 Και διενυκτερευσαν οι εμποροι και οι πωληται παντος ειδους ωνιων εξω της Ιερουσαλημ απαξ και δις.20 Ennek következtében a kereskedők és mindenféle cikk árusítói egyszer-másszor Jeruzsálem falain kívül telepedtek le.
21 Τοτε διεμαρτυρηθην εναντιον αυτων και ειπα προς αυτους, Δια τι διανυκτερευετε εμπροσθεν του τειχους; εαν δευτερωσητε, θελω βαλει χειρα επανω σας. Εκτοτε δεν ηλθον εν σαββατω.21 Erre én megfeddettem őket és így szóltam hozzájuk: »Mit tartózkodtok itt a fal mentén? Ha ezt még egyszer megteszitek, kezet vetek rátok.« Attól az időtől kezdve azután szombaton nem jöttek.
22 Και ειπα προς τους Λευιτας να καθαριζωνται και να ερχωνται να φυλαττωσι τας πυλας, δια να αγιαζωσι την ημεραν του σαββατου. Μνησθητι μου, Θεε μου, και περι τουτου, και ελεησον με κατα το πληθος του ελεους σου.22 Egyben meghagytam a levitáknak, hogy végezzenek tisztulást, aztán jöjjenek, őrizzék a kapukat, hogy megszenteljék a szombat napját. Ezért is emlékezzél meg rólam, Istenem, és könyörülj rajtam irgalmasságod sokasága szerint.
23 Προσετι εν ταις ημεραις εκειναις ειδον τους Ιουδαιους τους λαβοντας γυναικας Αζωτιας, Αμμωνιτιδας και Μωαβιτιδας?23 Ugyancsak azokban a napokban láttam zsidókat, akik asdódi, ammonita és moabita nőket vettek feleségül.
24 και τα τεκνα αυτων λαλουντα ημισυ Αζωτιστι, και μη εξευροντα να λαλησωσιν Ιουδαιστι αλλα κατα την γλωσσαν διαφορων λαων.24 Gyermekeik fele asdódiul beszélt, és nem tudott zsidóul beszélni, hanem ennek vagy annak a népnek a nyelvén szóltak.
25 Και επεπληξα αυτους και κατηρασθην αυτους, και ερραβδισα τινας εξ αυτων και ετριχομαδησα αυτους, και ωρκισα αυτους εις τον Θεον, λεγων, Δεν θελετε δωσει τας θυγατερας σας εις τους υιους αυτων, και δεν θελετε λαβει εκ των θυγατερων αυτων εις τους υιους σας η εις εαυτους?25 Erre én megszidtam és megátkoztam őket. Meg is vertem közülük néhány férfit, megtépdestem hajukat, és megeskettem őket Istenre, hogy ne adják oda leányaikat az ő fiaiknak, és fiaik meg maguk számára ne vegyenek feleséget az ő leányaik közül:
26 δεν ημαρτησεν ουτω Σολομων ο βασιλευς του Ισραηλ; καιτοι μεταξυ πολλων εθνων δεν υπηρξε βασιλευς ομοιος αυτου, οστις ητο αγαπωμενος υπο του Θεου αυτου, και εκαμεν αυτον ο Θεος βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ? αλλ' ομως και αυτον αι ξεναι γυναικες εκαμον να αμαρτηση?26 »Nem ebben a dologban vétkezett-e Salamon, Izrael királya is? Már pedig sok nemzetnek nem volt hozzá hasonló királya. Istene előtt kedves volt, Isten őt királynak tette meg egész Izrael fölött, s még őt is bűnre csábították az idegen asszonyok.
27 θελομεν λοιπον συγκατανευσει εις εσας να καμνητε απαν τουτο το μεγα κακον, να γινησθε παραβαται εναντιον εις τον Θεον ημων λαμβανοντες ξενας γυναικας;27 Vajon engedetlenségünkben mi is elkövessük mind ezt a nagy gonoszságot, és vétkezzünk Istenünk ellen azzal, hogy idegen nőket veszünk feleségül?«
28 Και εις εκ των υιων του Ιωαδα, υιου του Ελιασειβ του ιερεως του μεγαλου, ητο γαμβρος Σαναβαλλατ του Ορωνιτου? οθεν απεδιωξα αυτον απ' εμπροσθεν μου.28 Eljasib főpap fiának, Jojádának fiai közül az egyik ráadásul a hóroni Szanballátnak lett a vejévé. Ezt elűztem magamtól.
29 Μνησθητι αυτων, Θεε μου, διοτι εβεβηλωσαν την ιερατειαν και την διαθηκην της ιερατειας και των Λευιτων.29 Emlékezzél meg Uram Istenem azokról, akik beszennyezik a papi tisztséget, a papi és levita kötelezettséget.
30 Και εκαθαρισα αυτους απο παντων των ξενων, και διωρισα φυλακας εκ των ιερεων και των Λευιτων, εκαστον εις τα εργα αυτου?30 Így tisztítottam meg őket mindenféle idegentől, megállapítottam a papok meg a leviták beosztását, kinek-kinek szolgálata szerint.
31 και δια την προσφοραν των ξυλων εν καιροις ωρισμενοις, και δια τας απαρχας. Μνησθητι μου, Θεε μου, επ' αγαθω.31 Rendelkeztem úgyszintén az áldozati fának a meghatározott időben való szállítását és a zsengéket illetőleg is. Emlékezzél meg rólam, Istenem, javamra! Ámen.