Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 9


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 Ελισσαιε δε ο προφητης εκαλεσεν ενα εκ των υιων των προφητων και ειπε προς αυτον, Περιζωσον την οσφυν σου και λαβε εις την χειρα σου την φιαλην ταυτην του ελαιου και υπαγε εις Ραμωθ-γαλααδ?1 Il profeta Eliseo chiamò uno dei discepoli dei profeti e gli disse: "Cingiti i fianchi, prendi con te quest'ampolla di olio e recati a Ramot di Gàlaad.
2 και οταν εισελθης εκει, θελεις ιδει εκει τον Ιηου, υιον του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι? και θελεις εισελθει και σηκωσει αυτον εκ μεσου των αδελφων αυτου και θελεις εισαγαγει αυτον εις το ενδοτερον δωματιον?2 Giunto là, cerca di vedere Ieu, figlio di Giosafat, figlio di Nimsi; trovatolo, lo farai alzare di mezzo ai suoi colleghi e lo condurrai in una stanza isolata.
3 και λαβων την φιαλην του ελαιου, θελεις επιχεει επι την κεφαλην αυτου και ειπει, Ουτω λεγει Κυριος? Σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ? τοτε ανοιξας την θυραν, φυγε και μη μεινης.3 Poi prenderai l'ampolla dell'olio e la verserai sulla sua testa dicendogli: "Così parla il Signore: Io ti ungo re d'Israele". Aprirai quindi la porta e fuggirai senza indugio".
4 Και υπηγεν ο νεος, ο νεος ο προφητης, εις Ραμωθ-γαλααδ.4 Allora il giovane si recò a Ramot di Gàlaad.
5 Και οτε ηλθεν, ιδου, οι αρχοντες του στρατευματος εκαθηντο? και ειπεν, Εχω λογον προς σε, ω αρχων. Και ο Ιηου ειπε, προς τινα εκ παντων ημων; Ο δε ειπε, προς σε, ω αρχων.5 Quando vi giunse, i comandanti dell'esercito erano seduti a consiglio; egli disse: "Ho una parola per te, comandante!". Ieu domandò: "Per chi di noi?". Quegli rispose: "Per te, comandante!".
6 Και σηκωθεις εισηλθεν εις τον οικον? και επεχεε το ελαιον επι την κεφαλην αυτου και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Σε εχρισα βασιλεα επι τον λαον του Κυριου, επι τον Ισραηλ?6 Egli si levò ed entrò nella casa. Il giovane allora gli versò l'olio sul capo dicendogli: "Così parla il Signore, Dio d'Israele: "Ti ungo re del popolo del Signore d'Israele.
7 και θελεις παταξει τον οικον του Αχααβ του κυριου σου, δια να εκδικησω τα αιματα των δουλων μου των προφητων και τα αιματα παντων των δουλων του Κυριου, εκ χειρος της Ιεζαβελ?7 Tu colpirai la casa di Acab, tuo signore; così vendicherò il sangue dei miei servi, i profeti, e quello di tutti i servi del Signore versato per opera di Gezabele.
8 διοτι πας ο οικος του Αχααβ θελει εξολοθρευθη? και θελω αφανισει εκ του Αχααβ τον ουρουντα εις τον τοιχον και τον κεκλεισμενον και τον αφειμενον εν τω Ισραηλ?8 Tutta la casa di Acab perirà! Reciderò via da Acab ogni maschio, schiavo o libero in Israele.
9 και θελω καταστησει τον οικον του Αχααβ ως τον οικον του Ιεροβοαμ, υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα, υιου του Αχια?9 Tratterò la casa di Acab come quella di Geroboamo, figlio di Nebàt, e come quella di Baasa, figlio di Achia.
10 και την Ιεζαβελ οι κυνες θελουσι καταφαγει εν τω αγρω της Ιεζραελ, και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτην. Και ανοιξας την θυραν, εφυγε.10 Quanto a Gezabele, i cani la divoreranno nel campo di Izreèl; nessuno la seppellirà". Poi aprì la porta e fuggì.
