Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 20


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και μετα ταυτα ηλθον κατα του Ιωσαφατ οι υιοι Μωαβ και οι υιοι Αμμων και μετ' αυτων αλλοι εκτος των Αμμωνιτων, δια να πολεμησωσι.1 Aztán egybegyűltek Moáb fiai s Ammon fiai s velük mások az ammoniták közül, Jozafát ellen, hogy hadra keljenek vele.
2 Και ηλθον και απηγγειλαν προς τον Ιωσαφατ, λεγοντες, Μεγα πληθος ερχεται εναντιον σου εκ του περαν της θαλασσης, εκ της Συριας? και ιδου, ειναι εν Ασασων-θαμαρ, ητις ειναι Εν-γαδδι.2 Hírmondók jöttek azonban, és jelentették Jozafátnak: »Hatalmas sokaság jött ellened a tengeren túl levő helyekről meg Szíriából, és íme, már Aszászon-Támárban, vagyis Engadiban vannak.«
3 Και εφοβηθη ο Ιωσαφατ και εδοθη εις το να εκζητη τον Κυριον, και εκηρυξε νηστειαν δια παντος του Ιουδα.3 Jozafát ekkor igen megrémült. Minden erejéből az Urat kezdte keresni, s böjtöt hirdetett egész Júdában.
4 Και συνηχθησαν οι ανδρες Ιουδα, δια να ζητησωσι βοηθειαν παρα Κυριου? εκ πασων ετι των πολεων Ιουδα ηλθον δια να ζητησωσι τον Κυριον.4 Erre Júda egybegyűlt, hogy könyörögjön az Úrhoz, és városaiból is valamennyien eljöttek, hogy esdekeljenek előtte.
5 Και εσταθη ο Ιωσαφατ εν τη συναξει του Ιουδα και της Ιερουσαλημ, εν τω οικω του Κυριου, κατα προσωπον της νεας αυλης,5 Ekkor Jozafát megállt Júda és Jeruzsálem gyülekezetének közepén, az Úr házában, az új udvar előtt,
6 και ειπε, Κυριε Θεε των πατερων ημων, δεν εισαι συ ο Θεος ο εν τω ουρανω; και δεν εισαι συ ο κυριευων επι παντα τα βασιλεια των εθνων, και δεν ειναι εν τη χειρι σου η δυναμις και η ισχυς, και ουδεις δυναται να αντισταθη εις σε;6 és azt mondta: »Urunk, atyáink Istene, te vagy az Isten az égben és te uralkodsz a nemzetek valamennyi országán, kezedben erő és hatalom van, s neked senki sem tud ellenállni.
7 Δεν εισαι συ ο Θεος ημων, ο εκδιωξας τους κατοικους της γης ταυτης εμπροσθεν του λαου σου Ισραηλ, και δους αυτην εις το σπερμα του Αβρααμ του αγαπητου σου εις τον αιωνα;7 Nemde Istenünk, te pusztítottad el e föld valamennyi lakóját néped, Izrael elől, és te adtad azt oda barátod, Ábrahám utódának mindörökre?
8 Και κατωκησαν εν αυτη και ωκοδομησαν εις σε αγιαστηριον εν αυτη δια το ονομα σου, λεγοντες,8 Ők le is telepedtek rajta, és szentélyt építettek nevednek, mondván:
9 Εαν, οταν επελθη εφ' ημας κακον, ρομφαια, κρισις η θανατικον η πεινα, σταθωμεν εμπροσθεν του οικου τουτου και ενωπιον σου, διοτι το ονομα σου ειναι εν τω οικω τουτω, και βοησωμεν προς σε εν τη θλιψει ημων, τοτε θελεις ακουσει και σωσει.9 ‘Ha nyomorúság, ítélő kard, pestis vagy éhínség zúdul ránk, megállunk színed előtt, e ház előtt, amely nevedet viseli és hozzád kiáltunk ínségünkben, s te meghallgatsz és megsegítesz.’
10 Και τωρα, ιδου, οι υιοι Αμμων και Μωαβ και οι απο του ορους Σηειρ, προς τους οποιους δεν αφηκας τον Ισραηλ να υπαγη, οτε ηρχοντο εκ γης Αιγυπτου, αλλ' εξεκλιναν απ' αυτων και δεν εξωλοθρευσαν αυτους,10 Nos, íme, Ammon és Moáb fiai, meg Szeír hegyének lakói, akik között nem engedted átvonulni az izraelitákat, amikor kijöttek Egyiptomból, ezért azok elkerülték őket, s nem pusztították el őket,
11 και ιδου, πως ανταμειβουσιν ημας, ερχομενοι να εκβαλωσιν ημας απο της κληρονομιας σου, την οποιαν εδωκας εις ημας να κληρονομησωμεν.11 ellenkezőleg fizetnek nekünk, és ki akarnak minket űzni birtokunkból, amelyet nekünk adtál.
