Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 21


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Και εκοιμηθη ο Ιωσαφατ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν πολει Δαβιδ? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ιωραμ ο υιος αυτου.1 POI Giosafat giacque co’ suoi padri, e con essi fu seppellito nella Città di Davide; e Gioram, suo figliuolo, regnò in luogo suo.
2 Και ειχεν αδελφους, υιους του Ιωσαφατ, τον Αζαριαν, και Ιεχιηλ και Ζαχαριαν και Αζαριαν και Μιχαηλ και Σεφατιαν? παντες ουτοι ησαν υιοι του Ιωσαφατ βασιλεως του Ισραηλ.2 Or esso avea de’ fratelli, figliuoli di Giosafat, cioè: Azaria, e Iehiel, e Zaccaria, ed Azaria, e Micael, e Sefatia. Tutti costoro erano figliuoli di Giosafat, re di Israele.
3 Και ο πατηρ αυτων εδωκεν εις αυτους δωρα πολλα αργυριου και χρυσιου και πολυτιμων πραγματων, μετα πολεων οχυρων εν Ιουδα? την βασιλειαν ομως εδωκεν εις τον Ιωραμ, επειδη ητο ο πρωτοτοκος.3 E il padre loro avea loro fatti gran doni d’argento, e d’oro, e di robe preziose, con alcune città forti nel paese di Giuda; ma avea dato il regno a Gioram; perciocchè egli era il primogenito.
4 Οτε δε ο Ιωραμ υψωθη εις την βασιλειαν του πατρος αυτου και εκραταιωθη, εθανατωσε παντας τους αδελφους αυτου εν ρομφαια και τινας ετι εκ των αρχοντων του Ισραηλ.4 E Gioram, essendo salito al regno di suo padre, si fortificò, ed uccise con la spada tutti i suoi fratelli, ed anche alcuni de’ capi d’Israele.
5 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο ο Ιωραμ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.5 Gioram era d’età di trentadue anni, quando cominciò a regnare; e regnò otto anni in Gerusalemme.
6 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως εκαμεν ο οικος του Αχααβ? διοτι θυγατηρ του Αχααβ ητο η γυνη αυτου? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου.6 E camminò per la via dei re d’Israele, come faceva la casa di Achab; perciocchè egli avea per moglie la figliuola di Achab. Così fece quello che dispiace al Signore.
7 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον οικον του Δαβιδ, δια την διαθηκην την οποιαν εκαμε προς τον Δαβιδ, και διοτι ειπε να δωση λυχνον εις αυτον και εις τους υιους αυτου παντοτε.7 Nondimeno il Signore non volle distruggere la casa di Davide, per amor del patto ch’egli avea fatto con Davide; e secondo ch’egli avea detto, che darebbe a lui ed a’ suoi figliuoli, in perpetuo, una lampana accesa.
8 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτους.8 Al tempo di esso, gl’Idumei si ribellarono dall’ubbidienza di Giuda, e costituirono sopra loro un re.
9 Και διηλθεν ο Ιωραμ μετα των αρχοντων αυτου και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου? και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους περικυκλουντας αυτον και τους αρχοντας των αμαξων.9 Perciò Gioram passò in Idumea, co’ suoi capitani, e con tutti i suoi carri; ed avvenne che, essendosi egli mosso di notte, percosse gl’Idumei che l’aveano intorniato, ed i capitani de’ carri.
10 Ουτως απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησε και η Λιβνα απο της υποταγης αυτου, επειδη εγκατελιπε Κυριον τον Θεον των πατερων αυτου.10 Nondimeno gl’Idumei sono perseverati nella lor ribellione dall’ubbidienza di Giuda infino a questo giorno. In quell’istesso tempo Libna si ribellò dall’ubbidienza di Gioram; perciocchè egli avea abbandonato il Signore Iddio de’ suoi padri.