11 Και εξηλθεν ο Ιηου προς τους δουλους του κυριου αυτου? και ειπε τις προς αυτον, Ειρηνη; δια τι ηλθε προς σε ο παραφρων ουτος; Ο δε ειπε προς αυτους, Σεις γνωριζετε τον ανθρωπον και το λεγειν αυτου.11 Ieu uscì e ritornò dai servi del suo signore che gli domandarono: "Va tutto bene? Perché quel pazzo è venuto da te?". Rispose ad essi: "Voi conoscete l'uomo e le sue chiacchiere".
12 Και ειπον, Ψευδες ειναι? ειπε εις ημας, παρακαλουμεν. Ο δε ειπεν, Ουτω και ουτως ελαλησε προς εμε, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ.12 Essi però replicarono: "E' falso! Raccontacelo tu!". Allora egli soggiunse: "Egli mi ha detto così e così, affermando: "Questo dice il Signore: Ti ho unto re d'Israele".
13 Τοτε εσπευσαν, και λαβοντες εκαστος το ιματιον αυτου, εβαλον υπ' αυτον επι του υψηλοτερου αναβαθμου? και εσαλπισαν εν σαλπιγγι, λεγοντες, Εβασιλευσεν ο Ιηου.13 Quelli allora s'affrettarono a prendere ciascuno il proprio mantello, lo stesero sotto di lui, sopra i gradini, poi suonarono la tromba e proclamarono: "Ieu è re!".
14 Και ο Ιηου, ο υιος του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι, εκαμε συνωμοσιαν κατα του Ιωραμ. Ο δε Ιωραμ εφυλαττετο εν Ραμωθ-γαλααδ, αυτος και απας ο Ισραηλ, απο προσωπου του Αζαηλ, βασιλεως της Συριας.14 Ieu, figlio di Giosafat, figlio di Nimsi, ordì una congiura contro Ioram, il quale, assieme a tutto Israele, aveva difeso Ramot di Gàlaad contro Cazaèl, re di Aram.
15 Ειχε δε επιστρεψει ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Και ειπεν ο Ιηου? Εαν ηναι η γνωμη σας, ας μη εξελθη μηδεις φευγων εκ της πολεως, δια να υπαγη να απαγγειλη τουτο εν Ιεζραελ.15 Il re Ioram era tornato a Izreèl per farsi curare le ferite che gli avevano inferto gli Aramei, mentre combatteva contro Cazaèl, re di Aram. Ieu disse: "Se siete d'accordo con me, nessuno esca dalla città per andare a portare la notizia in Izreèl".
16 Και ιππευσας ο Ιηου, υπηγεν εις Ιεζραελ? διοτι ο Ιωραμ εκοιτετο εκει. Και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα ειχε καταβη να ιδη τον Ιωραμ.16 Ieu salì sul carro e si recò a Izreèl, perché Ioram lì giaceva sofferente e Acazia, re di Giuda, era disceso a fargli visita.
17 Ιστατο δε ο σκοπος επι του πυργου εν Ιεζραηλ και, ιδων την συνοδιαν του Ιηου ερχομενου, ειπε, Συνοδιαν βλεπω. Και ειπεν ο Ιωραμ? Λαβε επιβατην και πεμψον εις συναντησιν αυτων? και ας ερωτηση, Ειρηνη;17 La sentinella che stava sulla torre di Izreèl, vedendo giungere la schiera di Ieu, disse: "Vedo una schiera". Ioram replicò: "Prendi un cavaliere, mandalo incontro ad essi e fagli domandare: "Va tutto bene?".
18 Υπηγε λοιπον επιβατης ιππου εις συναντησιν αυτου και ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και ειπεν ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου. Και ο σκοπος απηγγειλε, λεγων, Ο μηνυτης ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψε.18 Il cavaliere gli andò incontro e disse: "Il re domanda: "Va tutto bene?". Ieu rispose: "Che cosa t'importa se va tutto bene? Passa dietro di me!". La sentinella annunciò la cosa dicendo: "Il messaggero è giunto da essi, ma non è tornato".
19 Και απεστειλε δευτερον επιβατην ιππου? οστις, ελθων προς αυτους, ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και απεκριθη ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου.19 Il re inviò un altro cavaliere; giunto che fu da essi disse: "Il re domanda: "Va tutto bene?". Ieu rispose: "Che cosa t'importa se va tutto bene? Passa dietro di me!".