12 Θεε ημων, δεν θελεις κρινει αυτους; διοτι δεν υπαρχει εις ημας δυναμις δια να αντισταθωμεν εις τουτο το μεγα πληθος, το οποιον ερχεται εφ' ημας, και δεν εξευρομεν τι να καμωμεν? αλλ' επι σε ειναι οι οφθαλμοι ημων.12 Istenünk, hát nem bünteted meg őket? Hiszen bennünk nincs annyi erő, hogy e ránk zúduló sokaságnak ellent tudjunk állni. Mivel pedig nem tudjuk, mit csináljunk, csak az marad hátra számunkra, hogy hozzád emeljük szemünket.« –
13 Και ιστατο πας ο Ιουδας ενωπιον του Κυριου με τα βρεφη αυτων, τας γυναικας αυτων και τους υιους αυτων.13 Ott állt ezalatt egész Júda az Úr előtt, kisdedeivel, feleségeivel és gyermekeivel együtt.
14 Τοτε ηλθε Πνευμα Κυριου επι Ιααζιηλ τον υιον του Ζαχαριου, υιου του Βεναια, υιου του Ιειηλ, υιου του Ματθανιου του Λευιτου, εκ των υιων του Ασαφ, εν τω μεσω της συναξεως.14 Ott volt Jahaziél is, az Ászáf fiai közül való levita, Zakariásnak a fia, annak a Benájának az unokája, aki Matanja fiának, Jejélnek volt a fia. Ezt a tömeg között megragadta az Úr lelke,
15 και ειπε, Ακουσατε, πας ο Ιουδας και οι κατοικουντες Ιερουσαλημ, και συ βασιλευ Ιωσαφατ? ουτω λεγει Κυριος προς υμας? Μη φοβεισθε σεις μηδε πτοηθητε απο προσωπου τουτου του μεγαλου πληθους? διοτι η μαχη δεν ειναι υμων, αλλα του Θεου?15 és azt mondta: »Figyeljetek ide júdaiak és Jeruzsálem lakói mindnyájan, veled együtt, Jozafát király. Ezt üzeni nektek az Úr: Ne féljetek és ne rettegjetek ettől a sokaságtól, mert nem ti fogtok harcolni ellenük, hanem Isten.
16 καταβητε αυριον εναντιον αυτων? ιδου, αναβαινουσι δια της αναβασεως Σις? και θελετε ευρει αυτους εν τω ακρω του χειμαρρου, εμπροσθεν της ερημου Ιερουηλ?16 Vonuljatok le holnap ellenük, és mivel ők a Szísz nevű domboldalon fognak felvonulni, rájuk találtok a Jeruel pusztával szemben levő völgy szélén.
17 δεν θελετε πολεμησει σεις εν ταυτη τη μαχη? παρουσιασθητε, στητε και ιδετε την μεθ' υμων σωτηριαν του Κυριου, Ιουδα και Ιερουσαλημ? μη φοβεισθε μηδε πτοηθητε? αυριον εξελθετε εναντιον αυτων? και ο Κυριος μεθ' υμων.17 Harcolnotok azonban nektek nem kell, hanem csak álljatok veszteg, és meglátjátok, hogy segít az Úr titeket, Júda és Jeruzsálem! Ne féljetek, ne rettegjetek, csak vonuljatok ki holnap ellenük és az Úr veletek lesz.«
18 Και εκυψεν ο Ιωσαφατ επι προσωπον εις την γην? και πας ο Ιουδας και οι κατοικουντες την Ιερουσαλημ επεσον ενωπιον του Κυριου, προσκυνουντες τον Κυριον.18 Erre Jozafát s Júda és Jeruzsálem valamennyi lakosa arccal a földre borult az Úr előtt és imádta őt,
19 Και εσηκωθησαν οι Λευιται, εκ των υιων των Κααθιτων και εκ των υιων των Κοριτων, δια να υμνησωσι Κυριον τον Θεον του Ισραηλ εν φωνη υψωμενη σφοδρα.19 a Kaát fiai és a Kóré fiai közül való leviták pedig nagy fennszóval magasztalták az Urat, Izrael Istenét.