11 Αυτος ωκοδομησεν ετι υψηλους τοπους επι τα ορη του Ιουδα, και εκαμε τους κατοικους της Ιερουσαλημ να πορνευωσι και απεπλανησε τον Ιουδαν.11 Egli fece ancora degli alti luoghi nei monti di Giuda, e fece fornicar gli abitanti di Gerusalemme, e diede lo spianto a Giuda
12 Και ηλθε προς αυτον εγγραφον παρα του Ηλια του προφητου, λεγον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου? Επειδη δεν περιεπατησας εν ταις οδοις Ιωσαφατ του πατρος σου και εν ταις οδοις του Ασα βασιλεως του Ιουδα,12 Allora gli venne uno scritto da parte del profeta Elia, di questo tenore: Così ha detto il Signore Iddio di Davide, tuo padre: Perciocchè tu non sei camminato per le vie di Giosafat, tuo padre, nè per le vie di Asa, re di Giuda;
13 αλλα περιεπατησας εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, και εκαμες τον Ιουδαν και τους κατοικους της Ιερουσαλημ να πορνευσωσι κατα τας πορνειας του οικου του Αχααβ, ετι δε εθανατωσας τους αδελφους σου, τον οικον του πατρος σου, τους καλητερους σου,13 anzi sei camminato per la via dei re di Israele, ed hai fatto fornicar Giuda, e gli abitanti di Gerusalemme, come la casa di Achab ha fatto fornicare Israele; ed oltre a ciò, hai uccisi i tuoi fratelli, la famiglia di tuo padre, i quali erano migliori di te;
14 Ιδου, ο Κυριος θελει παταξει με πληγην μεγαλην τον λαον σου και τα τεκνα σου και τας γυναικας σου και παντα τα υπαρχοντα σου?14 ecco, il Signore percoterà di una gran piaga il tuo popolo, e i tuoi figliuoli, e le tue mogli, e tutti i tuoi beni.
15 και συ θελεις κτυπηθη με πολλας αρρωστιας, με αρρωστιαν των εντοσθιων σου, εωσου εξελθωσι τα εντοσθια σου εκ της αρρωστιας απο ημερας εις ημεραν.15 E percoterà la tua persona di grandi infermità, d’infermità d’interiora, talchè le tue interiora usciranno fuori per l’infermità che durerà un anno dopo l’altro.
16 Ο Κυριος ετι διηγειρεν εναντιον του Ιωραμ το πνευμα των Φιλισταιων και των Αραβων, των πλησιοχωρων των Αιθιοπων?16 Il Signore adunque eccitò contro a Gioram lo spirito de’ Filistei, e degli Arabi, che son presso agli Etiopi.
17 και ανεβησαν κατα του Ιουδα και εφωρμησαν επ' αυτον και διηρπασαν παντα τα υπαρχοντα τα ευρεθεντα εν τω οικω του βασιλεως, και τους υιους αυτου ετι και τας γυναικας αυτου? ωστε δεν εμεινεν εις αυτον αλλος υιος, ειμη Ιωαχαζ, ο νεωτερος των υιων αυτου.17 Ed essi salirono contro a Guida, ed essendo entrati dentro a forza, predarono tutte le ricchezze che furono ritrovate nella casa del re; ed anche ne menarono prigioni i suoi figliuoli, e le sue mogli, talchè non gli restò alcun figliuolo, se non Gioachaz, il più piccolo de’ suoi figliuoli.
18 Μετα δε παντα ταυτα επαταξεν αυτον ο Κυριος εις τα εντοσθια αυτου με αρρωστιαν ανιατον?18 E dopo tutte queste cose, il Signore lo percosse d’una infermità incurabile nelle interiora.
19 και προιοντος του καιρου, μετα παρελευσιν δυο ετων, εξηλθον τα εντοσθια αυτου, εκ της αρρωστιας αυτου, και απεθανε με πονους σκληρους. Ο δε λαος αυτου δεν εκαμεν εις αυτον καυσιν, κατα την καυσιν των πατερων αυτου.19 Ed avvenne che, passato un anno dopo l’altro, al tempo che il termine de’ due anni spirava, le interiora gli uscirono fuori, insieme con l’infermità; ed egli morì in gravi dolori; e il suo popolo non arse per lui alcuni aromati, come avea fatto per li suoi padri.
20 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εν Ιερουσαλημ οκτω ετη, και απηλθε χωρις να ηναι ποθητος? και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, πλην ουχι εν τοις ταφοις των βασιλεων.20 Egli era d’età di trentadue anni, quando cominciò a regnare, e regnò otto anni in Gerusalemme, e se ne andò senza esser desiderato; e fu seppellito nella Città di Davide, ma non già nelle sepolture dei re