Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 2


font
GREEK BIBLEDOUAI-RHEIMS
1 Και απεφασισεν ο Σολομων να οικοδομηση οικον εις το ονομα του Κυριου και οικον βασιλικον εις εαυτον,1 And Solomon determined to build a house to the name of the Lord, and a palace for himself.
2 Και ηριθμησεν ο Σολομων εβδομηκοντα χιλιαδας ανδρων αχθοφορων, και ογδοηκοντα χιλιαδας λιθοτομων εν τω ορει, και τρεις χιλιαδας εξακοσιους επιστατας επ' αυτων.2 And he numbered out seventy thousand men to bear burdens, and eighty thousand to hew stones in the mountains, and three thousand six hundred to oversee them.
3 Και απεστειλεν ο Σολομων προς Χουραμ τον βασιλεα της Τυρου, λεγων, Καθως εκαμες εις τον Δαβιδ τον πατερα μου, και επεμψας προς αυτον κεδρους δια να οικοδομηση εις εαυτον οικον να κατοικηση εν αυτω, ουτω καμε και εις εμε.3 He sent also to Hiram king of Tyre, saying: As thou didst with David my father, and didst send him cedars, to build him a house, in which he dwelt:
4 Ιδου, εγω οικοδομω οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου μου, δια να καθιερωσω τουτον εις αυτον, δια να προσφερηται ενωπιον αυτου θυμιαμα ευωδιας και οι παντοτεινοι αρτοι της προθεσεως και τα ολοκαυτωματα τα πρωινα και εσπερινα, εν τοις σαββασι και εν ταις νεομηνιαις και εν ταις επισημοις εορταις Κυριου του Θεου ημων? τουτο ειναι χρεος του Ισραηλ εις τον αιωνα.4 So do with me that I may build a house to the name of the Lord my God, to dedicate it to burn incense before him, and to perfume with aromatical spices, and for the continual setting forth of bread, and for the holocausts, morning and evening, and on the sabbaths, and on the new moons, and the solemnities of the Lord our God for ever, which are commanded for Israel.
5 Και ο οικος τον οποιον οικοδομω ειναι μεγας? διοτι μεγας ο Θεος ημων υπερ παντας τους θεους.5 For the house which I desire to build, is great: for our God is great above all gods.
6 Αλλα τις δυναται να οικοδομηση εις αυτον οικον, ενω ο ουρανος και ο ουρανος των ουρανων δεν ειναι ικανοι να χωρεσωσιν αυτον; Τις δε ειμαι εγω, ωστε να οικοδομησω οικον εις αυτον; ειμη μονον δια να θυσιαζω ενωπιον αυτου;6 Who then can be able to build him a worthy house? if heaven, and the heavens of heavens cannot contain him: who am I that I should be able to build him a house? but to this end only, that incense may be burnt before him.
7 Τωρα λοιπον αποστειλον προς εμε ανδρα σοφον εις το να εργαζηται εις χρυσον και εις αργυρον και εις χαλκον και εις σιδηρον και εις πορφυραν και εις κοκκινον και εις κυανουν, και επιστημονα εις το εγγλυφειν γλυφας μετα των σοφων των μετ' εμου εν τη Ιουδαια και εν τη Ιερουσαλημ, τους οποιους Δαβιδ ο πατηρ μου ητοιμασεν.7 Send me therefore a skilful man, that knoweth how to work in gold, and in silver, in brass, and in iron, in purple, in scarlet and in blue, and that hath skill in engraving, with the artificers, which I have with me in Judea and Jerusalem, whom David my father provided.
8 Αποστειλον μοι και ξυλα κεδρινα, πευκινα και ξυλα αλγουμειμ εκ του Λιβανου? διοτι εγω γνωριζω οτι οι δουλοι σου εξευρουσι να κοπτωσι ξυλα εν τω Λιβανω? και ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν εισθαι μετα των δουλων σου,8 Send me also cedars, and fir trees, and pine trees from Libanus: for I know that thy servants are skilful in cutting timber in Libanus, and my servants shall be with thy servants,
9 δια να ετοιμασωσιν εις εμε ξυλα εν αφθονια? διοτι ο οικος τον οποιον εγω οικοδομω θελει εισθαι μεγας και θαυμαστος.9 To provide me timber in abundance. For the house which I desire to build, is to be exceeding great, and glorious.