20 Και εξεγερθεντες το πρωι? εξηλθον προς την ερημον Θεκουε? και οτε εξηλθον, εσταθη ο Ιωσαφατ και ειπεν, Ακουσατε μου, Ιουδα και οι κατοικουντες την Ιερουσαλημ? πιστευσατε εις Κυριον τον Θεον υμων, και θελετε στερεωθη? πιστευσατε τους προφητας αυτου και θελετε ευοδωθη.20 Reggel aztán felkeltek és kivonultak Tekoa pusztájába. Elinduláskor megállt közöttük Jozafát és azt mondta: »Hallgassatok meg, Júda férfiai és Jeruzsálem lakói mindnyájan! Bízzatok az Úrban, a ti Istenetekben és akkor nyugodtak lehettek, higgyetek prófétáinak, és minden sikerülni fog.«
21 Και συμβουλευθεις μετα του λαου, διεταξε ψαλτωδους δια να ψαλλωσιν εις τον Κυριον και να υμνωσι την μεγαλοπρεπειαν της αγιοτητος αυτου, εξελθοντες εμπροσθεν του στρατευματος, και να λεγωσι, Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.21 Miután ezt a tanácsot adta a népnek, kirendelte az Úr énekeseit, hogy dicsérjék őt seregeikben, és vonuljanak a hadsereg élén és egyhangúlag mondják: »Dicsérjétek az Urat, mert irgalmassága mindörökké tart.«
22 Και οτε ηρχισαν να ψαλλωσι και να υμνωσιν, ο Κυριος εστησεν ενεδρας εναντιον των υιων Αμμων, Μωαβ και των εκ του ορους Σηειρ, των ελθοντων κατα του Ιουδα? και εκτυπηθησαν.22 Mihelyt elkezdték énekelni a dicséretet, az Úr önmaguk ellen fordította az ő lescsapataikat – tudniillik Ammon, Moáb és a Szeír hegy fiainak lescsapatait, akik kivonultak, hogy harcra keljenek Júdával – és vereséget szenvedtek.
23 Διοτι εσηκωθησαν οι υιοι Αμμων και Μωαβ κατα των κατοικων του ορους Σηειρ, δια να εξολοθρευσωσι και να εξαλειψωσιν αυτους? και αφου συνετελεσαν τους κατοικους του Σηειρ εβοηθησαν αλληλους δια να εξολοθρευθωσιν.23 Ammon és Moáb fiai ugyanis felkeltek Szeír hegyének lakói ellen, s ölték és pusztították őket, s miután ezt végrehajtották, egymás ellen fordultak s kölcsönösen osztották egymásnak a sebeket.
24 Ελθων δε ο Ιουδας εις την σκοπιαν της ερημου, ανεβλεψε προς το πληθος, και ιδου, ησαν νεκρα σωματα πεπτωκοτα κατα γης, και ουδεις διεσωθη.24 Így, amikor Júda ahhoz az őrhelyhez jutott, amely a pusztával szemben van, azt látta, hogy az egész széles vidék messze tele van holttesttel, és senki sincs, aki a haláltól meg tudott volna menekülni.
25 Και οτε ηλθον ο Ιωσαφατ και ο λαος αυτου δια να λαφυραγωγησωσιν αυτους, ευρηκαν μεταξυ των νεκρων σωματων αυτων και πλουτη εν αφθονια και πολυτιμον αποσκευην, και ελαβον εις εαυτους τοσαυτα, ωστε δεν ηδυναντο να μεταφερωσιν αυτα? και εσταθησαν τρεις ημερας λαφυραγωγουντες, διοτι τα λαφυρα ησαν πολλα.25 Erre Jozafát és vele az egész nép elment, hogy leszedje a holtakról a zsákmányt, s a holttestek között annyi mindenféle felszerelést és ruhát, drágaságot találtak és zsákmányoltak, hogy valamennyit el sem tudták vinni s három nap alatt sem tudták elhordani a zsákmányt a préda bősége miatt.
26 Και την τεταρτην ημεραν συνηχθησαν εν τη κοιλαδι της Ευλογιας? διοτι εκει ευλογησαν τον Κυριον? δια τουτο ωνομασθη το ονομα του τοπου εκεινου Κοιλας Ευλογιας εως της ημερας ταυτης.26 Negyedik napon aztán egybegyűltek a Baraka völgyében. Mivel ugyanis ott hálát adtak az Úrnak, elnevezték azt a helyet a Hálaadás-völgyének s így is hívják mind a mai napig.
