Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 18


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ειχεν ο Ιωσαφατ πλουτον και δοξαν πολλην? και εσυμπενθερευσε μετα του Αχααβ.1 Lorsque Josaphat eut richesses et gloire en abondance, il s’allia par mariage à la famille d’Akab.
2 Μετα δε χρονους κατεβη προς τον Αχααβ εις την Σαμαρειαν Και εσφαξεν ο Αχααβ προβατα και βοας εν αφθονια δι' αυτον και δια τον λαον τον μετ' αυτου, και κατεπεισεν αυτον να συναναβη εις Ραμωθ-γαλααδ.2 Au bout de quelques années, il rendit visite à Akab à Samarie. Akab offrit en son honneur et pour les gens qui l’accompagnaient quantité de bœufs et de moutons, et il le poussa à attaquer Ramot-de-Galaad.
3 Και ειπεν Αχααβ ο βασιλευς του Ισραηλ προς Ιωσαφατ τον βασιλεα του Ιουδα, Ερχεσαι μετ' εμου εις Ραμωθ-γαλααδ; Ο δε απεκριθη προς αυτον, Εγω ειμαι καθως συ, και ο λαος μου καθως ο λαος σου? και θελομεν εισθαι μετα σου εν τω πολεμω.3 Akab, roi d’Israël, dit en effet à Josaphat, roi de Juda: “Viendras-tu avec moi à Ramot-de-Galaad?” Il lui répondit: “Je ferai comme toi et mon peuple fera comme ton peuple. Nous serons à tes côtés dans la bataille.”
4 Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Ερωτησον σημερον, παρακαλω, τον λογον του Κυριου.4 Josaphat dit au roi d’Israël: “Consulte d’abord, s’il te plaît, la parole de Yahvé.”
5 Και συνηθροισεν ο βασιλευς του Ισραηλ τους προφητας, τετρακοσιους ανδρας, και ειπε προς αυτους, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ, δια να πολεμησωμεν; η να απεχω; Οι δε ειπον, Αναβα, και θελει παραδωσει ο Θεος αυτην εις την χειρα του βασιλεως.5 Le roi d’Israël rassembla ses prophètes, au nombre de 400, et leur dit: “Devons-nous partir attaquer Ramot-de-Galaad ou faut-il y renoncer?” Ils répondirent: “Pars, Dieu la livrera entre les mains du roi.”
6 Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Δεν ειναι ενταυθα ετι προφητης του Κυριου, δια να ερωτησωμεν δι' αυτου;6 Josaphat ajouta: “N’y a-t-il pas quelque autre prophète de Yahvé par qui nous puissions le consulter?”
7 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, ειναι ετι ανθρωπος τις, δια του οποιου δυναμεθα να ερωτησωμεν τον Κυριον? πλην εγω μισω αυτον? διοτι δεν προφητευει καλον περι εμου αλλα παντοτε κακον? ειναι ο Μιχαιας ο υιος του Ιεμλα. Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Ας μη λαλη ο βασιλευς ουτως.7 Le roi d’Israël répondit à Josaphat: “Il y a encore un homme par qui l’on pourrait consulter Yahvé, mais je le déteste: il ne me prophétise jamais le bien, mais toujours le mal: c’est Michée, fils de Yimla.” Josaphat lui dit: “Que le roi ne parle pas ainsi!”
8 Και εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ ενα ευνουχον και ειπε, Σπευσον να φερης Μιχαιαν τον υιον του Ιεμλα.8 Le roi d’Israël appela donc un serviteur et lui dit: “Va-t’en vite chercher Michée, fils de Yimla!”
9 Ο δε βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εκαθηντο, εκαστος επι του θρονου αυτου, ενδεδυμενοι στολαις, και εκαθηντο εν τοπω ανοικτω, κατα την εισοδον της πυλης της Σαμαρειας? και παντες οι προφηται προεφητευον εμπροσθεν αυτων.9 Le roi d’Israël et Josaphat, roi de Juda, étaient assis chacun sur un trône, habillés de cérémonie: ils étaient assis sur la place qui est à l’entrée de la porte de Samarie et tous les prophètes entraient en transes devant eux.
10 Και Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα ειχε καμει εις εαυτον κερατα σιδηρα και ειπεν, ουτω λεγει Κυριος? Δια τουτων θελεις κερατισει τους Συριους, εωσου συντελεσης αυτους.10 Sédécias, fils de Kénaana, s’était fait des cornes de fer et il disait: “Voici ce que dit Yahvé: Voilà comment tu embrocheras les Araméens jusqu’au dernier.”
11 Και παντες οι προφηται προεφητευον ουτω, λεγοντες, Αναβα εις Ραμωθ-γαλααδ και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.11 Tous les prophètes prophétisaient de même: “Pars à Ramot-de-Galaad, disaient-ils, tu seras vainqueur: Yahvé la livrera entre les mains du roi.”
