Scrutatio

Sabato, 21 settembre 2024 - San Matteo ap. ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 36


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ελαβεν ο λαος της γης τον Ιωαχαζ, υιον του Ιωσια, και εκαμον αυτον βασιλεα εν Ιερουσαλημ, αντι του πατρος αυτου.1 Ekkor a föld népe Joacházt, Jozija fiát tette királlyá atyja helyébe Jeruzsálemben.
2 Εικοσιτριων ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχαζ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε τρεις μηνας εν Ιερουσαλημ.2 Huszonhárom esztendős volt Joacház, amikor uralkodni kezdett, s három hónapig uralkodott Jeruzsálemben.
3 Καθηρεσε δε αυτον ο βασιλευς της Αιγυπτου εν Ιερουσαλημ, και κατεδικασε την γην εις προστιμον εκατον ταλαντων αργυριου και ενος ταλαντου χρυσιου.3 Ám Egyiptom királya, amikor Jeruzsálembe ért, letette őt, s az országot száz talentum ezüstre és egy talentum aranyra ítélte.
4 Και εκαμεν ο βασιλευς της Αιγυπτου τον Ελιακειμ τον αδελφον αυτου βασιλεα επι Ιουδαν και Ιερουσαλημ, και μετηλλαξε το ονομα αυτου εις Ιωακειμ? τον δε Ιωαχαζ, τον αδελφον αυτου, ελαβεν ο Νεχαω και εφερεν αυτον εις Αιγυπτον.4 Helyette fivérét, Eljakimot tette meg Júda és Jeruzsálem királyává, de nevét Joakimra változtatta, Joacházt pedig magával hurcolta és elvitte Egyiptomba.
5 Εικοσιπεντε ετων ηλικιας ητο ο Ιωακειμ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου του Θεου αυτου.5 Huszonöt esztendős volt Joakim, amikor uralkodni kezdett s tizenegy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Azt cselekedte, ami gonosz volt az Úr, az ő Istene előtt.
6 Ανεβη εναντιον αυτου Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, και εδεσεν αυτον με αλυσεις, δια να φερη αυτον εις Βαβυλωνα.6 Felvonult ellene Nebukadnezár, a kaldeusok királya, megláncolta és elvitte Babilonba.
7 Και εκ των σκευων του οικου του Κυριου εφερεν ο Ναβουχοδονοσορ εις Βαβυλωνα και εθεσεν αυτα εν τω ναω αυτου εν Βαβυλωνι.7 Odavitte az Úr házának edényeit is, s a maga templomába helyezte azokat.
8 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωακειμ και τα βδελυγματα αυτου οσα εκαμε, και οσα ευρεθησαν εν αυτω, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ισραηλ και του Ιουδα? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ιωαχειν ο υιος αυτου.8 Joakim egyéb dolgait, valamint undokságait, amelyeket elkövetett s amelyek terhelték, megírták Júda és Izrael királyainak könyvében. Fia, Joachin lett a király helyette.
9 Δεκα οκτω ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχειν οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε τρεις μηνας και δεκα ημερας εν Ιερουσαλημ? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου.9 yolcesztendős volt Joachin, amikor uralkodni kezdett, s három hónapig és tíz napig uralkodott Jeruzsálemben. Azt cselekedte, ami gonosz az Úr színe előtt.
10 Εν τω τελει δε του ενιαυτου αποστειλας ο βασιλευς Ναβουχοδονοσορ, εφερεν αυτον εις Βαβυλωνα, μετα των εκλεκτων σκευων του οικου του Κυριου? και εκαμε Σεδεκιαν τον αδελφον αυτου βασιλεα επι τον Ιουδαν και Ιερουσαλημ.10 Az esztendő fordultával odaküldött Nebukadnezár király s elvitette Babilonba. Ugyanakkor elvitette az Úr házának drága edényeit is, Júda és Jeruzsálem királyává pedig a testvérét, Cidkiját rendelte.
11 Ενος και εικοσι ετων ηλικιας ητο ο Σεδεκιας οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ.11 Huszonegy esztendős volt Cidkija, amikor uralkodni kezdett, s tizenegy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben.
12 Και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου του Θεου αυτου? δεν εταπεινωθη ενωπιον Ιερεμιου του προφητου, λαλουντος εκ στοματος του Κυριου.12 Azt cselekedte, ami gonosz az Úr, az ő Istene szeme előtt, s nem alázkodott meg Jeremiás próféta személye előtt sem, aki által az Úr ajka szólt hozzá.
13 Και ετι απεστατησεν εναντιον του βασιλεως Ναβουχοδονοσορ, οστις ωρκισεν αυτον εις τον Θεον? και εσκληρυνε τον τραχηλον αυτου και επεισματωσε την καρδιαν αυτου, ωστε να μη επιστρεψη εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ.13 Nebukadnezár királytól is elpártolt, pedig ő Istenre eskette meg. Megkeményítette nyakát és szívét, s nem tért vissza az Úrhoz, Izrael Istenéhez.