27 Τοτε παντες οι ανδρες Ιουδα και της Ιερουσαλημ και ο Ιωσαφατ επι κεφαλης αυτων, εκινησαν δια να επιστρεψωσιν εις Ιερουσαλημ εν ευφροσυνη? διοτι ευφρανεν αυτους ο Κυριος απο των εχθρων αυτων.27 Aztán visszatért Júda egész legénysége s Jeruzsálem lakossága, élükön Jozafáttal Jeruzsálembe nagyon örvendezve, hogy az Úr örömet adott nekik ellenségeikkel szemben,
28 Και ηλθον εις Ιερουσαλημ εν ψαλτηριοις και κιθαραις και σαλπιγξι, προς τον οικον του Κυριου.28 és Jeruzsálemben hárfa-, lant- és trombitakísérettel bementek az Úr házába.
29 Και επεπεσε φοβος Θεου επι παντα τα βασιλεια των τοπων εκεινων; οτε ηκουσαν ετι ο Κυριος επολεμησεν εναντιον των εχθρων του Ισραηλ.29 Erre az országok valamennyi királyságát megszállta az Úrtól való félelem, mert hallották, hogy az Úr harcolt Izrael ellenségei ellen,
30 Και ησυχασεν η βασιλεια του Ιωσαφατ? διοτι ο Θεος αυτου εδωκεν εις αυτον αναπαυσιν κυκλοθεν.30 és Jozafát országának nyugta lett és Isten békét adott neki körös-körül mindenfelől.
31 Και εβασιλευσεν ο Ιωσαφατ επι τον Ιουδαν? τριακοντα πεντε ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν εικοσιπεντε ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αζουβα θυγατηρ του Σιλει.31 Így uralkodott Jozafát Júdán. Harmincöt esztendős volt, amikor uralkodni kezdett, s huszonöt esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki Seláhi leánya volt, Azubának hívták.
32 Και περιεπατησεν εν τη οδω Ασα του πατρος αυτου και δεν εξεκλινεν απ' αυτης, πραττων το ευθες ενωπιον του Κυριου.32 Atyjának, Ászának útján járt, és arról nem tért le, s azt cselekedte, ami kedves volt az Úr előtt.
33 Οι υψηλοι ομως τοποι δεν αφηρεθησαν? διοτι ο λαος δεν ειχον ετι κατευθυνει τας καρδιας αυτων προς τον Θεον των πατερων αυτων.33 Mindazonáltal a magaslatokat nem távolította el, és a nép még mindig nem fordította szívét az Úrhoz, atyái Istenéhez.
34 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωσαφατ, αι πρωται και αι εσχαται, ιδου, ειναι γεγραμμεναι εν τοις λογοις του Ιηου υιου του Ανανι, οιτινες κατεγραφησαν εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ισραηλ.34 Jozafát egyéb dolgai, mind az elsők, mind az utolsók meg vannak írva Jéhunak, Hánáni fiának szavai által, amelyeket ő Izrael királyainak könyveibe iktatott.
35 Μετα δε ταυτα ηνωθη ο Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα μετα του Οχοζιου βασιλεως του Ισραηλ, οστις επραξε λιαν ασεβως.35 Ezután Jozafát, Júda királya barátságra lépett Izrael királyával, Ohozjával, akinek cselekedetei igen gonoszak voltak.
36 Ηνωθη δε μετ' αυτου, δια να καμωσι πλοια, τα οποια να πλευσωσιν εις Θαρσεις? και εκαμον τα πλοια εν Εσιων-γαβερ.36 Mindazonáltal szövetkezett vele arra, hogy hajókat készítenek, s azokat Tarzisba küldik, és el is készíttették a hajóhadat Ecjon-Gáberben.
37 Τοτε Ελιεζερ ο υιος του Δωδανα απο Μαρησα προεφητευσεν εναντιον του Ιωσαφατ, λεγων, Επειδη ηνωθης μετα του Οχοζιου, ο Κυριος εθραυσε τα εργα σου. Και συνετριβησαν τα πλοια και δεν ηδυνηθησαν να υπαγωσιν εις Θαρσεις.37 Ám Eliézer, a máresai Dodáu fia így jövendölt Jozafátnak: »Mivel szövetséget kötöttél Ohozjával, az Úr összetöri műveidet.« Csakugyan, összetörtek a hajók, és nem tudtak Tarzisba menni.