12 Και ο μηνυτης, οστις υπηγε να καλεση τον Μιχαιαν, ειπε προς αυτον, λεγων, Ιδου, οι λογοι των προφητων φανερονουσιν εξ ενος στοματος καλον περι του βασιλεως? ο λογος σου λοιπον ας ηναι, παρακαλω, ως ενος εξ εκεινων, και λαλησον το καλον.12 Le serviteur qui était allé chercher Michée lui dit: “Écoute, les prophètes sont unanimes pour annoncer la victoire au roi. Toi aussi, parle comme eux et prédis la victoire.”
13 Ο δε Μιχαιας ειπε, Ζη Κυριος, ο, τι μοι ειπη ο Θεος μου, τουτο θελω λαλησει.13 Mais Michée répondit: “Par la vie de Yahvé, je ne dirai que ce que dira mon Dieu.”
14 Ηλθε λοιπον προς τον βασιλεα, και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Μιχαια, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ δια να πολεμησωμεν; η να απεχω; Ο δε ειπεν, Αναβητε και ευοδουσθε, διοτι θελουσι παραδοθη εις την χειρα σας.14 Quand il arriva près du roi, le roi lui dit: “Michée, devons-nous partir attaquer Ramot-de-Galaad ou faut-il y renoncer?” Michée répondit: “Montez, ce sera un succès! Ils seront livrés entre vos mains.”
15 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Εως ποσακις θελω σε ορκιζει να μη λεγης προς εμε παρα την αληθειαν εν ονοματι Κυριου;15 Mais le roi lui dit: “Combien de fois me faudra-t-il te l’ordonner: ne me dis que la vérité au Nom de Yahvé!”
16 Ο δε ειπεν? ειδον παντα τον Ισραηλ διεσπαρμενον επι τα ορη, ως προβατα μη εχοντα ποιμενα? και ειπε Κυριος, Ουτοι δεν εχουσι κυριον? ας επιστρεψωσιν εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.16 Michée s’écria: “J’ai vu tout Israël dispersé sur les montagnes, comme des brebis qui n’ont plus de berger, et Yahvé disait: Ces hommes n’ont plus de maître, que chacun retourne en paix chez soi!”
17 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Δεν σοι ειπα οτι δεν θελει προφητευσει καλον περι εμου, αλλα κακον;17 Le roi d’Israël dit alors à Josaphat: “Ne te l’avais-je pas dit? Il ne me prophétise jamais le bien, mais seulement le mal.”
18 Και ο Μιχαιας ειπεν, Ακουσατε λοιπον τον λογον του Κυριου? ειδον τον Κυριον καθημενον επι του θρονου αυτου και πασαν την στρατιαν του ουρανου παρισταμενην εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.18 Michée dit encore: “Écoutez donc la parole de Yahvé! J’ai vu Yahvé assis sur son trône et toute la cour des cieux se tenait à sa droite et à sa gauche.
19 Και ειπε ο Κυριος, Τις θελει απατησει Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ, ωστε να αναβη και να πεση εν Ραμωθ-γαλααδ; Και ο μεν ελαλησε λεγων ουτως, ο δε λεγων ουτως.19 Yahvé a demandé: ‘Qui trompera Akab, roi d’Israël, pour qu’il parte et tombe à Ramot-de-Galaad?’ L’un a répondu d’une façon, l’autre d’une autre.
20 Τοτε εξηλθε το πνευμα και εσταθη ενωπιον Κυριου και ειπεν, Εγω θελω απατησει αυτον. Και ειπε Κυριος προς αυτο, Τινι τροπω;20 Alors l’Esprit s’est avancé et s’est tenu devant Yahvé: ‘Moi, a-t-il, je le tromperai.’ Yahvé lui a demandé: ‘Comment feras-tu?’
21 Και ειπε, Θελω εξελθει και θελω εισθαι πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων των προφητων αυτου. Και ειπε Κυριος, Θελεις απατησει και μαλιστα θελεις κατορθωσει? εξελθε και καμε ουτω.21 - ‘J’irai, a-t-il répondu, et je me ferai esprit de mensonge dans la bouche de tous ses prophètes.’ Yahvé lui a dit alors: ‘Oui, tu réussiras à le tromper; va et fais ainsi.’
22 Τωρα λοιπον, ιδου, ο Κυριος εβαλε πνευμα ψευδους εν τω στοματι τουτων των προφητων σου, και ελαλησε Κυριος κακον επι σε.22 Sache que Yahvé a mis un esprit de mensonge dans la bouche de tes prophètes parce que lui, Yahvé, a décrété contre toi le malheur.”