10 Και ιδου, θελω δωσει εις τους δουλους σου τους ξυλοτομους εικοσι χιλιαδας κορους σιτου κοπανισμενου, και εικοσι χιλιαδας κορους κριθης, και εικοσι χιλιαδας βαθ οινου, και εικοσι χιλιαδας βαθ ελαιου.10 And I will give thy servants the workmen that are to cut down the trees, for their food twenty thousand cores of wheat, and as many cores of barley, and twenty thousand measures of wine, and twenty thousand measures of oil.
11 Και απεκριθη ο Χουραμ ο βασιλευς της Τυρου δι' επιστολης, την οποιαν εστειλε προς τον Σολομωντα, Επειδη ο Κυριος ηγαπησε τον λαον αυτου, σε κατεστησε βασιλεα επ' αυτους?11 And Hiram king of Tyre sent a letter to Solomon, saying: Because the Lord hath loved his people, therefore he hath made thee king over them.
12 ειπεν ετι ο Χουραμ, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, ο ποιητης του ουρανου και της γης, οστις εδωκεν εις τον Δαβιδ τον βασιλεα υιον σοφον, εχοντα φρονησιν και συνεσιν, οστις θελει οικοδομησει οικον εις τον Κυριον και οικον βασιλικον εις εαυτον?12 And he added, saying: Blessed be the Lord the God of Israel, who made heaven and earth, who hath given to king David a wise and knowing son, endued with understanding and prudence, to build a house to the Lord, and a palace for himself.
13 αποστελλω λοιπον τωρα ανθρωπον σοφον, εχοντα συνεσιν, του Χουραμ του πατρος μου,13 I therefore have sent thee my father Hiram, a wise and most skilful man,
14 υιον γυναικος εκ των θυγατερων Δαν και πατρος Τυριου, επιστημονα εις το να εργαζηται εις χρυσον και εις αργυρον, εις χαλκον, εις σιδηρον, εις λιθους και εις ξυλα, εις πορφυραν, εις κυανουν και εις βυσσον και εις κοκκινον? και εις το εγγλυφειν παν ειδος γλυφης, και εφευρισκειν πασαν εφευρεσιν εις ο, τι προβληθη εις αυτον, μετα των σοφων σου και μετα των σοφων του κυριου μου Δαβιδ του πατρος σου?14 The son of a woman of the daughters of Dan, whose father was a Tyrian, who knoweth how to work in gold, and in silver, in brass, and in iron, and in marble, and in timber, in purple also, and violet, and silk and scarlet: and who knoweth to grave all sort of graving, and to devise ingeniously all that there may be need of in the work with thy artificers, and with the artificers of my lord David thy father.
15 τωρα λοιπον τον σιτον και την κριθην, το ελαιον και τον οινον, τα οποια ο κυριος μου ειπεν, ας στειλη προς τους δουλους αυτου?15 The wheat therefore, and the barley and the oil, and the wine, which thou, my lord, hast promised, send to thy servants.
16 και ημεις θελομεν κοψει ξυλα εκ του Λιβανου, κατα πασαν την χρειαν σου, και θελομεν φερει αυτα προς σε με σχεδιας δια θαλασσης εις Ιοππην? και συ θελεις αναβιβασει αυτα εις Ιερουσαλημ.16 And we will cut down as many trees out of Libanus, as thou shalt want, and will convey them in floats by sea to Joppe: and it will be thy part to bring them thence to Jerusalem.
17 Και ηριθμησεν ο Σολομων παντας τους ανδρας τους ξενους τους εν γη Ισραηλ, μετα τον αριθμον καθ' ον Δαβιδ ο πατηρ αυτου ηριθμησεν αυτους? και ευρεθησαν εκατον πεντηκοντα τρεις χιλιαδες και εξακοσιοι.17 And Solomon numbered all the proselytes in the land of Israel, after the numbering which David his father had made, and they were found a hundred and fifty-three thousand and six hundred.
18 Και εξ αυτων εκαμεν εβδομηκοντα χιλιαδας αχθοφορων, και ογδοηκοντα χιλιαδας λιθοτομων εν τω ορει, και τρεις χιλιαδας εξακοσιους εργοδιωκτας επι τον λαον.18 And he set seventy thousand of them to carry burdens on their shoulders, and eighty thousand to hew stones in the mountains: and three thousand and six hundred to be overseers of the work of the people.