14 Παντες προσετι οι πρωτοι των ιερεων και ο λαος ηθετησαν καθ' υπερβολην κατα παντα τα βδελυγματα των εθνων και εμιαναν τον οικον του Κυριου, τον οποιον ηγιασεν εν Ιερουσαλημ.14 Sőt még a papok valamennyi elöljárója meg a nép is hűtlenül a nemzetek valamennyi undokságát követte, s megszentségtelenítette az Úr házát, amelyet az Úr magának szentelt Jeruzsálemben.
15 Και παρηγγειλεν εις αυτους Κυριος ο Θεος των πατερων αυτων δια χειρος των απεσταλμενων αυτου, εγειρομενος πρωι και εξαποστελλων? διοτι εφειδετο του λαου αυτου και του κατοικητηριου αυτου.15 Az Úr, atyáik Istene elküldte ugyan hozzájuk követeit, s a reggeli felkeléstől állandóan figyelmeztette őket, mert kímélni akarta népét s a maga lakóhelyét.
16 Αλλ' αυτοι εχλευαζον τους απεσταλμενους του Θεου και κατεφρονουν τους λογους αυτου και εσκωπτον τους προφητας αυτου, εωσου η οργη του Κυριου ανεβη κατα του λαου αυτου, ωστε δεν ητο θεραπεια?16 De ők kigúnyolták Isten követeit, fel sem vették szavait, s kinevették prófétáit. Úgyhogy az Úr haragja végül is felgerjedt népe ellen és nem volt többé számukra mentség.
17 δια τουτο εφερεν επ' αυτους τον βασιλεα των Χαλδαιων, και εθανατωσε τους νεανισκους αυτων εν μαχαιρα εντος του οικου του αγιαστηριου αυτων, και δεν εφεισθη νεου η παρθενου, γεροντος η κεκυφοτος? παντας παρεδωκεν εις την χειρα αυτου.17 Rájuk hozta ugyanis a kaldeusok királyát és kardélre hányatta az ifjaikat szentélyük házában. Nem könyörült meg ifjún, hajadonon, vénen avagy aggastyánon, hanem mindenkit a kezébe adott.
18 Και παντα τα σκευη του οικου του Θεου, μεγαλα και μικρα, και τους θησαυρους του οικου του Κυριου και τους θησαυρους του βασιλεως και των αρχοντων αυτου, τα παντα εφερεν εις Βαβυλωνα.18 Az Úr házának valamennyi edényét, a nagyokat és kicsiket egyaránt, valamint a templom, a király s a főemberek kincseit elvitette Babilonba.
19 Και κατεκαυσαν τον οικον του Θεου και κατεσκαψαν το τειχος της Ιερουσαλημ, και παντα τα παλατια αυτης κατεκαυσαν εν πυρι, και παντα τα πολυτιμα σκευη αυτης ηφανισαν?19 Az ellenség felgyújtotta az Isten házát, lerombolta Jeruzsálem falát, minden tornyát felégette és elpusztította minden drágaságát.
20 Και τους εκφυγοντας την μαχαιραν μετωκισεν εις Βαβυλωνα, οπου ησαν δουλοι εις αυτον και εις τους υιους αυτου, μεχρι του καιρου της βασιλειας των Περσων?20 Aki megmenekült a kardtól, azt Babilonba hurcolták. Ott szolgája lett a királynak és fiainak, amíg uralomra nem jutott a perzsák királya,
21 δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου ο δια στοματος Ιερεμιου, εωσου η γη χαρη τα σαββατα αυτης? διοτι παντα τον καιρον της ερημωσεως αυτης εφυλαττε σαββατον, εωσου συμπληρωθωσιν εβδομηκοντα ετη.21 hogy beteljesedjék, amit az Úr mondott Jeremiás ajka által: ha a föld nem ünnepli meg szombatjait, elhagyatottságának egész ideje alatt szombatot tart, amíg el le nem telik a hetven esztendő.
22 Εν δε τω πρωτω ετει Κυρου του βασιλεως της Περσιας, δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου ο δια στοματος Ιερεμιου, διηγειρεν ο Κυριος το πνευμα του Κυρου βασιλεως της Περσιας, και διεκηρυξε δια παντος του βασιλειου αυτου, και μαλιστα εγγραφως, λεγων,22 Círusznak, a perzsák királyának első esztendejében azonban felébresztette az Úr Círusznak, a perzsák királyának lelkét, hogy beteljesedjék az Úr szava, amelyet Jeremiás szája által mondott. Erre ő kihirdette egész birodalmában írásban és szóban: »
23 Ουτω λεγει Κυρος ο βασιλευς της Περσιας? παντα τα βασιλεια της γης εδωκεν εις εμε Κυριος ο Θεος του ουρανου? και αυτος προσεταξεν εις εμε να οικοδομησω εις αυτον οικον εν Ιερουσαλημ, ητις ειναι εν τη Ιουδαια? τις εξ υμων ειναι εκ παντος του λαου αυτου; Κυριος ο Θεος αυτου εστω μετ' αυτου, και ας αναβη.23 Ezt üzeni Círusz, a perzsák királya. A föld valamennyi országát nekem adta az Úr, az ég Istene, s ő megparancsolta nekem, hogy házat építsek neki a júdai Jeruzsálemben. Ki való közületek az ő népéből? Legyen vele az Úr, az ő Istene és menjen fel.«