23 Τοτε πλησιασας Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα, ερραπισε τον Μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπε, Δια ποιας οδου επερασε το πνευμα του Κυριου απ' εμου, δια να λαληση προς σε;23 Alors Sédécias, fils de Kénaana, s’avança et gifla Michée: “Par quel chemin l’esprit de Yahvé est-il sorti de moi pour te parler?”
24 Και ειπεν ο Μιχαιας, Ιδου, θελεις ιδει καθ' ην ημεραν θελεις εισερχεσθαι απο ταμειου εις ταμειον, δια να κρυφθης.24 Michée répondit: “Tu le sauras le jour où tu iras de refuge en refuge pour te cacher.”
25 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ, Πιασατε τον Μιχαιαν και επαναφερετε αυτον προς Αμων τον αρχοντα της πολεως, και προς Ιωας τον υιον του βασιλεως,25 Le roi d’Israël ordonna: “Prenez Michée et remettez-le à Amon, gouverneur de la ville, et à Yoach, fils du roi.
26 και ειπατε, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Βαλετε τουτον εις την φυλακην και τρεφετε αυτον με αρτον θλιψεως και με υδωρ θλιψεως, εωσου επιστρεψω εν ειρηνη.26 Vous leur transmettrez cet ordre du roi: Mettez cet homme en prison, vous ne lui donnerez qu’une maigre ration de pain et d’eau jusqu’à ce que je revienne sain et sauf.”
27 Και ειπεν ο Μιχαιας, Εαν τωοντι επιστρεψης εν ειρηνη, ο Κυριος δεν ελαλησε δι' εμου. Και ειπεν, Ακουσατε σεις, παντες οι λαοι.27 Michée lui dit: “Si vraiment tu reviens sain et sauf, c’est que Yahvé n’a pas parlé par moi.”
28 Και ανεβη ο βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εις Ραμωθ-γαλααδ.28 Le roi d’Israël et Josaphat, roi de Juda, partirent pour Ramot-de-Galaad;
29 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Εγω θελω μετασχηματισθη και εισελθει εις την μαχην? συ δε ενδυθητι την στολην σου. Και μετεσχηματισθη ο βασιλευς του Ισραηλ και εισηλθον εις την μαχην.29 Le roi d’Israël dit à Josaphat: “Je vais me déguiser pour aller à la bataille, mais toi, porte ton uniforme.” Le roi d’Israël se déguisa donc pour aller à la bataille.
30 Ο δε βασιλευς της Συριας ειχε προσταξει τους αρχοντας των αμαξων αυτου, λεγων, Μη πολεμειτε μητε μικρον μητε μεγαν, αλλα μονον τον βασιλεα του Ισραηλ.30 Le roi d’Aram avait donné cet ordre à ses chefs de chars: “N’attaquez ni petit ni grand, mais seulement le roi d’Israël.”
31 Και ως ειδον οι αρχοντες των αμαξων τον Ιωσαφατ, τοτε αυτοι ειπον, Ουτος ειναι ο βασιλευς του Ισραηλ? και περιεκυκλωσαν αυτον δια να πολεμησωσιν αυτον? αλλ' ο Ιωσαφατ ανεβοησε, και εβοηθησεν αυτον ο Κυριος? και απεστρεψεν αυτους ο Θεος απ' αυτου.31 Lorsque les chefs de chars aperçurent Josaphat, ils se dirent: “C’est le roi d’Israël!” Et ils l’encerclèrent pour l’attaquer, mais Josaphat poussa un cri; Yahvé lui porta secours et Dieu les entraîna loin de lui.
32 Ιδοντες δε οι αρχοντες των αμαξων οτι δεν ητο ο βασιλευς του Ισραηλ, επεστρεψαν απο της καταδιωξεως αυτου.32 Lorsque les chefs de chars virent que ce n’était pas le roi d’Israël, ils arrêtèrent de le poursuivre.
33 Ανθρωπος δε τις, τοξευσας ασκοπως, εκτυπησε τον βασιλεα του Ισραηλ μεταξυ των αρθρωσεων του θωρακος? ο δε ειπεν προς τον ηνιοχον, Στρεψον την χειρα σου και εκβαλε με εκ του στρατευματος, διοτι επληγωθην.33 Mais un homme tira à l’arc sans savoir sur qui, et il atteignit le roi d’Israël entre les attaches et la cuirasse. Le roi dit alors à son conducteur de char: “Fais demi-tour et fais-moi sortir de la mêlée, car je me sens mal.”
34 Και εμεγαλυνθη η μαχη εν τη ημερα εκεινη? ο δε βασιλευς του Ισραηλ ιστατο επι της αμαξης αντικρυ των Συριων εως εσπερας? και περι την δυσιν του ηλιου απεθανε.34 Le combat devenait de plus en plus violent ce jour-là. Le roi d’Israël resta debout sur son char jusqu’au soir, face aux Araméens, mais au coucher du soleil il mourut.