20 Και απηγγειλεν ο σκοπος, λεγων, Ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψεν? η δε πορεια ειναι ως η πορεια του Ιηου υιου του Νιμσι? διοτι οδευει μανιωδως.20 La sentinella annunciò la cosa dicendo: "E' giunto da essi, ma non è tornato. La maniera di guidare è quella di Ieu, figlio di Nimsi: guida infatti da pazzo!".
21 Και ειπεν ο Ιωραμ, Ζευξατε. Και εζευξαν την αμαξαν αυτου. Και εξηλθον Ιωραμ ο βασιλευς του Ισραηλ και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα, εκαστος εν τη αμαξη αυτου, και υπηγαν εις συναντησιν του Ιηου, και ευρον αυτον εν τω αγρω Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.21 Allora Ioram ordinò: "Attaccate i cavalli!". Li attaccarono al suo carro e Ioram, re d'Israele, e Acazia, re di Giuda, uscirono ciascuno sul proprio carro per andare incontro a Ieu e lo trovarono nel campo di Nabòt di Izreèl.
22 Και ως ειδεν ο Ιωραμ τον Ιηου, ειπεν, Ειρηνη, Ιηου; Ο δε απεκριθη, Τι ειρηνη, ενοσω πληθυνονται αι πορνειαι της Ιεζαβελ της μητρος σου και αι μαγειαι αυτης;22 Non appena Ioram vide Ieu gli domandò: "Va tutto bene, Ieu?". Quegli rispose: "Che cos'è questo "va tutto bene?", fin quando durano le prostituzioni di tua madre Gezabele e i suoi numerosi sortilegi?".
23 Και εστρεψεν ο Ιωραμ τας χειρας αυτου και εφυγε, λεγων προς τον Οχοζιαν, Δολος, Οχοζια.23 Allora Ioram voltò il carro e si diede alla fuga dopo aver detto ad Acazia: "Tradimento, Acazia!".
24 Και δραξας ο Ιηου το τοξον αυτου, επαταξε τον Ιωραμ μεταξυ των βραχιονων αυτου? και το βελος εξηλθε δια της καρδιας αυτου. Ο δε εκαμφθη εν τη αμαξη αυτου.24 Ma Ieu impugnò l'arco, colpì Ioram tra le spalle e la freccia trapassò il cuore del re che stramazzò sul carro.
25 Και ειπεν ο Ιηου προς τον Βιδκαρ, τον στρατηγον αυτου? Λαβε και ριψον αυτον εις την μεριδα του αγρου του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου? διοτι ενθυμηθητι, οτε εγω και συ επορευομεθα εφιπποι οπισω Αχααβ του πατρος αυτου, οτι ο Κυριος επροφερε κατ' αυτου την αποφασιν ταυτην?25 Poi disse a Bidkar, suo scudiero: "Prendilo e gettalo in qualche parte del campo di Nabòt di Izreèl; mi ricordo infatti che, mentre tu e io cavalcavamo dietro suo padre Acab, il Signore pronunciò contro di lui questa sentenza:
26 Ναι, ειδον χθες τα αιματα του Ναβουθαι και τα αιματα των υιων αυτου, λεγει Κυριος? και θελω καμει εις σε ανταποδοσιν εν τη μεριδι ταυτη, λεγει Κυριος?-τωρα λοιπον σηκωσον και ριψον αυτον εις την μεριδα ταυτην κατα τον λογον του Κυριου.26 "Lo giuro: ieri ho visto il sangue di Nabòt e dei suoi figli, oracolo del Signore. Ti ripagherò in questo stesso campo. Oracolo del Signore". Ora prendilo e gettalo nel campo secondo la parola del Signore".
27 Ο δε Οχοζιας βασιλευς του Ιουδα, ως ειδε τουτο, εφυγε δια της οδου της οικιας του κηπου. Και κατεδιωξεν οπισω αυτου ο Ιηου και ειπε, Παταξατε και τουτον εν τη αμαξη αυτου. Και εκαμον ουτω, κατα την αναβασιν Γουρ, πλησιον του Ιβλεαμ. Και εφυγεν εις Μεγιδδω και εκει απεθανε.27 Acazia, re di Giuda, vedendo ciò, fuggì per la strada di Bet-Gan; però Ieu lo inseguì e ordinò: "Colpite anche lui!". Lo colpirono sul carro lungo la salita di Gur, che è vicino ad Ibleam. Riuscì a rifugiarsi a Meghiddo, ma qui morì.
28 Και εφεραν αυτον οι δουλοι αυτου επι αμαξης εις Ιερουσαλημ, και εθαψαν αυτον εν τω ταφω αυτου, μετα των πατερων αυτου, εν τη πολει Δαβιδ.28 Allora i suoi servi lo trasportarono a Gerusalemme e lo seppellirono nel suo sepolcro assieme ai suoi antenati, nella Città di Davide.
29 Εβασιλευσε δε ο Οχοζιας επι Ιουδα κατα το ενδεκατον ετος του Ιωραμ υιου του Αχααβ.29 Acazia era divenuto re di Giuda nell'anno undecimo di Ioram, figlio di Acab.
30 Και ηλθεν ο Ιηου εις Ιεζραελ, και ακουσασα η Ιεζαβελ, εβαψε τους οφθαλμους αυτης και εκαλλωπισε την κεφαλην αυτης και διεκυψε δια του παραθυρου.30 Ieu si recò a Izreèl. Saputo che l'ebbe, Gezabele s'imbellettò gli occhi, si ornò la testa e s'affacciò alla finestra.
31 Και, ενω εισηρχετο εις την πυλην ο Ιηου, ειπεν, Ευτυχησεν ο Ζιμβρι, ο φονευσας τον κυριον αυτου;31 Mentre Ieu varcava la porta, ella disse: "Va tutto bene, o Zimri, assassino del suo signore?".
32 Ο δε, υψωσας το προσωπον αυτου προς το παραθυρον, ειπε, Τις ειναι μετ' εμου; τις; Και εκυψαν προς αυτον δυο τρεις ευνουχοι.32 Ieu alzò gli occhi verso la finestra e disse: "Chi è con me, chi?". Nel frattempo due o tre eunuchi si erano sporti fuori verso di lui.
33 Και ειπε, Ριψατε αυτην κατω. Και ερριψαν αυτην κατω, και ερραντισθη εκ του αιματος αυτης προς τον τοιχον και προς τους ιππους? και κατεπατησεν αυτην.33 Egli ordinò: "Gettatela giù!". Essi la gettarono. Il suo sangue spruzzò i muri e i cavalli e Ieu le passò sopra il corpo.
34 Και αφου εισηλθε και εφαγε και επιεν, ειπεν, Υπαγετε να ιδητε τωρα την κατηραμενην ταυτην, και θαψατε αυτην? διοτι ειναι θυγατηρ βασιλεως.34 Poi entrò, mangiò e bevve; infine ordinò: "Occupatevi di quella maledetta e datele sepoltura perché è figlia di re!".
35 Και υπηγαν δια να θαψωσιν αυτην? πλην δεν ευρηκαν εις αυτην παρα το κρανιον και τους ποδας και τας παλαμας των χειρων.35 Andarono per seppellirla ma di lei non trovarono che il cranio, i piedi e le palme delle mani.
36 Και επιστρεψαντες απηγγειλαν προς αυτον. Ο δε ειπεν, Ουτος ειναι ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Ηλια του Θεσβιτου, λεγων, Εν τη μεριδι της Ιεζραελ θελουσι καταφαγει οι κυνες τας σαρκας της Ιεζαβελ?36 Tornati, ne informarono Ieu che esclamò: "E' la parola che il Signore ha pronunciato per mezzo del suo servo Elia il tisbita: "Nel campo di Izreèl i cani divoreranno la carne di Gezabele;
37 και το πτωμα της Ιεζαβελ θελει εισθαι ως κοπρια επι προσωπου του αγρου εν τη μεριδι Ιεζραελ, ωστε να μη ειπωσιν, Αυτη ειναι η Ιεζαβελ.37 il cadavere di Gezabele sarà come sterco sulla superficie della campagna, nel campo di Izreèl, cosicché non si potrà più dire: costei è Gezabele".